Από την κείμενη εργατική νομοθεσία συνάγεται ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας ισχύει μόνον ως προς τα μέλη των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων που έλαβαν μέρος στη σύναψή της, εκτός αν καταρτίστηκε και υπογράφηκε με την παρουσία του υπουργού Εργασίας ή κηρύχτηκε υποχρεωτική, οπότε η ισχύς της εκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά και δεσμεύει ανάλογα και με την τοπική της ισχύ όλους τους εργοδότες και μισθωτούς του επαγγέλματος, το οποίο αφορά.
Εξάλλου η διαιτητική απόφαση, εφόσον κατατέθηκε νομίμως στο Ειρηνοδικείο, έχει ισχύ συλλογικής σύμβασης εργασίας και δεσμεύει όχι μόνον τα πρόσωπα που ήταν μέλη των εν διενέξει οργανώσεων, αλλά και τα πρόσωπα που έγιναν μέλη των οργανώσεων αυτών μετέπειτα, κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της διαιτητικής απόφασης. Αν η διαιτητική απόφαση κηρύχτηκε υποχρεωτική με απόφαση του υπουργού Εργασίας, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τότε ισχύει και υπέρ των προσώπων που δεν ήταν ούτε κατέστησαν μέλη των εν διενέξει οργανώσεων, ασκούν όμως το επάγγελμα που αφορά η διαιτητική απόφαση στην περιοχή της ισχύος της.
Από τον συνδυασμό όλων αυτών των διατάξεων προκύπτει ότι, στην περίπτωση που η διαιτητική απόφαση κηρυχθεί υποχρεωτική (και από τότε που θα κηρυχθεί) ή θα υπογραφεί με την παρουσία του υπουργού, ναι μεν η ισχύς της εκτείνεται και πέρα από τα μέλη των οργανώσεων που βρέθηκαν σε διένεξη ή τα μέλη που εντάχθηκαν σ’ αυτές εκ των υστέρων, κατά τη διάρκεια της ισχύος της, η επέκταση όμως αυτή καλύπτει από την εργοδοτική πλευρά όχι όλες αδιακρίτως τις επιχειρήσεις, αλλά μόνον εκείνες που υπάγονται στον επιχειρηματικό κλάδο των εργοδοτικών οργανώσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να δεσμευθούν. Δηλαδή για να εφαρμοσθεί η δεδομένη διαιτητική απόφαση σε μια εργασιακή σχέση, δεν αρκεί το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος εργαζόμενος εκτελεί εργασία καλυπτόμενη από τη διαιτητική απόφαση, αλλά χρειάζεται ακόμη να ασκεί και ο εργοδότης τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων οι οποίες θα ανήκαν στον κλάδο που βρέθηκε σε διένεξη.
Από την άλλη, οι μεν εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δηλαδή εκείνες που καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας και αμοιβής, ισχύουν για όλους τους εργαζομένους της χώρας σε οποιονδήποτε εργοδότη απασχολούνται, οι δε λοιπές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές, επιχειρησιακές, εθνικές ομοιοεπαγγελματικές, τοπικές ομοιοεπαγγελματικές) δεσμεύουν τους εργαζομένους και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει ατομική συλλογική σύμβαση εργασίας και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας.
Στην περίπτωση εργοδοτών που δεν υπάγονται στον επιχειρηματικό κλάδο των εργοδοτικών οργανώσεων που έχουν συμβληθεί κατά τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας (άλλης εκτός από την ΕΓΣΣΕ), τα ελάχιστα όρια αμοιβής των εργαζομένων σ’ αυτούς και οι λοιποί όροι εργασίας καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού (ήδη Εθνικής Οικονομίας) και Εργασίας.
Πάντως, από τον συνδυασμό άρθρων του Συντάγματος και της κείμενης εργατικής νομοθεσίας συνάγεται ότι:
(α) κατά τη σύναψη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους και ως εκ τούτου οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ (ή των εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός εάν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια,
(β) οι κλαδικές ΣΣΕ περιέχουν τους όρους εργασίας και αμοιβής, που αφορούν τους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων μιας πόλης ή περιφέρειας ή και ολόκληρης της χώρας,
(γ) οι ΣΣΕ πλην των εθνικών γενικών δεσμεύουν καταρχήν τους εργοδότες και εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο υπουργός Εργασίας όμως με απόφασή του (που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας) μπορεί να επεκτείνει την ισχύ και να κηρύξει γενικά υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου ή επαγγέλματος ΣΣΕ, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, έκτοτε δε η ΣΣΕ δεσμεύει όλους τους εργοδότες του κλάδου ή τους εργαζομένους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, με την επιφύλαξη ότι μια κλαδική ΣΣΕ (ή ΔΑ) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ.
*Δικηγόρος στον Αρειο Πάγο και ΣτΕ, συγγραφέας του Συνδικ. & Σωματ. Δικαίου
Αναδημοσίευση από: efsyn.gr