Οι χρόνιες και επίμονες διαρθρωτικές αδυναμίες στην αγορά εργασίας και η αύξηση των ανισοτήτων δεν επιτρέπουν την κυβερνητική θριαμβολογία ούτε δικαιολογούν ως αποτέλεσμα τη διοχέτευση του κύριου όγκου των κοινοτικών κονδυλίων στην κατάρτιση.
Mπορεί στην Ελλάδα να μειώθηκε το ποσοστό ανεργίας (12,5% τον Απρίλιο του 2022 με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σε σχέση με το 17,2% τον ίδιο μήνα του 2021) και να συνεχίζει την αποκλιμάκωσή του κατά τους θερινούς μήνες λόγω και της υψηλής τουριστικής κίνησης, όμως οι χρόνιες και επίμονες διαρθρωτικές αδυναμίες στην αγορά εργασίας και η αύξηση των ανισοτήτων δεν επιτρέπουν την κυβερνητική θριαμβολογία.
Τα διαρθρωτικά και χρόνια προβλήματα είναι, πλέον, τόσο προφανή που ακόμα και τα επίσημα κυβερνητικά κείμενα αναγκάζονται να τα αναγνωρίσουν και να υιοθετήσουν ουσιαστικά τα συμπεράσματα στα οποία εδώ και καιρό έχουν καταλήξει αξιόπιστοι ερευνητικοί φορείς, μεταξύ των οποίων και το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Μόνο που αυτές οι παραδοχές δεν αρκούν για να αλλάξουν κατεύθυνση στις πολιτικές απασχόλησης. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι υπάρχουν τέτοιες (συνήθως βαφτίζονται πολιτικές οι διάφορες δράσεις προγραμμάτων), αυτές συνεχίζουν να διοχετεύουν τον όγκο των κοινοτικών κονδυλίων -που αυτήν την περίοδο δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα- στην κατάρτιση.
Πρόκειται για εμμονικά επαναλαμβανόμενη προσέγγιση. Στον πυρήνα της κυριαρχεί το γνωστό δόγμα για το έλλειμμα δεξιοτήτων των εργαζομένων. Για να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα δεν χρειάζεται να γίνουν παρεμβάσεις από την παραγωγή αλλά από τους ίδιους τους εργαζόμενους οι οποίοι οφείλουν μέσω της κατάρτισης και της διά βίου μάθησης να γίνουν «απασχολήσιμοι». Στην πράξη είναι το ίδιο παλιό μοτίβο περί «απασχολησιμότητας», 26 χρόνια μετά το ντεμπούτο του στην Ελλάδα (από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη το 1996) που επαναλαμβάνεται ακόμη και σήμερα στο κείμενο που φέρει τον βαρύγδουπο τίτλο «Εθνική στρατηγική για την απασχόληση» και έχει αναρτηθεί για διαβούλευση από το υπουργείο Εργασίας έως τις 28 Ιουλίου. Κείμενο το οποίο διέπεται από τη μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στην κατανομή ποσών άνω του 1 δισ. ευρώ στην κατάρτιση και τις εξής διαπιστώσεις:
■ Ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταδιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας, εντούτοις παραμένει ένα από τα υψηλότερα εντός Ε.Ε.-27, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο σε επίπεδο Ε.Ε.-27 κατά 7,9 ποσοστιαίες μονάδες (14,7% αντί 6,8% για το έτος 2021). Η δε πτωτική τάση της ανεργίας εξηγείται μερικώς από την αύξηση των θέσεων εργασίας μερικής και προσωρινής απασχόλησης, καθώς και από τα μέτρα και προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας ή διατήρησης των υφιστάμενων θέσεων εργασίας που υλοποιούνται από την Πολιτεία.
■ Η Ελλάδα παρουσιάζει από τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας. Παραμένει σταθερά το υψηλότερο στην Ε.Ε.-27. Τα έτη 2019, 2020 και 2021 ποσοστά 63,2%, 68% και 52,4% επί του συνόλου των ανέργων στην Ελλάδα ήταν μακροχρόνια άνεργοι, ενώ οι αντίστοιχοι μέσοι όροι σε επίπεδο Ε.Ε.-27 ήταν 36,8%, 29,6% και 37,4%.
■ Το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού τo 2021 ήταν 5,23 φορές υψηλότερο από το εισόδημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Πρόκειται για αύξηση της ανισότητας, από 5,11 που ήταν το 2019, ενώ σε επίπεδο Ε.Ε.-27 ο αντίστοιχος δείκτης για το 2020 είχε διαμορφωθεί σε 4,90, σημειώνοντας μείωση σε σχέση με το 4,99 του 2019. Αντίστοιχα ο δείκτης μέτρησης της εισοδηματικής ανισότητας (συντελεστής Gini) παραμένει σταθερά άνω του 30% επί μία δεκαετία και για το έτος 2020 διαμορφώθηκε σε 31,4%, έναντι 30% σε επίπεδο Ε.Ε.-27 (μέσος όρος).
■ Οι νέοι ηλικίας έως 24 ετών αποτελούν την ηλικιακή ομάδα με το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στην απασχόληση και την αγορά εργασίας (13,4% το 2021 έναντι 32,7% μέσου όρου σε επίπεδο Ε.Ε.-27). Σχετικά χαμηλό ποσοστό απασχόλησης παρουσιάζει και η ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών, με ποσοστό 48,3% για το έτος 2021, έναντι 60,5% που είναι το μέσο ποσοστό απασχόλησης για την ίδια ηλικιακή ομάδα σε επίπεδο Ε.Ε.-27. Και στην ηλικιακή ομάδα 60-64 ετών τα ποσοστά ανεργίας στην Ελλάδα είναι από τα μεγαλύτερα στην Ε.Ε.-27 (11,2% το 2020 και 10,8% το 2021, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 5,2% και 5,6% αντίστοιχα), ενώ αντίστοιχη απόσταση παρατηρείται και για την ηλικιακή ομάδα 65-69 ετών (ποσοστά ανεργίας 9% το 2020 και 9,1% το 2021, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 2,3% και 3,1% αντίστοιχα).
■ Περίπου 43% του συνόλου των αυτοαπασχολούμενων (και 11% του συνόλου των απασχολούμενων) εργάζονται με σχέσεις εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης (δηλαδή με έναν πελάτη ή μικρό αριθμό πελατών) ή σε εργασιακό καθεστώς που δεν έχει κάποια ή όλα τα χαρακτηριστικά της αυθεντικής αυτοαπασχόλησης. Το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα θεωρείται πως συνδέεται και με την ύπαρξη εικονικής αυτοαπασχόλησης σε σημαντικό βαθμό.
■ Το ποσοστό του νεανικού πληθυσμού που είτε είναι άνεργοι που δυσκολεύονται να μεταβούν από τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας είτε νέοι που δεν αναζητούν ενεργά εργασία ανήλθε για το έτος 2021 στο 29,2%, αποκλίνοντας σημαντικά από τον μέσο όρο σε επίπεδο Ε.Ε.-27 (9,1%, διαφορά 20 ποσοστιαίων μονάδων). Στη διάσταση αυτή, η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.-27, αφού τα ποσοστά νέων εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης είναι υψηλότερα για τους νέους με χαμηλό ή μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο.
αναδημοσίευση από: efsyn.gr/