Ο καθηγητής εξηγεί ότι ακόμη και αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί στην επόμενη τετραετία, η αύξησή του δεν θα μεταφερθεί αυτόματα στους υπόλοιπους μισθούς
Στην αποδόμηση των προεκλογικών υποσχέσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη που έχει τάξει αόριστα ότι μέσα στην τετραετία ο μέσος μισθός θα φτάσει τα στα 1500 ευρώ και στα 950 ευρώ, τουλάχιστον, ο κατώτατος μισθός, προχώρησε ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου, Αρις Καζάκος.
Ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου ακυρώνει σε τέσσερα σημεία το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποκαλούσε ως «αδιαπραγμάτευτους στόχους» για την επόμενη τετραετία, αποκαλώντας το «σενάριο της ΝΔ».
Ο καθηγητής επισημαίνει πως μπορεί ο Μητσοτάκης να λέει 1.500 ευρώ, αλλά με βάση αυτά που προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο, θα μείνει στάσιμος με πραγματικούς όρους ο μέσος μισθός.
Ο ‘Αρις Καζάκος, ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, γράφει στο news 247 ότι ακόμα και αν αυξηθεί ο κατώτατος μισθός αυτό δεν θα μεταφερθεί αυτόματα στους υπόλοιπους μισθούς και όσα τάζει ο Μητσοτάκης είναι κενό γράμμα γιατί «για τις αυξήσεις των μισθών υπάρχει μόνο ένας μηχανισμός, οι συλλογικές συμβάσεις, ιδίως οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, και η Διαιτησία του ΟΜΕΔ». Και υπενθυμίζει καυστικά πως οι συμβάσεις και ο μηχανισμός τους «έχουν, ουσιαστικά, παραλύσει με τα νομοθετικά μέτρα της κυβέρνησης της ΝΔ».
Ο καθηγητής μεταξύ άλλων σημειώνει πως «από την ανάπτυξη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, εφόσον βέβαια αυτή έρχεται, δεν περισσεύουν για την πλειονότητα των πολιτών ούτε κομμάτια ούτε ψίχουλα, περισσεύει ως επί το πλείστον εφιαλτική αύξηση των ανισοτήτων και φτώχεια. Αν ο κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να πιστεύει στην ισχύ του δόγματος για τα trickle-down economics, ας ρωτήσει και τον κ. Μπάιντεν, αυτός κάτι περισσότερο γνωρίζει».
Σημείο προς σημείο η αποδόμηση των προεκλογικών υποσχέσεων της ΝΔ
1. Είναι κοινώς γνωστό ότι ακόμη και αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί στην επόμενη τετραετία στα 950 ευρώ, η αύξησή του δεν θα μεταφερθεί αυτόματα στους υπόλοιπους μισθούς. Ήδη έχουμε την εμπειρία από το διάστημα 2019-2022, όπου ενώ αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός από τα 650 στα 780 ευρώ (σε συνθήκες ακραίας ακρίβειας), ο μέσος μισθός αυξήθηκε μόλις 1%.
Για τις αυξήσεις των μισθών (πλην του κατώτατου που παραμένει ακόμη στα χέρια της κυβέρνησης) υπάρχει μόνο ένας μηχανισμός, οι συλλογικές συμβάσεις, ιδίως οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, και η Διαιτησία του ΟΜΕΔ. Αυτός ο μηχανισμός ωστόσο έχει, ουσιαστικά, παραλύσει με τα νομοθετικά μέτρα της κυβέρνησης της ΝΔ. Ο νόμος 4635/2019 επέφερε καίρια, χειρουργικά μπορεί να πει κανείς, πλήγματα στον θεσμό των συλλογικών συμβάσεων και της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ. Θα μπορούσε η νομοθεσία επί ΝΔ να είναι διαφορετική, τη στιγμή που ο κ. Μητσοτάκης είχε χαρακτηρίσει τις συλλογικές συμβάσεις «ιδεοληψία της Αριστεράς»;
2. Όταν επομένως ο κ. Μητσοτάκης υπόσχεται αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ την επόμενη τετραετία, μια τέτοια αύξηση δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κλαδικών και λοιπών ειδών συλλογικών διαπραγματεύσεων ή της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ, ούτε βέβαια προϊόν ατομικής διαπραγμάτευσης εργοδότη – εργαζομένων ή αντικείμενο νομοθετικών ρυθμίσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα βρίσκονται σε ισχύ μόλις 26 συλλογικές συμβάσεις, 16 κλαδικές και 10 ομοιοεπαγγελματικές, ενώ σε ισχύ είναι και 1.661 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις. Είναι γνωστό όμως ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο επιχείρησης είναι ένα προνομιακό πεδίο διαπραγμάτευσης για τους εργοδότες.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΜΕΔ, κατά την περίοδο των Μνημονίων και ιδίως με τα μέτρα του δεύτερου Μνημονίου (ΠΥΣ 6/2012), τα οποία ομοίως οδήγησαν σε παράλυση τον μηχανισμό των συλλογικών συμβάσεων και της Διαιτησίας, από τα τέλη του 2011 έως τον Ιούνιο του 2014 υπογράφηκαν 1.440 επιχειρησιακές συμβάσεις, οι οποίες προέβλεπαν μείωση αποδοχών από 10% έως 50%. Η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική κατά την περίοδο προ κρίσης και προ Μνημονίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία και πάλι του ΟΜΕΔ, από το 1992 έως το 2010 είχαν υπογραφεί συνολικά 5.533 κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές και επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις.
3. Ο ν. 4635/2019 της ΝΔ για τις συλλογικές συμβάσεις και τη Διαιτησία εισάγει ένα πυκνό δίχτυ εξαιρέσεων από εθνικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ακυρώνουν την προστατευτική τους αποστολή. Οι εξαιρέσεις επιχειρήσεων από το πεδίο εφαρμογής κλαδικών σσε αποφασίζονται σε μία περίπτωση από τα ίδια τα μέρη της και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ή και από τον Υπουργό Εργασίας.
Ακόμη αποκλίσεις επί τα χείρω από τους κατώτατους μισθούς των εθνικών κλαδικών σσε μπορούν να αποφασίζονται από τα μέρη τοπικών κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών σσε ακόμη και σε περιοχές με υψηλή ανάπτυξη, π.χ. για τον κλάδο του τουρισμού στην Κρήτη, πράγμα που μετατρέπει το σύνολο της χώρας σε ειδική οικονομική ζώνη. Σήμερα, μετά τον νόμο 4635/2019 της ΝΔ, οι επιχειρήσεις μπορούν πλέον να μη συμφωνούν σε αυξήσεις μισθών, αφού το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των επιχειρησιακών συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων στη Διαιτησία του ΟΜΕΔ έχει ακρωτηριαστεί και άρα είναι αδύνατη, κατά κανόνα, η υποκατάσταση συλλογικών συμβάσεων με διαιτητικές αποφάσεις.
Αυτό που απομένει μετά την άρνηση των επιχειρήσεων να συμφωνήσουν σε αύξηση μισθών είναι είτε η σύναψη επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων με μειώσεις μισθών ή με διατήρηση των ίδιων μισθών, είτε η ατομική διαπραγμάτευση που λόγω της συντριπτικής διαπραγματευτικής υπεροχής της εργοδοτικής πλευράς οδηγεί, κατά σχεδόν ανεξαίρετο κανόνα, σε μειώσεις μισθών.
Γι΄ αυτό και η ατομική σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι είναι στην πραγματικότητα η παρένδυση της βίας και της ανομίας στις εργασιακές σχέσεις. Αυτή η βία και η ανομία μπορούν να μετριάζονται μόνο με μια στέρεη εργατική νομοθεσία και με την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων από τους εργαζόμενους∙ και τα δύο ωστόσο έχουν υποστεί καίρια πλήγματα με τους νόμους 4635/2019 και 4808/2021 της ΝΔ.
Στον αντίποδα η κλαδική διαπραγμάτευση που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της συνολικής διαπραγμάτευσης παρουσιάζει σήμερα τον φτωχό απολογισμό – αριθμό 16. Οι 16 κλαδικές μαζί με τις 10 ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν μόλις 950.000 εργαζόμενους, δηλαδή περίπου το 25% του συνόλου των εργαζομένων, ποσοστό που η διαφορά του με τους μέσους όρους των χωρών της ΕΕ (πάνω από 60% – 70%) είναι χαώδης. Οι συνέπειες για τους Έλληνες εργαζόμενους είναι βαριές, γιατί στον χώρο που αφήνει η κάθε είδους συλλογική διαπραγμάτευση «θριαμβεύει» η ατομική διαπραγμάτευση.
Τα δεδομένα προ Μνημονίων και κρίσης και ειδικότερα από το 1992 έως το 2010 δείχνουν την επελθούσα κατάρρευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Από το 1992 έως το 2010 είχαν υπογραφεί συνολικά 5.533 κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές και επιχειρησιακές συμβάσεις, επιχειρησιακές οι οποίες, σε αντίθεση με το σημερινό περιοριστικό νομοθετικό καθεστώς, μόνο ευνοϊκότερες των κλαδικών μπορούσαν να είναι.
4. Τι αποδεικνύεται επομένως από τους αριθμούς αυτούς και τι μένει από τις μεγαλοστομίες του κ. Μητσοτάκη για την αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ; Αποδεικνύεται ότι ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ, έχοντας εξουδετερώσει προηγουμένως τον μηχανισμό των συλλογικών συμβάσεων και της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ, περιμένουν από την ανάπτυξη, εφόσον αυτή έλθει βεβαίως, ένα trickle-down effect.
Ωστόσο τώρα πια οι άνθρωποι έχουν γίνει κατά τι σοφότεροι: από την ανάπτυξη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, εφόσον βέβαια αυτή έρχεται, δεν περισσεύουν για την πλειονότητα των πολιτών ούτε κομμάτια ούτε ψίχουλα, περισσεύει ως επί το πλείστον εφιαλτική αύξηση των ανισοτήτων και φτώχεια. Αν ο κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να πιστεύει στην ισχύ του δόγματος για τα trickle-down economics, ας ρωτήσει και τον κ. Μπάιντεν, αυτός κάτι περισσότερο γνωρίζει.
*Ο Αρις Καζάκος είναι Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Δικηγόρος
πηγή: https://www.avgi.gr/