Σε επιστολή του με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 2017 προς την ALTER EGO, η οποία κοινοποιήθηκε στην ΕΣΗΕΑ αλλά και τον Ειδικό Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, Ν. Ηλιόπουλο, ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εργασίας, Ανδρέας Νεφελούδης, απαριθμεί ένα προς ένα τα σημεία όπου καταστρατηγείται η ισχύουσα νομοθεσία κάνοντας τις απαραίτητες συστάσεις στην ALTER EGO.
Υπενθυμίζεται ότι πριν λίγες εβδομάδες είχε έρθει στο φως της δημοσιότητας η καταγγελία των δημοσιογραφικών ενώσεων, της ΕΣΗΕΑ και της ΕΣΠΗΤ, για τις ατομικές συμβάσεις, τις οποίες κλήθηκαν να υπογράψουν οι εργαζόμενοι στην «ALTER EGO MEDIA», στην οποία περιλαμβάνονται τα ΜΜΕ του πρώην ΔΟΛ: η ιστοσελίδα in.gr, η εφημερίδα «Τα Νέα», η εφημερίδα «Το Βήμα» και οι ιστοσελίδες των δύο εντύπων καθώς και άλλα έντυπα.
Οι ενώσεις των δημοσιογράφων κατέκριναν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την εταιρεία, με συνέπεια, «αφενός να παρακάμπτεται η συλλογική διαπραγμάτευση, αφετέρου να φέρνει τους εργαζόμενους προ τετελεσμένου, εκμεταλλευόμενη τη δραματική κατάσταση που επικρατεί στο χώρο».
Μάλιστα, η εργοδοσία απέλυσε τη μοναδική εργαζόμενη που δεν δέχθηκε να υπογράψει: την Παναγιώτα Μπίτσικα, επί 21 και πλέον χρόνια εργαζόμενη στο «Βήμα». Πρόκειται για μία «σύμβαση-μνημείο αντεργατικών διατάξεων, που λειτουργεί ιδιαίτερα σήμερα, σε μια περίοδο αναδιάταξης στο χώρο των ΜΜΕ, σαν αποτύπωμα της εκδοτικής αλαζονείας και του νόμου του ισχυρού στην οικονομία της αγοράς», ανέφερε χαρακτηριστικά στη δήλωσή της.
Η επιστολή του Ανδρέα Νεφελούδη
Η σύμβαση, η οποία περιλαμβάνει αμοιβές μικρότερες από αυτές που λάμβαναν οι εργαζόμενοι στον ΔΟΛ, ήδη από το πρώτο άρθρο της, ξεκινά με υπέρβαση του διευθυντικού δικαιώματος και θέτει επαχθείς όρους για τον εργαζόμενο, καθώς η εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον εργαζόμενο κατά την κρίση της σε κάθε άλλη θέση ή ειδικότητα αορίστως. Επιπλέον, όπως τονίζει ο Γ.Γ. του υπουργείου Εργασίας, “δεν διευκρινίζεται αν ο εργαζόμενος θα παρέχει – παράλληλα με τα κύρια καθήκοντα του δημοσιογράφου – πρόσθετα την εργασία του, αν η πρόσθετη εργασία θα είναι συναφής και τι αμοιβή θα λαμβάνει για αυτήν ή αν, ενώ έχει προσληφθεί ως δημοσιογράφος, «κατά την κρίση και τις ανάγκες της εταιρείας” θα κάνει εργασίες π.χ. κλητήρα».
Άλλος όρος της σύμβασης, δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να παραχωρήσει τον εργαζόμενο σε άλλο, τρίτο, εργοδότη «χωρίς να διευκρινίζεται ότι αυτό θα αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα και ότι θα συναφθεί για το λόγο αυτό μια νέα τριμερής σύμβαση μεταξύ του εργαζομένου, του άμεσου και του έμμεσου εργοδότη». Συνεπώς, υπογραμμίζει ο Γ.Γ. του υπουργείου Εργασίας, «ο όρος δεσμεύει υπέρμετρα το μισθωτό, διότι καταργεί το δικαίωμα του να συναινεί κάθε φορά για την προσωρινή παραχώρησή του σε άλλο εργοδότη και τον υποχρεώνει να αποδεχτεί εκ των προτέρων κάθε δανεισμό που θα αποφασίσει ερήμην του ο εργοδότης του».
Επιπλέον, σε άλλο άρθρο της σύμβασης, αυτό για τις ώρες και ημέρες εργασίας, δεν γίνεται, όπως θα έπρεπε, ρητή αναφορά ότι ο μισθωτός θα απασχολείται με πενθήμερο επί οκτώ ώρες ημερησίως ή με εξαήμερο επί έξι ώρες και σαράντα λεπτά ημερησίως, και άρα δεν λαμβάνονται υπόψη και τα συμφωνηθέντα μεταξύ ΕΣΗΕΑ & ΕΙΗΕΑ, αλλά και τη φύση και τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος του δημοσιογράφου.
Στο άρθρο 7 της σύμβασης, το οποίο αφορά στους όρους για συμψηφισμό επιδομάτων και λοιπών προσαυξήσεων με αποδοχές υπέρτερες του νόμιμου μισθού, δεν υπάρχει ρητή αναφορά των απαιτήσεων που συμφωνείται ότι συμψηφίζονται. Για παράδειγμα, οι αποδοχές αδείας, το επίδομα αδείας και η αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δεν μπορούν να συμψηφιστούν.
Αποκορύφωμα, σύμφωνα με την επιστολή του Ανδ. Νεφελούδη, «η πρόθεση της εταιρείας να καλλιεργήσει κλίμα τρομοκρατίας στους εργαζόμενους με την εξαντλητική περιγραφή των αξιώσεων της για αποζημίωσή της σε περίπτωση υπαίτιας ζημίας της από τον εργαζόμενο – αξίωση που προβλέπεται εξάλλου στο άρθρο 652 του Αστικού Κώδικα, το οποίο όμως στην παράγραφο 2 θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα του εργοδότη».
Επιπρόσθετα, σημειώνει ο Ανδ. Νεφελούδης, η φράση στον όρο 10.3 της σύμβασης «και να αναλάβει το βάρος της απόδειξης» εντείνει το κλίμα τρομοκρατίας και «πρέπει να απαλειφθεί διότι είναι δυσνόητη και άστοχη, καθώς το βάρος της απόδειξης σε μια διοικητική διαδικασία και σε μια ποινική δίκη φέρει η διοίκηση ή η Δικαστική ή η Ανακριτική Αρχή, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην πολιτική δίκη».
πηγη:tvxs.gr