Από την Αυγή της Κυριακής 24/7/2022,
Του Τάσου Γιαννόπουλου
Δικαστική απόφαση καταπέλτης για την Εθνική Τράπεζα, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών:
Το δικαστήριο αναγνώρισε το αυτονόητο: ότι μετά από 17 χρόνια δουλειάς στην Τράπεζα, αυτή είναι ο πραγματικός εργοδότης και όχι ο ενδιάμεσος εργολάβος.
Καμία μάχη δεν είναι χαμένη …
Η Στεργιανή Τσιούφη ανήκει στις χιλιάδες εργαζομένων που εκτελούν τραπεζικές εργασίες και δεν φαίνεται στα χαρτιά ότι έχουν κάποια σχέση με τους πραγματικούς τους εργοδότες, δηλαδή τις τράπεζες, Τυπικά, εργοδότες της ήταν στην αρχή η ActionLine και πιο πρόσφατα η ICAP, αλλά η επίβλεψη της δουλειάς της γινόταν πάντα από την ΕΤΕ.
Όταν πρωτοέπιασε δουλειά, της εμφάνισαν μια σύμβαση με την Action Line. Την ίδια όμως περίοδο, «εκπαιδευόμουν από την ΕΤΕ σε νευραλγικά πόστα, έβγαζα ατελείωτες βάρδιες, έκανα δουλειά που δεν μπορούσαν να κάνουν οι μόνιμοι διότι μιλούσα άριστα ξένες γλώσσες. Όταν άρχισα να βλέπω τα στεγανά “ο ενοικιαζόμενος” από εδώ και “οι μόνιμοι” από εκεί, σκέφτηκα ότι “πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου και τους συναδέλφους σου”. Και απέδειξα ότι σε όλες τις θέσεις που πήρα κατά καιρούς, εντολές έδιναν αποκλειστικά οι υπεύθυνοι της Τράπεζας».
Απόφαση καταπέλτης: η ΕΤΕ ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα
Πριν από μερικές ημέρες, στις 28.6.22, ήρθε η πρώτη δικαίωση για τον αγώνα της: το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, έκανε δεκτό τον βασικό ισχυρισμό της, ότι δηλαδή η πρακτική outsourcing, υποκρύπτει δανεισμό εργαζομένου, ο οποίος είναι εν προκειμένω παράνομος καθώς έχει υπερβεί κατά πολύ τα ελάχιστα χρονικά όρια που θέτει η σχετική νομοθεσία (36 μήνες).
Αναγνώρισε ότι πραγματικός εργοδότης της Στ. Τσιούφη δεν ήταν η τυπικά φερόμενη outsourcing εταιρεία (ICAP) αλλά η ίδια η ΕΤΕ, η οποία στην πραγματικότητα ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα στην καθημερινότητα της εργαζόμενης. Αποδέχθηκε, δηλαδή, το αυτονόητο: ότι μια εργαζόμενη που για 15 χρόνια χτυπάει κάθε μέρα κάρτα στην τράπεζα, είναι υπάλληλος της τράπεζας.
Έτσι, το δικαστήριο θεώρησε άκυρη την απόλυση της εργαζόμενης, διατάζοντας την (επανα)πρόσληψή της στην Τράπεζα και την απασχόλησή της στα ίδια καθήκοντα (δεν είναι άμεσα εκτελεστέα η απόφαση) και υποχρέωσε την ΕΤΕ να καταβάλει μισθούς υπερημερίας στην εργαζόμενη (19.000,63 ευρώ) από την άκυρη απόλυσή της και εξής. Τέλος, η ΕΤΕ οφείλει να καταβάλει διαφορές αποδοχών της τελευταίας 5ετίας στην εργαζόμενη (44.726,51 ευρώ), καθώς η διαφορά μισθού μεταξύ εργαζομένου με καθεστώς «δανεισμού» και εργαζομένου με τυπική σύμβαση με την Τράπεζα είναι, όπως προαναφέραμε, (πολύ) μεγάλη.
«Οι τράπεζες έχουν μανιέρα για να μειώνουν το εργατικό κόστος, λόγω του αρρύθμιστου νομικού πλαισίου. Όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση αυτή, δεν πρόκειται για δανεισμό εργαζόμενου, αλλά για ανάθεση έργου που ανανεωνόταν στη βάση συγκεκριμένου έργου, άρα δεν υπάρχει δανεισμός. Ουσιαστικά, οι Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης μετονόμασαν τη πρακτική σε outsourcing, αλλά είναι υποκρυπτόμενος δανεισμός», επισημαίνει στην «Α» ο συνήγορος της εργαζόμενης, Βασίλης Ασημακόπουλος.
Η φάμπρικα του outsourcing
Με τον υποκρυπτόμενο δανεισμό από τις εργολαβικές εταιρείες οι μεγάλες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από τις βασικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο (4052/2012) του κατ’ επάγγελμα δανεισμού, δηλαδή: την ίση αμοιβή του δανειζόμενου προσωπικού με το τακτικό και την υποχρέωση πρόσληψης του εργαζομένου μετά από το χρονικό διάστημα 36 μηνών.
Επίσημα στοιχεία για την έκταση του outsourcing ανά κλάδο δεν υπάρχουν. Είναι όμως δεδομένο ότι οι Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ) που έχουν αδειοδοτηθεί από το υπουργείο Εργασίας, απασχολούν πολύ λίγους εργαζόμενους συγκριτικά με τις εργολαβικές εταιρείες ιδίων συμφερόντων.
Για παράδειγμα, στον όμιλο της ICAP υπάρχει η ΕΠΑ «ICAP EMPLOYMENT SOLUTIONS» αλλά και η «εργολαβική» «ICAP OUTSOURCING SOLUTIONS», η οποία έχει διαφορετικό ΑΦΜ. Η δεύτερη απασχολεί περίπου τον δεκαπλάσιο αριθμό εργαζομένων, πάνω από 1.700, ενώ η πρώτη μόλις 180 εργαζόμενους (στοιχεία του 2018 από το Σ.Ε.Π.Ε.).
Οι Ε.Π.Α. αποτελούν για τους μεγάλους «παίχτες» του outsourcing το φύλλο συκής προκειμένου να αναγνωρίζονται ως κοινωνικοί εταίροι και να έχουν θεσμική εκπροσώπηση, την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους εντοπίζεται στο εργολαβικό τους «τμήμα».
Στον Άρειο Πάγο η μητέρα των μαχών κατά του outsourcing
Για τη Σ. Τσιούφη η μάχη συνεχίζεται καθώς η υπόθεση θα κριθεί το προσεχές διάστημα στο Εφετείο. Ενδεχομένως, όμως, ο πόλεμος κατά των εικονικών εργολαβιών να έχει αίσιο τέλος. Αρκεί να είναι ευνοϊκή η κρίση του Αρείου Πάγου (αναμένεται εδώ και μήνες) για μια παρόμοια περίπτωση: στις αρχές του 2020, μετά από προσφυγή πρώην (ενοικιαζόμενης) εργαζόμενης στην Εθνική Ασφαλιστική, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών αναγνώρισε ότι η «σύμβαση έργου» που υπέγραψε (πάλι) η ICAP με την Εθνική Ασφαλιστική ήταν στην πραγματικότητα σύμβαση δανεισμού εργαζομένων και, άρα, μετά τη πάροδο 36 μηνών, η εργαζόμενη αυτή θα πρέπει να θεωρείται υπάλληλος της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Η Εθνική Ασφαλιστική έχει κάνει αίτηση αναίρεσης της ιστορικής αυτής απόφασης στον Άρειο Πάγο. Αν απορριφθεί, η νομολογία που θα παραχθεί θα ανοίξει ο δρόμος για μαζικές αγωγές ενοικιαζόμενων εργαζόμενων.
«Αυτές οι δύο υποθέσεις είναι σημαντικές. Με αφετηρία μικρές ή μεγαλύτερες νίκες στον χώρο δουλειάς, όπως η βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα κάτεργα των τηλεφωνικών κέντρων, η μετατροπή συνεχόμενων (για 10 χρόνια) συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, η αποτροπή απολύσεων αλλά και η εμβληματική νίκη του “Συλλόγου των εργαζομένων της πρώην Εθνοdata” οι οποίοι καταφέραμε, κόντρα στο ρεύμα των καιρών, να ενταχθούμε στην Εθνική Τράπεζα, δείχνουν ότι καμία μάχη δεν είναι χαμένη», αναφέρει στην «Α» η Γιώτα Λαζαροπούλου, πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων Εθνικής Τράπεζας που επί χρόνια δούλευε και η ίδια υπό το καθεστώς των ενοικιαζόμενων.
Μόνο κατά προσέγγιση μπορεί κάποιος να υπολογίσει πόσες χιλιάδες εργαζόμενοι δουλεύουν ως εργολαβικοί στον τραπεζικό κλάδο (ίσως ξεπερνούν το 10% του συνολικού προσωπικού), την ώρα που το τακτικό προσωπικό μειώνεται – από 60.000 σε 30.000 την τελευταία δεκαετία.
Σύμφωνα με τη Γ. Λαζαροπούλου, προσπάθειες για εκπόνηση έρευνας πεδίου πάνω στο θέμα δεν προχώρησαν διότι οι ερευνητές υπέστησαν εκφοβισμό και άλλαξαν το θέμα της εργασίας τους.
Μαγειρέματα με θύμα το «αναλώσιμο» προσωπικό
Γιατί οι τράπεζες επιμένουν στις παράνομες εικονικές εργολαβίες;
«Εμφανίζεται -εικονικά- μειωμένο το μισθολογικό κόστος και αυξημένο το… κόστος επενδύσεων. Δίνεται έτσι μία παραπλανητική εικόνα με σκοπό την προσέλκυση επενδυτών, την άνοδο της τιμής της μετοχής και την ικανοποίηση των μετόχων. Εμφανίζεται μια στρεβλή εικόνα αυτοματοποίησης των εργασιών με αδιάσειστο, υποτίθεται, επιχείρημα τον ρυθμό μείωσης του τακτικού προσωπικού. Η αύξηση του προσωπικού μέσω εικονικών εργολαβιών δεν καταγράφεται».
Επιπλέον, υπογραμμίζει η Γ. Λαζαροπούλου, «οι εταιρείες εργολάβοι έχουν την ευχέρεια να κοστολογούν με δικά τους κριτήρια τα έργα που αναλαμβάνουν. Για παράδειγμα, προγραμματιστής πληρώνεται με μισθό 1.200 ευρώ αλλά η εταιρεία που τον διαθέτει, εισπράττει 8.000 ευρώ για το έργο που αυτός έχει φέρει εις πέρας».
Εξαιτίας των εικονικών εργολαβιών, μεγάλο μέρος των εργαζόμενων είναι εκτός της κλαδικής σύμβασης, αόρατοι από τα συνδικάτα (πλην φωτεινών εξαιρέσεων).
Αυτή η στάση του συνδικαλιστικού κινήματος δεν είναι χωρίς συνέπειες: «ενώ μέχρι πρόσφατα είχαμε το πρόβλημα της εισόδου εργολαβικών, τώρα έχουμε το ζήτημα της εξόδου τακτικού προσωπικού προς τρίτες εταιρείες με την μέθοδο της απόσχισης κλάδου», διαπιστώνει η Γ. Λαζαροπούλου.
Θεωρεί, ανεξάρτητα από τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, εκ των ων ουκ άνευ την κάλυψη των εργολαβικών εργαζομένων από την κλαδική σύμβαση στις τράπεζες και προκρίνει τη θέσπιση κριτηρίων ώστε να αποσαφηνίζεται αν μέσω της εικονικής εργολαβίας υποκρύπτεται δανεισμός εργαζομένου.
Οι διεκδικήσεις των εργαζόμενων και οι μάχες σε νομικό επίπεδο δεν διεξάγονται εν κενώ: με την κατάργηση του νόμου (Αχτσιόγλου) περί «συνευθύνης» αναθέτοντος, εργολάβου και υπεργολάβου, ήδη από τον πρώτο μήνα της διακυβέρνησής της (2019), η ΝΔ έδωσε το πράσινο φως στους εργοδότες να «εργολαβοποιήσουν» κάθε μορφή εργασίας σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
Προφανής στόχος, η «μείωση κόστους -κυρίως του εργασιακού», όπως ήδη από το 2004 έγραφε η «Καθημερινή» σε δημοσίευμα για το outsourcing «που μπήκε στη ζωή των επιχειρήσεων». Τότε που η Στ. Τσιούφη μπήκε στην Εθνική Τράπεζα, ως εργαζόμενη δεύτερης ταχύτητας. Και έμαθε από πρώτο χέρι ότι το outsourcing δεν είναι τίποτα άλλο από μια καθαρή μορφή μεσιτείας με σκοπό τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων.