Αφορμή για το παρόν σημείωμα, είναι μια δευτερογενής παρατήρηση επί του κειμένου Σαμαρά και συγκεκριμένα η επανειλημμένη και εμφανέστατα υποτιμητική χρήση της προσφώνησης “συνδικαλιστής” όταν υπάρχει αναφορά στον πρόεδρο της ΟΙΕΛΕ, σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει, οποιοδήποτε στοιχείο εγκυρότητας των καταγγελομένων του.
Με επιστολή-εξώδικο, προσπάθησε ο Α.Σαμαράς, ανεπιτυχώς κατά τη γνώμη μου, να αποσείσει την εμπλοκή του, από την εκδικητική απόλυση, της καθηγήτριας του Κολεγίου Αθηνών, Φώφης Μπουλούτα
Έχει απαντηθεί ήδη επαρκώς, η πραγματολογική ανεπάρκεια και κυρίως το ύφος και το διακρινόμενο ήθος της επιστολής. Είναι εύκολα αναγνωρίσιμα τα στοιχεία με τα οποία πολιτεύθηκε και που τον οδήγησαν για άλλη μια φορά – μετά τη δεκαετία του ’90 – και παρά τις απεγνωσμένες του προσπάθειες – στο πολιτικό περιθώριο.
Αφορμή για το παρόν σημείωμα, είναι μια δευτερογενής παρατήρηση επί του κειμένου Σαμαρά και συγκεκριμένα η επανειλημμένη και εμφανέστατα υποτιμητική χρήση της προσφώνησης “συνδικαλιστής” όταν υπάρχει αναφορά στον πρόεδρο της ΟΙΕΛΕ, σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει, οποιοδήποτε στοιχείο εγκυρότητας των καταγγελομένων του.
Δεν πρόκειται για κάτι καινούριο, καθώς πολλές φορές η συνδικαλιστική ιδιότητα χρησιμοποιείται ως μετωνυμία, του διεφθαρμένου ή στην καλύτερη περίπτωση του αναξιόπιστου.
Είναι δε τόσο διαδεδομένη που διατρέχει ποικίλα ακροατήρια και μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος, ενδεικτική ίσως της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι τυχαία η επιμελής προσπάθεια απομάκρυνση των εκλεγμένων εκπροσώπων της μισθωτής εργασίας, από όλα τα όργανα παραγωγής, πολιτικής, όχι μόνο από Δεξιά και νεοφιλελεύθερα κόμματα, αλλά ακόμη κι από κομματικούς σχηματισμούς “υπεράνω υποψίας”.
Και για να προλάβω τον αντίλογο, προφανώς και υπήρξαν και πιθανά να υπάρξουν συνδικαλιστές διεφθαρμένοι που συμμετείχαν σε κάθε λογής “ταμεία” , “κέντρα” και “ινστιτούτα” που περισσότερο φαίνεται να λειτουργούσαν ως μηχανισμοί αναδιανομής πολιτικού χρήματος. Υπάρχουν ακόμη αναξιόπιστοι συνδικαλιστές που για να ικανοποιήσουν τις κομματικές τους ηγεσίες, διυλίζουν τον κώνωπα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που καταπίνουν -αμάσητη-την κάμηλο των σκανδάλων του ΚΕΕΛΠΝΟ, ή της Νοβάρτις.
Την ίδια στιγμή, υπάρχουν και οι άλλοι που δεν χρειάζεται να τους αναζητήσουμε στο μακρινό και δύσκολο παρελθόν, αναφέρομαι στους συνδικαλιστές και τις συνδικαλίστριες που πρωτοστάτησαν με προσωπικό κόστος στις πολύμηνες απεργίες ενάντια στην διαθεσιμότητες και τις απολύσεις ή τους συνδικαλιστές που με ματωμένα πρόσωπα, θύματα της αγριότητας των δυνάμεων καταστολής, κράτησαν ζωντανές τις “πλατείες” της αμφισβήτησης το 2011, ή την συνδικαλίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα που έπεσε θύμα της δολοφονικής μανίας, των ένοπλων μαφιών, που συνηθίσαμε στην Ελλάδα να τις αποκαλούμε “επιχειρηματικότητα”.
Κι αυτή ακόμα η ανάγκη επιστράτευσης “μαρτυρολογίων” για να καταρριφθεί το νεοσυντηρητικό στερεότυπο συνιστά πρόβλημα, καθώς δεν υπάρχει τέτοιου είδους απαίτηση για καμία άλλη μορφή συλλογικής εκπροσώπησης. Γιατί κοντά σ’ αυτούς υπάρχουν εκατοντάδες συνηθισμένοι άνθρωποι συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες που δίνουν μικρές καθημερινές μάχες για να δημιουργήσουν σωματεία σε εργασιακά κάτεργα, ή παλεύοντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τα αποτελέσματα των πολιτικών λιτότητας, τιμώντας την ευθύνη που τους ανέθεσαν οι εργαζόμενοι.
Η δαιμονοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης και εκπροσώπησης, καθώς και των ανθρώπων του, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ρητορικής της νέας ακροδεξιάς ως μέρος μιας κατά μέτωπον επίθεσης ενάντια σε κάθε τι πολιτικό. Συνιστά επίθεση σε κάθε μηχανισμό διαβούλευσης ή ελέγχου καθώς οι δημοκρατικές πρακτικές, αποτελούν “πολυτέλεια” για το δυστοπικό μέλλον του νεοφιλελευθερισμού.
*Ο Γιώργος Πετρόπουλος είναι αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ