Η μαρτυρία του Γ.Ζ.*
Εργαζόμουν οκτώ χρόνια ως τεχνικός (στο service), αρχικά στα Multirama Καλαμάτας και έπειτα στα Public αφότου μετονομάστηκαν -πρόκειται για τον ίδιο όμιλο. Οι εργασιακές συνθήκες δεν ανταποκρίνονταν ποτέ σε αυτό που είχαμε υπογράψει.
Όταν ξεκίνησα στα Multirama, το 2005, η εταιρεία είχε προσλάβει αρκετό προσωπικό. Μόλις ένα-δυο χρόνια μετά, ξεκίνησαν οι απολύσεις παρόλο που πηγαίναμε καλά και πιάναμε τους στόχους. Στο service, ο στόχος μας ήταν συνήθως 3-4 χιλιάδες ευρώ τζίρο τον μήνα. Μείναμε, έτσι, πολύ λιγότεροι άνθρωποι για ένα κατάστημα 1.000 τετραγωνικών μέτρων που άνοιγε 9 το πρωί και έκλεινε 9 το βράδυ.
Τότε μας ζήτησαν να δουλεύουμε κάποια δωδεκάωρα. Δωδεκάωρα που δε δηλωνόντουσαν πουθενά. Υπήρχε ένα πρόγραμμα εργασίας που δηλωνόταν στην Επιθεώρηση Εργασίας και μας έδειχνε κανονικά με το ρεπό μας και το οκτάωρό μας και ένα διαφορετικό πρόγραμμα που το έβαζαν στον πίνακα ανακοίνωσης, το οποίο μας έδειχνε όλους να δουλεύουμε δωδεκάωρο. Στην αρχή ήταν μικρό το κακό, δηλαδή 2-3 δωδεκάωρα τη βδομάδα. Μετά, όμως, κατόπιν εντολής του Περιφερειακού (υπεύθυνος κάποιων καταστημάτων μαζί), αρχίσαμε τα φουλ δωδεκάωρα, τα οποία όσο περίεργο και να σου φανεί, κράτησαν τρία χρόνια. Τρία χρόνια εργαζόμασταν έξι μέρες, από τις 9 το πρωί έως τις 9 το βράδυ με ένα ρεπό τη βδομάδα, ενώ πληρωνόμασταν για οκτάωρο. Τότε πληρωνόμασταν γύρω στα 850 ευρώ και όταν πιάναμε τον στόχο, ο κάθε τεχνικός έπαιρνε ως bonus το 10% του εκάστοτε στόχου.
Η δικαιολογία για τα δωδεκάωρα ήταν ότι υπάρχει πρόβλημα και ότι πρέπει να βάλουμε πλάτη οι εργαζόμενοι για να μη χάσουμε τη δουλειά μας. Και από πλάτη έγινε απειλή: «Τι; Δεν πιάσατε τον στόχο σας; Όλοι δωδεκάωρα λοιπόν».
Μια φορά μπήκαν κλέφτες και έκλεψαν μερικά Mac μέσα σε αλουμινόχαρτα για να μην χτυπήσει το αλάρμ. Εμείς το δηλώσαμε στον υπεύθυνο και του είπαμε να φωνάξει την αστυνομία γιατί την κλοπή την είχαν καταγράψει οι κάμερες του καταστήματος και υπήρχαν αποδείξεις. Η απάντηση που πήραμε ήταν «Δε θα φωνάξουμε κανέναν. Να προσέχατε. Από αύριο όλοι πάλι δωδεκάωρα» για τιμωρία.
Κάποια στιγμή διαμαρτυρηθήκαμε. Πηγαίναμε στον διευθυντή και ρωτάγαμε «Τι θα γίνει;». Η υπόσχεση που παίρναμε για να μας καλμάρουν λίγο, ήταν ότι κάποια στιγμή σαν bonus, θα μας μπουν τα χρήματα για τα δωδεκάωρα.
Είχαμε λιώσει. Έπαιρνα έναν μισθό, δεν προλάβαινα όμως να πηγαίνω σπίτι μου ούτε να φάω, έτρωγα μόνο φαγητό απ’ έξω μέσα στο service, γυρνούσα να κοιμηθώ και την επόμενη μέρα τα ίδια από την αρχή. Αυτά ίσχυαν σχεδόν σε όλα τα καταστήματα της αλυσίδας. Ψέματα δε θα σου πω. Τρώγαμε όταν θέλαμε και πηγαίναμε ελεύθερα τουαλέτα όποτε χρειαζόμασταν. Αν μας περιόριζαν και αυτά, νομίζω θα καιγόταν το μαγαζί στο τέλος.
Πώς αντέξαμε; Μας κράταγε η καλή πίστη ότι θα τα πληρωθούμε σε μορφή bonus και το ότι μας ζήταγαν να κάνουμε υπομονή γιατί θα προσλαμβάνονταν κι άλλοι εργαζόμενοι. Μετά για 3-4 μέρες θα σταματούσαν τα δωδεκάωρα, αλλά μετά πάλι φουλ δωδεκάωρα. Η ελπίδα μάς κράταγε και η ανάγκη για να πληρώνουμε τα ενοίκια, το φως, το νερό, να έχουμε να φάμε.
Εγώ κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να πάω σε ψυχολόγο γιατί ανέβαζα πίεση και με είχαν πιάσει διάφορα ψυχοσωματικά.
Μια μέρα ήρθε η Επιθεώρηση Εργασίας στο μαγαζί. Όταν ρώτησαν τον συνάδελφο τεχνικό Π.Δ. πόσες ώρες δουλεύει, εκείνος απάντησε: «Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ δωδεκάωρο». Μετά από λίγες μέρες κατέβηκε ο Περιφερειακός και τον απέλυσε.
Κάποια στιγμή άλλαξε ένα μέρος της διοίκησης στο κατάστημα. Τότε κληθήκαμε να υπογράψουμε νέες συμβάσεις υπό το μότο «Ή υπογράφεις ή σπίτι σου» και «παραγράφησαν» τα δωδεκάωρα. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι δε μας τα αναγνώριζαν πια ώστε να τα πληρωθούμε έστω αναδρομικά. Τρία χρόνια τέσσερις ώρες υπερωρίες σχεδόν καθημερινά και μας είπαν έτσι απλά: «Ξεχάστε τα».
Aν δε με απατά η μνήμη μου, υπογράψαμε όλοι τις συμβάσεις. Τα δωδεκάωρα συνέχισαν, αλλά όχι κάθε μέρα. Λίγο αργότερα, το 2012, μεταφερθήκαμε στην κεντρική πλατεία Αριστομένους και μετονομαστήκαμε σε Public.
Στα Public ξεκίνησε το καινούριο σύστημα: Αν έπιανες τον στόχο που σου έθεταν ή αν έκανες υπερωρίες, τα πληρωνόσουν με κουπόνια για το σούπερ μάρκετ.
Επίτρεψέ μου να κάνω μια παρένθεση εδώ. Τα Public μάς έλεγαν ότι αυτόν τον μήνα, ό,τι και να γίνει, στόχος σας είναι να πουλάτε την μάρκα Α. Ερχόταν ο καταναλωτής να αγοράσει ένα λάπτοπ και ενώ εγώ ως τεχνικός ήξερα ότι η καλύτερη μάρκα είναι η Β, είχα εντολή πως εσύ πρέπει να φύγεις με προϊόν της μάρκας Α στη σακούλα σου. Δεν είχαμε καν το δικαίωμα να προτείνουμε το σωστό στον πελάτη. Μέσα στα Public είναι και η Wind και είχαμε εντολή, πάση θυσία ο πελάτης να φύγει έχοντας υπογράψει συμβόλαιο στη Wind.
Λίγο καιρό μετά, εγώ είπα στον διευθυντή μου ότι δεν αντέχω άλλο και απολύθηκα μετά από κοινή μας συμφωνία ώστε να πάρω την αποζημίωση.
Μερικούς μήνες πριν την απόλυσή μου είχα χάσει τον πατέρα μου και ζήτησα δύο μισθούς που δικαιούμουν για να καλυφθούν τα έξοδα της κηδείας του. Αυτά τα χρήματα μετά τα κράτησαν από την αποζημίωσή μου κατά την απόλυση. Και όταν πια μπήκαμε σε δικαστική διαμάχη, σε μία συνομιλία με τη δικηγόρο μας της το χτύπησαν. Της είπαν, «εμείς όταν χρειάστηκε χρήματα για τον πατέρα του, δεν του τα δώσαμε;». Λες και μου τα χάρισαν, λες και δεν τα είχα δουλέψει.
Φεύγοντας, τους ενημέρωσα ότι θα κινηθώ δικαστικά για τα απλήρωτα δωδεκάωρα χρόνων.
Στο δικαστήριο
Πράγματι, ο Γ.Ζ. και άλλοι δύο εργαζόμενοι των Public Καλαμάτας και Πάτρας αποφάσισαν τελικά το 2014 να κινηθούν δικαστικά, διεκδικώντας με ομαδική αγωγή τα δεδουλευμένα τους από την εταιρεία. Στην πορεία τούς ακολούθησαν κι άλλοι τρεις συνάδελφοί τους.
Το πρώτο τους μέλημα, εύλογα ήταν να μαζέψουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τα λεγόμενά τους. «Το πρώτο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να φέρουμε μάρτυρες, πρώην συναδέλφους, που ναι μεν δεν ήταν στην αγωγή, αλλά δε θα είχαν πρόβλημα να καταθέσουν. Αυτό έγινε. Το δεύτερο που χρειαζόμασταν ήταν τα προγράμματα από τον πίνακα ανακοινώσεων με τις δωδεκάωρες βάρδιές μας. Δεν είχαμε προνοήσει να τα κρατήσουμε, αλλά όλως τυχαίως ένα παιδί τα είχε βγάλει φωτογραφία οπότε λύθηκε και αυτό. Το τρίτο και βασικότερο ήταν τα αποδεικτικά από τις 5-6 επισκέψεις της Επιθεώρησης Εργασίας. Εκεί είχαμε πρόβλημα γιατί επικαλέστηκαν “προσωπικά δεδομένα”. Χρειάστηκε να βγει εισαγγελική παραγγελία για να μας παραδώσει τελικά η Επιθεώρηση τα έγγραφα» περιγράφει στην τηλεφωνική μας συνομιλία ο πρώην εργαζόμενος των Public, Γ.Ζ.
Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 30 Μαΐου 2017 στο τμήμα εργατικών διαφορών του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στις 8 Νοεμβρίου 2017, οι εργαζόμενοι κέρδισαν τον αγώνα τους. Με την απόφαση 1761/2017, το δικαστήριο τους δικαίωσε, υποχρεώνοντας την εταιρεία να καταβάλει το σύνολο των δεδουλευμένων συν τους τόκους. Αυτό που διεκδικούσαν οι εργαζόμενοι, αλλά δεν τους το αναγνώρισε το δικαστήριο ήταν η αποζημίωση για οδοιπορικά για εκπαιδευτικά ταξίδια στην Αθήνα.
«Χάρηκα πάρα πολύ γιατί είδα ότι έπιασαν τόπο οι κόποι μας και ότι οποιοσδήποτε δουλεύει παραπάνω από όσο έχει συμφωνήσει, έχει τη δυνατότητα να βρει το δίκιο του και αυτό πρέπει να το ξέρουν κι άλλοι εργαζόμενοι» μου λέει ο Γ.Ζ. για την πρώτη του σκέψη μετά το άκουσμα της ετυμηγορίας.
«Η εταιρεία θέλει να τους ρίξει το ηθικό» – «Μοχθήσαμε και δε θα τους τα χαρίσουμε»
Ένα μέρος του ποσού κρίθηκε προσωρινά εκτελεστό, δηλαδή με απλά λόγια, η εταιρεία κλήθηκε να το καταβάλει αμέσως στους πρώην εργαζομένους της που κέρδισαν το δικαστήριο. Μέχρι τη στιγμή που γράφεται το ρεπορτάζ, αυτό δεν έχει συμβεί καθώς η εταιρεία «αρνείται να δώσει τα χρήματα, ενώ αναμένεται να ασκήσει έφεση». Σύμφωνα με τον Γ.Ζ., «Μας πρότειναν προφορικά έναν συμβιβασμό που τον κρίναμε εξευτελιστικό για εμάς και δεν τον δεχτήκαμε. Αντιπροτείναμε να μας δώσουν τα δεδουλευμένα μας και να τους χαρίσουμε τους τόκους, αλλά οι δικηγόροι τής εταιρείας δεν το δέχτηκαν. Ήμασταν ψύχραιμοι και με όλη την καλή διάθεση να έρθουμε σε συμφωνία με την εταιρεία για το πότε θα μας δοθούν τα χρήματα, αλλά δεν αντέχουμε άλλο και αποφασίσαμε να μιλήσουμε για ό,τι συμβαίνει, προς τα έξω».
Σύμφωνα με τη δικηγόρο των πρώην εργαζομένων των Public, Λαμπρινή Κυρίτση, «Η εταιρεία (ως Multirama) έχει καταδικαστεί και το 2013 για απλήρωτα δεδουλευμένα και υπερωριακή απασχόληση, καθώς και το 2014, ενώ εκκρεμούν κι άλλες παρεμφερείς υποθέσεις εις βάρος των Public αυτή τη στιγμή».
«Θεωρώ ότι η απόφαση του δικαστηρίου δικαιώνει τους πρώην εργαζομένους και είμαι ικανοποιημένη. Ήταν ένας πολύ δύσκολος αγώνας γιατί είναι μεγάλα καταστήματα και μεγάλος όμιλος και ήθελε πολύ κόπο για να βρούμε τους μάρτυρες και τα έγγραφα που αποτέλεσαν το αποδεικτικό υλικό. Ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις στους μάρτυρες από την εταιρεία. Τώρα περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με την καθυστέρηση της πληρωμής ως προς τα προσωρινώς εκτελεστά ποσά των απολυμένων. Η εταιρεία θέλει να τους αναγκάσει να προβούν σε κατάσχεση. Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερα έξοδα και μεγαλύτερη ταλαιπωρία και έτσι θεωρεί ότι θα τους ρίξει το ηθικό και θα τους αποθαρρύνει» εξηγεί η δικηγόρος.
«Μοχθήσαμε και δε θα τους τα χαρίσουμε σε καμία περίπτωση» λέει με σιγουριά ο Γ.Ζ. «Κάποιοι μου έγραψαν στο Facebook, “Μα δεχόσασταν τέτοια πράγματα; Αναξιόπιστο μου ακούγεται.” Μα, φοβάσαι να φύγεις, γιατί θα χάσεις και ό,τι σου χρωστάνε. Πώς θα γεμίσεις το ψυγείο σου και πώς θα πας στον γιατρό τα παιδιά σου;» απαντάει ο τεχνικός, που σήμερα έχει το δικό του μαγαζί και όπως τονίζει από μόνος του, φροντίζει να είναι τύπος και υπογραμμός απέναντι στους δικούς του εργαζομένους ως προς την ασφάλιση, τους μισθούς και τα ρεπό του
Αναδημοσιευση .https://www.thepressproject.gr
Ρεπορτάζ της Τζένης Τσιροπούλου