Με αφορμή την «Πανεθνική Ημέρα Δράσης»
Λίγο πριν την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια επέλεξαν να κάνουν την πρώτη τους «εμφάνιση», ως «Κοινωνική Συμμαχία», ετερόκλητες (από κοινωνική άποψη) δυνάμεις, στο πλαίσιο της «Πανεθνικής Ημέρας Δράσης».
Έτσι βαφτίστηκε η απεργία της 30ης Μαΐου, στην οποία ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ θα συμπορευτούν με εργοδοτικές οργανώσεις (ΓΕ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Εθνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, Δικηγορικός Σύλλογος, ΤΕΕ, Οικονομικό Επιμελητήριο, Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος), «ενάντια σε λιτότητα, ανεργία, υπεροφορολόγηση».
Ένα πρώτο στοιχείο που ξενίζει είναι ακριβώς αυτή η αναίρεση της βασικής αρχής της συνδικαλιστικής συγκρότησης: δεν πρόκειται για μία συμμαχία με βάση τα κοινά «υλικά συμφέροντα», (επαγγελματική – κλαδική ιδιότητα κ.λπ.) αλλά, μοιάζει με μία ιδεολογικού τύπου (αρκετά εύγλωττο το «πανεθνική») πρωτοβουλία με σαφές αντικυβερνητικό πρόσημο.
Ασφαλώς και δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τα αιτήματα ενάντια στη λιτότητα και τις συνέπειες της οκταετούς εφαρμογής της είναι ανεπίκαιρα. Ωστόσο, η επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων (θα έπρεπε να) οριοθετεί εκ νέου τις κοινωνικές δυνάμεις, σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της «πανεθνικής κοινωνικής συμμαχίας» εργαζομένων και εργοδοσίας.
Δηλαδή, αν στην περίοδο που η κρίση έπιασε «ταβάνι», είχε νόημα μία «λαϊκομετωπική» λογική απόκρουσης των πολιτικών ύφεσης, σήμερα, σε μία χρονική συγκυρία που φαίνεται μία σαφής αναπτυξιακή προοπτική, η «σύγκρουση» ξαναμπαίνει στην ημερήσια διάταξη: από τη μία, η αύξηση του κατώτατου μισθού, για την οποία το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να πιέσει την κυβέρνηση, ώστε να τηρήσει τη δέσμευσή της ενώ, επίσης, όλες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να βάλουν στην ατζέντα την προοπτική κατάργησης της μεγάλης αδικίας που ονομάζεται «υποκατώτατος μισθός» για τους νέους κάτω των 25 ετών. Κάτι που, ασφαλώς, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των εργοδοτών, γι’ αυτό άλλωστε και δεν προτάσσεται στο πλαίσιο της 30ης Μαΐου.
Από την άλλη, οι συλλογικές συμβάσεις που θα προκύψουν μετά το καλοκαίρι θα είναι πεδίο αντιπαράθεσης των συνδικάτων των εργαζομένων με τους εργοδοτικούς φορείς, αντιπαράθεση η οποία θα καταλήξει στο ένα ή το άλλο αποτέλεσμα συμβιβασμού. Ως εκ τούτου, η αμυντική στάση των προηγούμενων ετών, από την πλευρά του κόσμου της Εργασίας, πρέπει να αντικατασταθεί από μία επιθετική διεκδίκηση χειροπιαστών αποτελεσμάτων, ώστε να ανακτηθούν μερικά από όσα χάθηκαν την προηγούμενη οκταετία. Και εδώ είναι προφανής η αντίθεση με τους εκπροσώπους ακόμα και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, οι οποίοι, ωστόσο, φαίνεται να συναινούν στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Δεν έχει περάσει άλλωστε, μεγάλο διάστημα από την ημέρα που οι εργοδοτικές οργανώσεις (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ) δημοσιοποίησαν επιστολή προς την υπουργό Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, ζητώντας ουσιαστικά να καταργηθεί η δυνατότητα προσφυγής της εργατικής πλευράς στη διαιτησία (ΟΜΕΔ), στην περίπτωση που δεν έχει τη συναίνεσή τους (από το εργοδοτικό μέτωπο διαφοροποιήθηκε την επομένη η ΕΣΕΕ, τονίζοντας ότι η απόφαση του ΣτΕ δεν απαγορεύει να τίθενται χρονικοί ή ποσοτικοί περιορισμοί στην άσκηση της μονομερούς προσφυγής» και αξιώνοντας « να μην υπάρχει η δυνατότητα για μονομερή προσφυγή περισσότερες από μία φορά ανά τριετία»).
Παρ’ όλα αυτά, η – όπως θα τη λέγαμε με παραδοσιακούς όρους- συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δηλαδή οι ηγεσίες των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, επιλέγουν σε αυτή τη συγκυρία να καλέσουν σε συστράτευση με φρασεολογία και συνθήματα που θυμίζουν… ΣΕΒ («υπερφορολόγηση»), αντί να εκφράσουν τα συμφέροντα των κοινωνικών δυνάμεων που- θα έπρεπε να- εκπροσωπούν.
Ακόμα περισσότερο ξενίζει το γεγονός ότι αυτή η «συμμαχία» δρομολογείται την ώρα που ο κόσμος της Εργασίας παραμένει εκτός του οργανωμένου «παιχνιδιού» και μάλιστα σε μία περίοδο που θα έπρεπε, όπως προαναφέραμε, να έχει τον πρώτο λόγο στην επόμενη ημέρα της, κατά την κυβέρνηση, «δίκαιης ανάπτυξης»:
Η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι εξαιρετικά χαμηλή, καθώς η ΓΣΕΕ δεν εκπροσωπεί παρά ένα ελάχιστο ποσοστό εργαζομένων οι οποίοι συμμετέχουν στα συνδικάτα, κάτω από 10%, ενώ αφήνει συνειδητά «στην απ’ έξω», χωρίς δηλαδή συνδικαλιστική εκπροσώπηση, ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους επισφαλώς εργαζόμενους, όπως οι εργολαβικοί). Μπροστά σε αυτήν την ανεπάρκεια σπεύδει με αμηχανία να διαφημίσει μία συμμαχία με εργοδοτικές δυνάμεις, στην οποία κάθε άλλο παρά ισχυρή είναι η πλευρά των δυνάμεων της Εργασίας.
Την ώρα που η κυβέρνηση, με την κριτική που ασφαλώς πρέπει να της γίνει για υποχωρήσεις, καθυστερήσεις, αδυναμίες, θέτει ως προτεραιότητα τις ανάγκες του κόσμου της Εργασίας στην επόμενη ημέρα και επιχειρεί να θέσει τη διαχωριστική γραμμή με τη νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση, η οποία επαναφέρει τις πάγιες ονειρώξεις του Κεφαλαίου (ακόμα μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, outsourcing παντού, αμφισβήτηση της «κανονικότητας» του 8άωρου, μείωση των εργοδοτικών εισφορών κ.α.), βλέπουμε μία συνδικαλιστική γραφειοκρατία να σύρεται αδύναμη πίσω από αιτήματα και πλατφόρμες που θυμίζουν περισσότερο ένα… κεντροδεξιό πολιτικό σχήμα παρά μία πρωτοβουλία με πραγματικές κοινωνικές αναφορές.
Ασφαλώς, η ταξική πάλη είναι πανταχού παρούσα και τα ίδια τα επίδικα της εποχής (μείωση της ανεργίας όχι γενικά και αόριστα αλλά με αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, περιορισμός της μαύρης και μερικώς αδήλωτης εργασίας, επαναφορά εργασιακών δικαιωμάτων, αυξήσεις μισθών, πάταξη της εργοδοτικής αυθαιρεσίας) θα ξεπεράσουν κάθε «διαταξική» προσπάθεια, η οποία μοιάζει να εξυπηρετεί κυρίως συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες…
ΥΓ Εννοείται ότι δεν προκρίνεται η μη συμμετοχή στην απεργία. Αντίθετα, στόχος θα έπρεπε να είναι να δοθεί ένα άλλο περιεχόμενο στις κινητοποιήσεις αυτές, περιεχόμενο το οποίο να ανταποκρίνεται στις υπαρκτές ταξικές διαφορές και να προτάσσει τα συμφέροντα των εργαζομένων…
ΠΗΓΗ:http://www.left.gr/news/koinoniki-symmahia-kai-alles-istories-tis-syndikalistikis-grafeiokratias