της Μαρίας Καραμεσίνη*
Με τη βαθιά διαρθρωτική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, από την οποία αγωνιζόμαστε ως κοινωνία να εξέλθουμε με τεράστιες πληγές στο κοινωνικό σώμα, πολύ οδυνηρότερες για τα πιο αδύναμες κοινωνικές τάξεις και στρώματα, η ελληνική οικονομία πέρασε το τρίτο και σοβαρότερο κύμα αποβιομηχάνισης, μετά από αυτά των αρχών των δεκαετιών 1980 και 1990.
Ωστόσο, αργά και σταθερά, τα τελευταία χρόνια κάτι ενδιαφέρον συντελείται, που μπήκε πρόσφατα στο μικροσκόπιο με τη δημόσια συζήτηση για την αναπτυξιακή στρατηγική της μεταμνημονιακής εποχής. Η επανεκκίνηση της βιομηχανίας την προηγούμενη τριετία και η ένταξη μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων του τομέα στις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και αυτές του αναπτυξιακού νόμου, δημιουργούν για πρώτη φορά ελπίδες για μια αντιστροφή της μακροχρόνιας τάσης αποβιομηχάνισης, που πριν λίγο καιρό έμοιαζε μονόδρομος. Η κυβέρνηση εντάσσει την μεταποίηση στον αναπτυξιακό σχεδιασμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, ενώ οι επιχειρηματικοί φορείς, ύστερα από πολλές δεκαετίες, διεκδικούν μια ολοκληρωμένη βιομηχανική στρατηγική.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το υφεσιακό σοκ του 2008 σηματοδότησε την απαρχή του τρίτου κύματος αποβιομηχάνισης της ελληνικής οικονομίας στα τελευταία σαράντα χρόνια και εγκαινίασε μια μακρά περίοδο αποεπένδυσης. Με τη συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού, το κλείσιμο επιχειρήσεων και τις απολύσεις εργαζομένων, μεταξύ 2008 και 2014 η μεταποίηση μείωσε κατά 30% τον όγκο του παραγόμενου προϊόντος και κατά 42% τον αριθμό των εργαζομένων στον τομέα ή κατά 228,5 χιλιάδες. Ταυτόχρονα ο βαθμός χρησιμοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων έπεσε αισθητά και έφθασε στο κατώτατο σημείο (65%) το 2015, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου οι επενδύσεις που γίνονταν στον τομέα δεν επαρκούσαν για να αναπληρώσουν τις αποσβέσεις των παγίων.
Το 2015 εγκαινιάζει την αντιστροφή της τάσης και ως προς το παραγόμενο προϊόν και ως προς την απασχόληση στη μεταποίηση. Σε μία τριετία, ο όγκος του πρώτου, σε όρους προστιθέμενης αξίας, αυξήθηκε κατά 15%, ενώ ο αριθμός εργαζομένων κατά 13%.
Η μεγέθυνση της παραγωγής την τελευταία διετία καθορίστηκε περισσότερο από την εξωτερική αλλά και από την εγχώρια ζήτηση, σύμφωνα με τον Δείκτη Κύκλου Εργασιών στη Βιομηχανία. Πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, έδειξε επίσης ότι την τελευταία διετία ανέκαμψαν τόσο ο βαθμός χρησιμοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων όσο και οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Εξάλλου, τα στοιχεία για τα υποβληθέντα επιχειρηματικά σχέδια προς χρηματοδότηση από τον Νέο Αναπτυξιακό νόμο δείχνουν, ότι άνω του 50% των αιτήσεων υπάγονται στους κλάδους της βιομηχανίας, ενώ επίσης παρατηρείται έντονη δραστηριότητα εξαγορών, εισόδου ή αύξησης της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο ελληνικών επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές. Τέλος, ο ρυθμός των συνολικών επενδύσεων υπερέβη για πρώτη φορά το ρυθμό αποσβέσεων αντιστρέφοντας την προηγούμενη διαδικασία αποεπένδυσης.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της απασχόλησης, η δημιουργία στον τομέα της μεταποίησης 42 χιλιάδων επιπρόσθετων θέσεων εργασίας μεταξύ 2014 και 2017 συνεισέφερε κατά 25% στη συνολική καθαρή αύξηση της απασχόλησης στην οικονομία την ίδια τριετία, κάτι που πέρασε εντελώς απαρατήρητο και ασχολίαστο από την ειδησεογραφία. Οι κλάδοι που πρωτοστάτησαν στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ήταν οι βιομηχανίες τροφίμων, προϊόντων διύλισης πετρελαίου, πλαστικών και μεταλλικών προϊόντων.
Έκπληξη αποτελούν οι κλάδοι της κλωστοϋφαντουργίας, του έτοιμου ενδύματος και του δέρματος, στους οποίους η χώρα είχε χάσει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα ήδη από τη δεκαετία του 1990. Στους κλάδους αυτούς η απασχόληση αυξήθηκε καθαρά κατά 12 χιλιάδες θέσεις, ενώ για πρώτη φορά παρατηρήθηκαν ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό. Το ζήτημα των ελλείψεων έχει παρατηρηθεί σε πολλούς κλάδους της μεταποίησης και αφορά τόσο συγκεκριμένες επαγγελματικές ειδικότητες όσο και κατάλληλες δεξιότητες σε συγκεκριμένα επαγγέλματα. Οι απώλειες σε τεχνικές γνώσεις ως αποτέλεσμα των απολύσεων της περιόδου 2008-2014 και προγενέστερων φάσεων αποβιομηχάνισης αλλά και της δομικής αδυναμίας της δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, του επί δεκαετίες φτωχού συγγενούς της γενικής εκπαίδευσης, να συνδεθεί επαρκώς με τις ανάγκες του παραγωγικού συστήματος, έχουν δημιουργήσει τις παραπάνω ελλείψεις που μπορεί να αποτελέσουν τροχοπέδη στην περαιτέρω επέκταση της μεταποίησης. Απαιτείται σοβαρή προσπάθεια στον τομέα αυτό, όπως και στον ουσιαστικό ανασχεδιασμό του συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης των ανέργων, των οποίων η επαγγελματική εμπειρία στην μεταποίηση θα μπορούσε να συνδυαστεί με την επικαιροποίηση και βελτίωση γνώσεων και δεξιοτήτων.
Σύμφωνα με το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, η μεταποίηση αποτελεί έναν από τους 10 τομείς-κλειδιά για την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Σημειωτέον ότι και η Ε.Ε. δίνει πλέον μεγάλη έμφαση στη βιομηχανία, έχει θέσει ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής της στο ΑΕΠ στο 20% έως το 2020 και συζητεί την αναμόρφωση της βιομηχανικής της στρατηγικής. Την ίδια στιγμή ο ΣΕΒ ζητεί από την κυβέρνηση την υιοθέτηση αντίστοιχου εθνικού στόχου στο 12% του ΑΕΠ από 9% σήμερα. Είναι προφανές ότι η διαθεσιμότητα του κατάλληλου εργατικού δυναμικού αλλά και οι όροι αμοιβής, απασχόλησης και εργασίας τους θα αποτελέσουν κομβικά θέματα διαβούλευσης το επόμενο διάστημα σε συνδυασμό με τις υπό εξέλιξη θεσμικές αλλαγές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Το νέο παραγωγικό μοντέλο, στο οποίο πλέον αναγνωρίζεται από όλους ότι η μεταποίηση θα πρέπει να έχει κεντρικότερο ρόλο, απαιτεί τη διαμόρφωση μιας εργατικής τάξης με αναβαθμισμένα δικαιώματα και αξιοπρεπείς όρους εργασίας, σε συνδυασμό με γνώσεις και δεξιότητες που αντιστοιχούν στις νέες τεχνολογικές συνθήκες και τις οργανωτικές αλλαγές που θα δημιουργηθούν από τις νέες επενδύσεις στον τομέα αυτό.
* Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ.
ΠΗΓΗ: documentonews.gr