Η φθηνή εργασία και η απαξίωση του εργατικού συνδικαλισμού ως «κανονικότητα»

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η φθηνή εργασία και η απαξίωση του εργατικού συνδικαλισμού ως «κανονικότητα»
Σέβη Στάικου
Απόφοιτη Οικονομικών Επιστημών, MSc Πολιτιστικής Διαχείρισης, μέλος ΔΣ Εργατικού Κέντρου Αθήνας από το χώρο του ΟΤΕ

Ο αυτοπροσδιορισμός κάθε πολιτικής δύναμης είναι βεβαίως κεκτημένο δικαίωμα. Μπορεί, για παράδειγμα, ελεύθερα η ΝΔ να υιοθετεί το δόγμα «να γίνουμε Ευρώπη» ή να αυτοαποκαλείται «πραγματική ευρωπαϊκή παράταξη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας. Σε μια σειρά από ζητήματα, όπως το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, η ελευθερία του Τύπου ή το εργατικό δίκαιο, η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο δεν συγκλίνει αλλά διαρκώς απομακρύνεται από το ευρωπαϊκό status quo.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η ικανότητα της κυβέρνησης να ελίσσεται και να εξαπατά όταν υποχρεώνεται να εφαρμόσει ένα μίνιμουμ φιλεργατικό πλαίσιο. Όταν πρόκειται για αντικοινωνικές, αντιλαϊκές Οδηγίες της ΕΕ, όπως συνέβη, για παράδειγμα, την περίοδο των Μνημονίων, όταν πρόκειται να ευνοήσει το μεγάλο κεφάλαιο και να διευρύνει τις ανισότητες, η ΝΔ σπεύδει να νομοθετήσει, καθώς –αλίμονο!– ηγεμονεύει ο νεοφιλελεύθερος εαυτός της. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ούτε τα «Γερούν, γερά», ούτε τη δόξα που δεν ήθελαν να τους πάρει η Τρόικα όταν έκλειναν δημόσια νοσοκομεία, εφάρμοζαν τον υποκατώτατο μισθό ή αφαιρούσαν από τα συνδικάτα το δικαίωμα να διαπραγματεύονται τα ίδια το ύψος του κατώτατου μισθού. Όταν όμως έρχεται η ίδια ΕΕ να προτρέψει τις χώρες να βελτιώσουν τους μισθούς και την κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις (για λόγους που θα άξιζαν πολιτικής ανάλυσης σε ειδική αρθρογραφία), τότε η ΝΔ παίζει κρυφτό με τον εαυτό της, μεταθέτει στο μακρινό μέλλον την εφαρμογή και τελικά εμπαίζει σε δημόσια θέα το τραυματισμένο από τις επάλληλες κρίσεις εργατικό δυναμικό της χώρας.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή: Η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό το βάρος της εκτεταμένης φτωχοποίησης της εργασίας στην Ευρώπη, εκδίδει την Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς, η οποία θέτει στόχους και ενδεικτικά εργαλεία επίτευξης και προτρέπει τα κράτη-μέλη να διαμορφώσουν ένα σχέδιο δράσης που θα ευνοεί την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και θα διασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων τους. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κάλυψης από ΣΣΕ είναι 80%, ενώ η Ελλάδα, που υπολείπεται δραματικά, βρίσκεται σήμερα στο 30% (από το 80% του 2012) και συγκλίνει μισθολογικά με την ανατολική ευρωπαϊκή περιφέρεια, κατέχοντας και το ρεκόρ απώλειας αγοραστικής δύναμης των μισθών στην ΕΕ την τελευταία 15ετία.

Ενδεικτικό των προθέσεων της κυβέρνησης είναι ότι, ενώ η Οδηγία έχει εκδοθεί από το 2022, η νομοθέτηση στην Ελλάδα έρχεται στο «και πέντε» της σχετικής προθεσμίας, που ήταν η 15η Νοεμβρίου του 2024. Όπως επίσης το ότι δεν διαβουλεύτηκε, ως όφειλε, με τους άμεσα ενδιαφερομένους, παρά όρισε η ίδια μια επιστημονική επιτροπή, την οποία ελέγχει πλήρως, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων. Εντέλει η νομοθετική ρύθμιση που έφερε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποκλίνει εντελώς από το πνεύμα και την ουσία της Οδηγίας.

Ο νόμος αυτός λοιπόν αποτρέπει εκ νέου την επιστροφή στη συλλογική αυτονομία, στη δυνατότητα δηλαδή καθορισμού του εθνικού βασικού μισθού από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, που υπογράφεται από τους κοινωνικούς ανταγωνιστές, συνεχίζοντας την πολιτική υποβάθμισης του ρόλου των συνδικάτων, ενώ ο νέος, αυτόματος μηχανισμός αύξησης του κατώτατου μισθού που εγκαθιδρύει θα τεθεί σε εφαρμογή… από το 2028. Δεν καθιστά υποχρεωτικές για τους κλάδους τους τις υπογραφόμενες από τους εργοδότες και εργαζομένους κλαδικές συμβάσεις και δεν επαναφέρει βασικές αρχές, όπως η ισχύς της ευνοϊκότερης ρύθμισης και η επεκτασιμότητα. Δεν προβλέπει τίποτα για τη στήριξη του θεσμού της διαιτησίας και την επανενεργοποίηση του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Επιμένει να στερεί τα 12 χρόνια εργασίας (2012-2024) από τον υπολογισμό των τριετιών και από τις αυριανές ΣΣΕ. Δεν συμπεριλαμβάνει στην έννοια των «εργαζομένων» κατηγορίες που αναφέρονται στο προοίμιο της Οδηγίας, όπως το οικιακό προσωπικό, οι κατά παραγγελία εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι με μπλοκάκι, οι ψευδοαυτοαπασχολούμενοι, οι εργαζόμενοι σε ψηφιακές πλατφόρμες κ.ο.κ. και εμπαίζει τους εργαζομένους στο Δημόσιο, καθώς μιλάει για εξίσωση αμοιβών με τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να υπολογίζει ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα είναι 14, ενώ στον δημόσιο 12 (εκτός και αν υποκρύπτει κατάργησή τους και στον ιδιωτικό τομέα).

Η Οδηγία, τέλος, μιλάει ρητά για σεβασμό στις πρακτικές κάθε λαού και τις εθνικές παραδόσεις. Η σημερινή ΝΔ, αντί να επιστρέψει στα προοδευτικά κεκτημένα της Μεταπολίτευσης, επιλέγει με σκληρούς ιδεολογικοπολιτικούς όρους να θεσμοποιήσει τον μνημονιακό τρόπο νομοθέτησης που επιβλήθηκε στη χώρα το 2013, το μοντέλο της φθηνής εργασίας και της απαξίωσης του εργατικού συνδικαλισμού ως habitus και ως «κανονικότητα».

Δεν τρέφαμε αυταπάτες. Οι προθέσεις της σημερινής κυβέρνησης έχουν διαφανεί από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων της. Έχουμε όμως μια τεράστια ευθύνη όσοι/ες εκπροσωπούμε τον κόσμο της εργασίας, να βάλουμε έναν φραγμό στην αυτοθυσία της τάξης μας. Να μιλήσουμε με τρόπο ελκυστικό και πειστικό στους/στις συναδέλφους/ισσες μας και στην κοινωνία για όλα όσα διαμορφώνουν τις νέες υλικότητες της ζωής μας και να οργανώσουμε, από κοινού και με τα ευρωπαϊκά συνδικάτα, την αντεπίθεσή μας με όρους μαζικούς, ριζοσπαστικούς, συλλογικούς και αλληλέγγυους.

* Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του ΕΝΑ «Σχέδιο νόμου για τη μισθωτή εργασία: Τι επιφυλάσσει για το μέλλον των εργαζομένων»