Η κυβέρνηση της ΝΔ βολεύεται να κατηγορεί τον «νόμο Κατρουγαλου» για τις συντάξεις αν και τον εφαρμόζει, γιατί έτσι αποσιωπά τις βαρύτατες, διαχρονικές της ευθύνες. Το ίδιο συμβαίνει και με το ΠΑΣΟΚ.
Ο χρόνος γυρίζει 30 χρόνια πίσω, στο όχι και τόσο μακρινό 1992. Επί κυβέρνησης, του πατρός Μητσοτάκη, ψηφίζεται ο «νόμος Σιούφα» (ν.2084/1992).Στο άρθρο 28 του νόμου, οριζόταν ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, στα ταμεία του ιδιωτικού τομέα. Σύμφωνα με το νόμο, που ίσχυσε για περισσότερα από 24 χρόνια, η σύνταξη, πριν τον περίφημο «νόμο Κατρούγκαλου» (ν.4387/2016), υπολογιζόταν με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, όπως αυτές καθορίζονταν, από τα 5 καλύτερα χρόνια της τελευταίας 10ετίας, πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.
Μέχρι και τις 12.5.2016 όλοι οι συνταξιούχοι, ελάμβαναν σύνταξη με βάση το νόμο αυτό, κάτι που άλλαξε με τον «νόμο Κατρούγκαλου». Ο τελευταίος, άλλαξε την φιλοσοφία υπολογισμού της σύνταξης, χωρίζοντας την σύνταξη σε Εθνική και Ανταποδοτική. Η πρώτη, υπολογίζεται σήμερα στα 384 ευρώ, για όποιον έχει 20 χρόνια ασφάλισης και 40 έτη μόνιμης και νόμιμης διαμονής στη χώρα. Η ανταποδοτική σύνταξη, υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις εισφορές που έχει καταβάλλει ο ασφαλισμένος στο σύνολο του ασφαλιστικού του βίου. Λόγω έλλειψης μηχανογράφησης και ψηφιοποιήσης του ασφαλιστικού ιστορικού, προκρίθηκε η επιλογή, οι συντάξιμες αποδοχές τελικά, να καθορίζονται από τις εισφορές-αποδοχές από το 2002 και μετά, που υπάρχει ασφαλές διαθέσιμο ιστορικό στα συστήματα του ΕΦΚΑ.
Το γεγονός αυτό βοήθησε στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του νόμου, να περιοριστούν οι απώλειες για τους μισθωτούς-συνταξιούχους, καθότι τα έτη από το 2002 έως και το 2010, δεν είχαν υποστεί την καθίζηση των μισθών, που ακολούθησε από το 2010 και μετά. Έτσι, ένας μισθωτός που έλαβε για παράδειγμα σύνταξη το 2016, είχε 8 χρόνια σχετικά καλές αποδοχές και 6 χρόνια αποδοχές που κατά κανόνα, είχαν υποστεί σημαντικές περικοπές.
Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι, η «κυβέρνηση Παπαδήμου» το 2012, με το δεύτερο και πιο σκληρό μνημόνιο (ν.4093/2012) συνέτριψε τους μισθούς, μείωσε τον κατώτατο μισθό, δημιούργησε τον ντροπιαστικό υπο-κατώτατο μισθό και προκάλεσε πλήρη απορρύθμιση σε όλο το εργατικό δίκαιο, με την de facto κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αποτέλεσμα των παρεμβάσεων αυτών, ήταν οι εργαζόμενοι μέσα σε λίγους μήνες, να δουν τεράστιες περικοπές. Ενδεικτικό της καταβύθισης των μισθών είναι το γεγονός ότι, ακόμα και σήμερα η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που έχει κατώτατο μισθό μικρότερο από εκείνο που είχε το 2010, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 80% των εργαζομένων στη χώρα δεν είδαν καμία μεταβολή στις αποδοχές τους από την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2022, λόγω της απουσίας ΣΣΕ.
Οι μνημονιακές πολιτικές συνεχίστηκαν μέχρι και το 2018, οπότε και άρχισε σταδιακά, να αποκαθίσταται η «κανονικότητα» με αργούς όμως, ρυθμούς. Η ΝΔ το 2019 ήρθε στην εξουσία υποσχόμενη την κατάργηση του «νόμου Κατρούγκαλου» κάτι που φυσικά δεν έκανε, παρά τις επιμέρους παρεμβάσεις. Και τα συνδικάτα όμως ζητούν συνεχώς την κατάργηση του συγκεκριμένου νόμου, που πράγματι επέφερε περικοπές στις νέες συντάξεις, που εκδίδονται από το 2016 και μετά.
Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο προσεκτικά. Ενώ ο «νόμος Κατρούγκαλου» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και υπήρξε ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές το 2019 (ενδεχομένως μαζί με την φορολογική πολιτική και το «Μακεδονικό»), ο νόμος Χατζηδάκη (ν.4808/2021) δεν προκάλεσε αντίστοιχες αντιδράσεις. Ο τελευταίος, ήταν ο νόμος που κατήργησε το 8ωρο, θέσπισε τις απλήρωτες υπερωρίες, απελευθέρωσε τις απολύσεις και «ποινικοποίησε» τα συνδικάτα και την απεργία. Σε συνδυασμό με την ισχύ του ν.4093/2012 και την πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, δημιούργει μια περίοδο που οι μισθοί παραμένουν είτε σταθεροί ή μειώνονται αισθητά.
Τι σχέση όμως έχουν τα ανωτέρω με τις συντάξεις;
Ας κάνουμε την υπόθεση ότι αύριο το πρωί, ο «νόμος Κατρούγκαλου» καταργείται και γυρίζουμε, στο προηγούμενο καθεστώς του 1992.
Ο υπολογισμός μιας σύνταξης θα γινόταν με βάση τα 5 καλύτερα έτη της δεκαετίας 2012-2022. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν καταστροφική για τους υποψηφίους συνταξιούχους, αφού οι επίσημοι δείκτες δείχνουν ότι, οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα, έχουν υποστεί συντριβή.
άλιστα, από αρκετά παραδείγματα προκύπτει ότι, ο παλαιός τρόπος υπολογισμού της σύνταξης του «νόμου Σιούφα» θα απέδιδε με τα σημερινά δεδομένα συντάξεις χαμηλότερες(!) από εκείνες που αποδίδει σήμερα ο «νόμος Κατρούγκαλου» από το 2016 και μετά, λόγω της κακής, μισθολογικά, δεκαετίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο «νόμος Κατρουγκαλου» δεν έχει αδυναμίες, ελλείψεις και ότι, δεν παραμένει ένα προϊόν, ενός μνημονιακού εκβιασμού;
Κάθε άλλο.
Αυτό που επιχειρούμε να αποδείξουμε είναι ότι, ο καλύτερος ασφαλιστικός νόμος, για να είναι βιώσιμος και κοινωνικά αποτελεσματικός, θα πρέπει να πατάει σε τρεις στέρεες βάσεις, σε τρεις βασικούς πυλώνες. Δεν υπάρχει βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, χωρίς μια εύρωστη οικονομία, χωρίς μια επαρκώς ρυθμισμένη αγορά εργασίας και χωρίς μια αποτελεσματική δημογραφική πολιτική.
Στην Ελλάδα αυτή την στιγμή οι κυβερνητικές πολιτικές και στους τρεις τομείς, κινούνται σε μια «πορεία προς τα βράχια». Η συγκυριακή ανάπτυξη, δεν διαχέεται στην κοινωνία, η αγορά εργασίας έχει μετατραπεί σε «ζούγκλα», ενώ η δημογραφική πολιτική αγνοείται.
Συνεπώς, εφόσον συνεχίζονται οι ίδιες πολιτικές, ανατροπή σκηνικού και ουσιαστική ενίσχυση των συντάξεων, είναι αδύνατον να συμβεί.
Όσο συνεχίζεται η επιδότηση της αισχροκέρδειας και η αφαίμαξη των λαϊκών νοικοκυριών, όσο συνεχίζεται η βίαιη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, από τα κάτω, προς τα χέρια λίγων και ισχυρών, όσο το ΣΕΠΕ έχει διακοσμητικό ρόλο και οι ΣΣΕ και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα τελούν υπό διωγμό, όσο η κυβέρνηση νομίζει ότι δημογραφική πολιτική είναι η χορήγηση 2.000 ευρώ στα παιδιά που γεννιούνται (και τέλος), καμία ελπίδα δεν υπάρχει για τις συντάξεις και τους συνταξιούχους. Είναι πράγματι απλοϊκό να θεωρεί κάνεις ότι, ένας νόμος ευθύνεται για «όλα τα δεινά του κόσμου», λες και το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, ξεκίνησε να λειτουργεί και να έχει προβλήματα το 2016.Η αντίληψη αυτή, «ξεπλένει» τις βαρύτατες ευθύνες του πάλαι ποτέ δικομματισμού, για την σημερινή κατάσταση και εμπεριέχει στοιχεία πολιτικής εμπάθειας.
Αποκρύπτει επίσης την εναλλακτική, τον άλλο δρόμο. Η κυβέρνηση της ΝΔ βολεύεται να κατηγορεί τον «νόμο Κατρουγαλου» αν και τον εφαρμόζει, γιατί έτσι αποσιωπά τις βαρύτατες, διαχρονικές της ευθύνες. Το ίδιο συμβαίνει και με το ΠΑΣΟΚ, που υποστήριξε αυτές τις πολιτικές, ενώ και η Αριστερά, αδυνατεί να παρουσιάσει μία άμεσα εφαρμόσιμη, ριζοσπαστική και ρεαλιστική εναλλακτική, που μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη πορεία.
Το ζητούμενο για τις επόμενες εκλογές, είναι ποιο κόμμα θα παρουσιάσει μια εναλλακτική προοδευτική διέξοδο, που θα οδηγήσει σε σταδιακή αποκατάσταση των αδικιών στην οικονομία, στην εργασία, στον ανασχεδιασμό του κοινωνικού κράτους και άρα και των συντάξεων.
Είναι κρίσιμο, να αμφισβητηθεί ο μονόδρομος της «αναδιανομής της φτώχειας».
Κάτι τελευταίο…
Το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας είναι κάθετα, αναδιανεμητικό. Αυτό σημαίνει ότι, όπως και η φορολογία, εφαρμόζει το άρθρο 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο: «Οι Έλληνες πολίτες είναι ίσοι και συμμετέχουν στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητες τους».
Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι, οι πολύ πλούσιοι,(τράπεζες, παραγωγοί ενέργειας, διυλιστήρια, φαρμακοβιομηχανίες, σούπερ μάρκετ κλπ), θα πρέπει να πληρώσουν…
Εκεί σίγουρα, μπορούμε να «βρούμε τα λεφτά» για να ενισχύσουμε τις συντάξεις και το κοινωνικό κράτος στηρίζοντας παράλληλα την εργασία και φέρνοντας στο προσκήνιο, ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα διαχέει κατά δίκαιο τρόπο, τον παραγόμενο πλούτο.
Το κόμμα που θα δώσει όραμα, ελπίδα και προοπτική, θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)