(έργο του Antonio Berni)
Η λιτότητα σε συνδυασμό με τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, την αυξημένη φορολογία εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας, τη βαθιά ύφεση, την υψηλή ανεργία και τη φτώχεια (ειδικά στην Ελλάδα) θεωρείται η αιτία για τη σοβαρή αύξηση της ανισότητας στον ευρωπαϊκό Νότο. Σύμφωνα με τα ευρήματα των οικονομολόγων, όπως ο Τόμας Πικετί, ο Γουόλτερ Σνάιντερ και άλλοι, σε περιόδους δομικών κρίσεων η ανισότητα μειώνεται και οξύνεται σε φάση ευημερίας. Εντούτοις, ακόμα και όταν η ανισότητα δεν δείχνει μεγάλη μεταβολή, παραμένει περίπλοκη: κι αυτό γιατί εκατομμύρια νοικοκυριά και μεμονωμένα άτομα αλλάζουν εισοδηματική κλίμακα και κοινωνική θέση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ειδικότερα, διαπιστώσαμε ότι ορισμένα τμήματα του πληθυσμού υπέστησαν ριζική αλλαγή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της ζωής τους, αλλά η εικόνα διαφέρει πολύ από αυτήν της συνολικής ανισότητας στη χώρα. Επιπλέον, σε συνθήκες δραστικής μείωσης των εισοδημάτων ακόμα κι αν οι δείκτες της ανισότητας δεν μεταβληθούν, η ίδια η ανισότητα επιδεινώνεται.
Στην Ελλάδα αυτό μεταφράζεται στο ότι η φτώχεια αυξάνεται και πλήττει ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Επίσης, παρατηρήσαμε πως όλα τα ευρήματα για την ανισότητα στηρίζονται σε στοιχεία εισοδηματικά, χωρίς να δίνεται ανάλογη προσοχή στις περικοπές δημοσίων δαπανών, οι οποίες στην περίπτωση της Ελλάδας εκτράχυναν την κατάσταση. Από το 2008 έως το 2014 οι δαπάνες για περίθαλψη, πρόνοια και ανεργία ελαττώθηκαν 29%. Τα νοικοκυριά ξόδεψαν περισσότερα για να αντισταθμίσουν τις περικοπές. Παράγοντας διεύρυνσης της ανισότητας υπήρξε, επιπροσθέτως, η μείωση των μισθών, καθώς στον δημόσιο τομέα ήταν κατά μέσον όρο 9% ενώ στον ιδιωτικό 20%. Διευρύνθηκε, έτσι, το χάσμα ανάμεσα στους μεν και στους δε, που πριν από την κρίση έφτανε στο 35%. Εξάλλου, πολλοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα έχασαν τις θέσεις εργασίας τους, κάτι που δεν συνέβη στο Δημόσιο. Στα χρόνια της κρίσης περίπου 430.000 άτομα, το 7% του πληθυσμού ηλικίας από 20% ώς 60%, που είχαν υψηλή εξειδίκευση, εγκατέλειψαν τη χώρα για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανεργία.
Αυτή η φυγή κατηρτισμένων ανθρώπων θα αποτελέσει στο μέλλον αιτία ανισότητας όχι μόνον στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανάμεσα στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες. Επίσης, διαπιστώσαμε πως η φορολογία επιβάρυνε δυσανάλογα ορισμένα στρώματα της κοινωνίας, καθώς στην Ελλάδα υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Φορολογήθηκε, άλλωστε, βαρύτατα η ακίνητη περιουσία, επιβαρύνοντας δυσανάλογα χαμηλά και μεσαία στρώματα, που διαθέτουν ακίνητα. Η σημαντικότερη αιτία της ανισότητας ήταν, όμως, ο διαχωρισμός των γενεών από τις αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η μείωση της δαπάνης για συντάξεις και κοινωνικές ασφαλίσεις μετά το 2010 δημιούργησε δύο κατηγορίες συνταξιούχων, τους μεν με περισσότερα χρόνια ασφάλισης και υψηλότερες εισφορές και τους δε με λιγότερα, που έχουν και πολύ λιγότερες απολαβές. Ο διαχωρισμός αυτός υπονομεύει το συνταξιοδοτικό σύστημα, ενώ θα αποβεί εις βάρος των νεότερων γενεών.
Εν ολίγοις, η σχέση ανάμεσα στην κρίση και στην ανισότητα πρέπει να αναλυθεί εις βάθος και όχι βάσει μόνον των τυπικών δεικτών ανισότητας.
ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ, Ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και πρώην υπουργός.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ, Αντιπρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. To άρθρο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο www.sociealeurope.eu.