Τέλος στην ανασφάλιστη εργασία με αποδείξεις ή «τίτλους κτήσης»

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τέλος στην ανασφάλιστη εργασία με αποδείξεις ή «τίτλους κτήσης»

Για τις επιχειρήσεις είναι ένα παράθυρο για να γλιτώσουν ασφαλιστικές εισφορές σε εργασίες που ανέθεταν σε εργαζόμενους… Για τους συνταξιούχους είναι ένας τρόπος να μη χάσουν μέρος ή όλη τη σύνταξη, ενώ εργάζονται… Από την άλλη για το ασφαλιστικό σύστημα ήταν μια μόνιμη πληγή απώλειας εσόδων…

Ο λόγος για τις παλιές αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης που από το 2014 έχουν μετονομαστεί σε τίτλους κτήσης και μέχρι και σήμερα δεν απαιτείται (καθώς δεν είχε υπογραφεί η σχετική υπουργική απόφαση) η καταβολή ασφαλίστρων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης…

Από την ερχόμενη Τρίτη ωστόσο όλα τα παραπάνω θα αποτελέσουν παρελθόν, καθώς χθες υπεγράφη από τον υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης Τ. Πετρόπουλο η σχετική υπουργική απόφαση για την καταβολή, από την 1/1/2019, ασφαλιστικών εισφορών στον ΕΦΚΑ για τους αμειβόμενους με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών (τίτλοι κτήσης – πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης).

Για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης λοιπόν τίθεται τέλος στην πολυνομία, στις αμφισβητήσεις και στην «γκρίζα ζώνη» του παρελθόντος σχετικά με την ασφάλιση των προσώπων που αμείβονται με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών προβλέποντας διαδικασία απογραφής και ασφάλισής τους στον ΕΦΚΑ.

Είναι γεγονός και πανθομολογούμενο μυστικό στον κόσμο του επιχειρείν ότι οι τίτλοι κτήσης κρύβουν στις περισσότερες των περιπτώσεων υποκρυπτόμενη σχέση εξαρτημένης (μισθωτής) εργασίας και πίσω από αυτή τη μορφή εργασίας κρυβόταν πολλές φορές η υποχρέωση ασφάλισης σε καθεστώς αυτοαπασχολούμενου. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να χάνει χρήματα το ασφαλιστικό σύστημα.

Μάλιστα αποτελεί ισχυρή πεποίθηση στις τάξεις των λογιστών και των εργατολόγων ότι οι αμοιβές για παροχή εργασίας μέσω αποδείξεων επαγγελματικής δαπάνης (από το 2014 τίτλοι κτήσης) είχαν υποκαταστήσει τα δελτία παροχής υπηρεσιών (που έτσι και αλλιώς βαρύνονταν με εισφορά αλληλεγγύης και τέλος επιτηδεύματος) ειδικά στις περιπτώσεις της ευκαιριακής απασχόλησης.

Πλέον με την ενεργοποίηση του νόμου που έχει ψηφιστεί από το 2017, αλλά δεν είχε υπογραφεί η σχετική υπουργική απόφαση, πέρα από το ότι κλείνει το παράθυρο για τέτοιου είδους σχέσεις εργασίας που δεν ασφαλίζονται, παρέχεται και ένα πρόσθετο εργαλείο στον ελεγκτές της κοινωνικής ασφάλισης να ελέγχουν τις παρανομίες στην αγορά εργασίας.

Με βάση την υπουργική απόφαση λοιπόν:

  • Οι αμειβόμενοι με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών – πωλήσεων απογράφονται στον ΕΦΚΑ πριν από την έκδοση του παραστατικού.
  • Η ασφαλιστική εισφορά καθορίζεται σε 13,33% για κύρια σύνταξη και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη επί της καθαρής αξίας του παραστατικού μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων.
  • Οι εισφορές βαρύνουν τον αμειβόμενο με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ από τον εκδότη μέχρι το τέλος της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του επόμενου μήνα της έκδοσης του παραστατικού.
  • Ο χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, αν δεν υπάρχει σύμβαση εργασίας, υπολογίζεται με βάση το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού διά του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.

Στην περίπτωση που υπάρχει σύμβαση εργασίας με καθορισμένο αριθμό ημέρας ή ημερών απασχόλησης μέχρι 1 πλήρη μήνα ή 25 ημέρες ασφάλισης, ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται η ημέρα ή οι ημέρες που ορίζονται στη σύμβαση ανεξαρτήτως της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης έχουν μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης ήδη από το 2016 καθώς ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει ότι καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά βάσει του άρθρου 39, ως ελεύθεροι επαγγελματίες, όσοι έχουν εισόδημα για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης.

Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 2019 με νομοθετική παρέμβαση (νόμος 4509) εξειδικεύτηκε το ύψος των εισφορών ορίζοντας ότι αυτές είναι 26,95% (κύρια ασφάλιση και υγεία) και ότι θα υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων.

ΠΗΓΗ: efsyn.gr