Η εκτεταμένη δραστηριοποίηση εργολάβων σε όλο το φάσμα των επιχειρήσεων (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) είναι κάτι γνωστό εδώ και δεκαετίες για τη μισθωτή εργασία στη χώρα μας. Αυτό που είναι, επίσης, γνωστό, είναι το ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο για τις εργολαβίες, που αφήνει τεράστιες τρύπες για τα εργασιακά δικαιώματα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη δίνη των γεγονότων της τελευταίας τριετίας έχει αφήσει έξω από το κάδρο των μεταρρυθμίσεων και παρεμβάσεων αυτόν τον τύπο εργασίας. Για να είμαστε πιο ακριβείς, στο δημόσιο τομέα έχουν παρθεί πολύ σοβαρές πρωτοβουλίες για να αντικατασταθούν οι «αετονύχηδες» εργολάβοι -και το σκλαβοπάζαρο που δημιουργούν όπου δραστηριοποιούνται- από σχέσεις μισθωτής εργασίας, χωρίς ενδιάμεσους αλλά με απευθείας ανάθεση έργου σε εργαζόμενους-ες. Είδαμε όλοι τη λυσσαλέα αντίδραση των κυκλωμάτων, τα οποία απαρτίζονται από σχετικά λίγες εργολαβικές εταιρίες που επιβίωναν παρασιτικά, εξυπηρετούμενες από τις διασυνδέσεις με το παλιό πολιτικό προσωπικό και εκμεταλλευόμενες εργαζόμενους, κυρίως έλληνες-ελληνίδες βασικής εκπαίδευσης, καθώς και μετανάστες. Οι εργασίες, που δεν είναι ελκυστικές για κανέναν (καθαριότητα, φύλαξη και βαριά παραγωγική διαδικασία), έγιναν πεδίο δόξης λαμπρό για κείνους που κλείνουν τις δουλειές τους με το «κεφάλι».
Σήμερα που φαίνεται ότι η οικονομία ανακάμπτει, ότι η κοινωνία αρχίζει να στέκεται όρθια και ότι η κρίση δείχνει σημάδια υποχώρησης, είναι η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε σαν κοινωνία για το είδος των εργασιακών σχέσεων που θέλουμε. Είναι η στιγμή που πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να βάλουμε φρένο στους εργολάβους και στην εκμετάλλευση των εργαζομένων.
Μέχρι τώρα έχουν ιδιωτικοποιηθεί μεγάλες και εμβληματικές επιχειρήσεις, όπως ο ΟΛΠ και ο ΟΛΘ, οι οποίες δεν είχαν εκτεταμένο δίκτυο εργολαβιών και όσων αφορά στις βασικές τους δραστηριότητες (διακίνηση φορτίων, φορτοεκφόρτωση και γενικά λιμενικές υπηρεσίες) εξέλιπαν εντελώς. Πρόκειται για οργανωμένους εργασιακά χώρους, με μαζικά και αποτελεσματικά συνδικάτα και επιπλέον οι αμοιβές των εργαζόμενων είναι σε αξιοπρεπή επίπεδα, παρά τις μειώσεις των μνημονιακών νόμων. Το ίδιο ισχύει και για τα ΕΛΠΕ, με τη διαφορά ότι στα διυλιστήρια δραστηριοποιούνται χρόνια τώρα εργολάβοι με αρκετά μεγάλο αριθμό εργαζόμενων. Έτσι, έχουμε το φαινόμενο εργαζόμενων δύο ταχυτήτων.
Οι ευθύνες
Για όλη αυτήν την κατάσταση, οι ευθύνες των συνδικάτων είναι υπαρκτές, αφού είτε δεν έβαλαν σοβαρά αναχώματα (στην καλύτερη περίπτωση), είτε μπήκαν στον πειρασμό και έκαναν συνδιαλλαγές (στη χειρότερη περίπτωση) για προσωπικό όφελος ή για παραταξιακούς λόγους, δημιουργώντας πελατειακές σχέσεις και εξαρτήσεις. Οι μεγαλύτερες, όμως, ευθύνες βαραίνουν τις προηγούμενες κυβερνήσεις, που όχι μόνο δεν ανέκοψαν τις ορέξεις του κεφαλαίου, αλλά ούτε δημιούργησαν νομοθετικές δικλείδες ασφαλείας. Επιπλέον, εξυπηρέτησαν την εκλογική τους πελατεία (καθώς έτσι αντιμετώπιζαν τους έλληνες ψηφοφόρους).
Η σημερινή κυβέρνηση, όμως, έχει διπλή ευθύνη, γιατί από τη μια εκλέχτηκε για να βγάλει το λαό μας από το τέλμα (κοινωνικό και οικονομικό), και από την άλλη της έλαχε να περάσει από τις συμπληγάδες του μνημονίου που ξόρκιζε. Τι σημαίνει αυτό; Ότι παρότι αναγκάζεται να ιδιωτικοποιεί δημόσιες επιχειρήσεις (και το υλοποιεί σαφώς με καλύτερους όρους για το δημόσιο συμφέρον από τις προηγούμενες κυβερνήσεις), οφείλει να εξασφαλίζει όρους και προϋποθέσεις για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και τις εργασιακές σχέσεις. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ή αυτές που είναι δρομολογημένο να ιδιωτικοποιηθούν, χαρακτηρίζονται από σταθερές εργασιακές σχέσεις και οργανωμένα συνδικάτα, είναι εξαιρετικά κρίσιμο όχι μόνο για τους εργαζόμενους, αλλά και για την ελληνική οικονομία και τα ασφαλιστικά ταμεία, να παραμείνουν εργασιακές «οάσεις» και να ξεφύγουν της «ερήμωσης» που φέρνει το δαιδαλώδες σύστημα των εργολάβων.
Όμως για να μπορέσουμε να οριοθετήσουμε την εργολαβία, πρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει. Εργολαβία είναι η ανάληψη ενός συγκεκριμένου έργου με συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, που σίγουρα δεν μπορεί να πρόκειται για καμία από τις βασικές υπηρεσίες ή τα βασικά αντικείμενα δραστηριότητας μιας επιχείρησης. Για παράδειγμα, θα ήταν παράλογο μια επιχείρηση που κατασκευάζει υποδήματα να αναθέσει σε εργολάβο την παραγωγή υποδημάτων. Μπορεί, ωστόσο, να αναθέσει σε εργολάβο την επέκταση μιας παραγωγικής μονάδας, γιατί δεν διαθέτει τεχνογνωσία και εξειδικευμένο προσωπικό για να το υλοποιήσει. Μια άλλη διάσταση, η οποία είναι και σύμφωνη με το Σύνταγμα, είναι η ευθύνη τόσο του άμεσου (εργολάβου) όσο και του έμμεσου (επιχείρηση) εργοδότη. Πολλές μεγάλες επιχειρήσεις συνεργάζονται με εργολάβους όχι μόνο για μεγαλύτερη κερδοφορία, αλλά και γιατί δεν θέλουν να έχουν καμιά ευθύνη για το προσωπικό που απασχολούν στο χώρο τους. Μεταθέτουν έτσι τις ευθύνες στους εργολάβους, ενώ κρατούν για τον εαυτό τους το καλό όνομα και την αστραφτερή εικόνα και κομπορρημονούν ότι έχουν δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας. Δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες η ίδια η εταιρεία κρύβεται πίσω από τις προσλήψεις εργολαβικών εργαζόμενων, χρησιμοποιώντας ως βιτρίνα αχυρανθρώπους-εργολάβους. Τα τρανταχτά παραδείγματα πολλά, όπως ΟΤΕ, COSCO, τραπεζικοί όμιλοι κ.α. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς είναι δυνατόν μια εταιρία να παρέχει το χώρο εργασίας και τα μέσα παραγωγής (ακριβά και πολύπλοκα μηχανήματα τις περισσότερες φορές) και να μην αναγνωρίζει ως εργοδότης τους εργαζόμενους και τις ευθύνες που του αναλογούν; Πόσο σοβαροί μπορεί να λογίζονται αυτοί οι επενδυτές; Με όλες αυτές τις πρακτικές, η εργασία παύει να είναι ένας από τους παραγωγικούς συντελεστές και μετατρέπεται σε κόστος (μισθολογικό κόστος) που πρέπει να μειωθεί, για να αυξηθεί η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης.
Κλειδί η νομοθέτηση μέτρων
Υπάρχουν τρόποι όχι μόνο να μην προχωρήσει η εργολαβία σε τέτοιες μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά να υποχωρήσει ακόμη κι εκεί που είναι καθεστώς χρόνια τώρα. Το κλειδί βρίσκεται στη νομοθέτηση μέτρων, που, από τη μια πλευρά, είναι συμβατά με τις νεοφιλελεύθερες επιταγές της Ευρώπης, αλλά, από την άλλη, θα βάζουν σοβαρούς κανόνες και όρους εκεί που χρειάζεται. Υπάρχουν και σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο παραδείγματα χωρών, στις οποίες παρότι λειτουργούν εργολαβικές επιχειρήσεις ή εταιρείες παροχής προσωπικού, έχουν θεσμοθετηθεί ρυθμίσεις, που είτε περιορίζουν τη δραστηριότητα αυτών, είτε δημιουργούν ίδιες συνθήκες για όλους τους εργαζόμενους. Η απουσία σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων δημιουργεί τις ευνοϊκότερες προϋποθέσεις ασυδοσίας για τους κερδοσκόπους. Η αδιαπραγμάτευτη τήρηση ίδιων κανόνων για όλους, είτε εργολαβικούς είτε απευθείας εργαζόμενους της κύριας επιχείρησης, είναι ένα πρώτο βήμα.
Χρειάζεται σχέδιο, συνείδηση και πείσμα
Κατά πόσο, όμως, είναι εύκολο σε μνημονιακή ή έστω μεταμνημονιακή (ελαφρυμένης εποπτείας;) περίοδο να προστατευτεί η εργασία και ο εργαζόμενος; Χρειάζονται συντονισμένες ενέργειες και βαθιά πεποίθηση ότι η σταθερή απασχόληση είναι η μόνη εγγύηση για να βγει η κοινωνία από τον πάτο του βαρελιού. Χρειάζεται πείσμα για να μην καταλήξουν οργανωμένοι κλάδοι εργαζομένων στα χέρια των εργολάβων και των πατρόνων. Χρειάζεται συνείδηση ότι η σημερινή κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αναπαραγάγει το παρασιτικό μοντέλο «επιχειρηματικότητας» που έφερε τους εργαζόμενους στην εξαθλίωση. Θα είναι καταστροφικό με τούτη την κυβέρνηση να δούμε στις επιχειρήσεις που ουσιαστικά εκμεταλλεύονται δημόσιες υποδομές και εξυπηρετούν δημόσιες υπηρεσίες, να ξεφυτρώσουν εργολάβοι διαπλεκόμενοι με την παλιά φρουρά πολιτικών κομμάτων, απομυζώντας με τεράστια κέρδη εργαζόμενους και δημόσιο συμφέρον. Τα συνδικάτα με τη σειρά τους οφείλουν να αναδείξουν τις πτυχές αυτού του ζητήματος και να διεκδικήσουν ακόμα και την κατάργηση των εργολαβιών. Έτσι, αφενός, θα ανακτήσουν το χαμένο ηθικό τους πλεονέκτημα, αναβαθμίζοντας τον παρεμβατικό τους ρόλο μέσα στην κοινωνία και, αφετέρου, θα εμπνεύσουν τους εργαζόμενους, ειδικά τους νέους και τις νέες, να ενταχθούν σε αυτά και να παλέψουν για ένα καλύτερο αύριο για τον κόσμο της εργασίας.
Μαριάννα Κούρτα
Πηγή: Η Εποχή