Από τον καιρό που η κυβέρνηση Συνασπισμού του Λαϊκού Μετώπου του Λεόν Μπλουμ, το 1936 στη Γαλλία, καθιέρωσε για πρώτη φορά νομοθετικά τις «πληρωμένες παύσεις», την άδεια, δηλαδή, μετ’ αποδοχών των εργαζομένων, το θέρος «δεν ήταν πια μια νοσταλγία. Ούτε», κατά πως λέει ο ποιητής (Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος), «μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα». Και, στις καλές εποχές των μεγάλων αγώνων, δικαίωμα αναφαίρετο.
Από τον καιρό που η κυβέρνηση Συνασπισμού του Λαϊκού Μετώπου του Λεόν Μπλουμ, το 1936 στη Γαλλία, καθιέρωσε για πρώτη φορά νομοθετικά τις «πληρωμένες παύσεις», την άδεια, δηλαδή, μετ’ αποδοχών των εργαζομένων, το θέρος «δεν ήταν πια μια νοσταλγία. Ούτε», κατά πως λέει ο ποιητής (Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος), «μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα». Και, στις καλές εποχές των μεγάλων αγώνων, δικαίωμα αναφαίρετο.
Ο υπαρκτός καπιταλισμός έκανε το δικαίωμα εμπόρευμα, δημιουργώντας μια νέα, υπερκερδοφόρα, αγορά. Αναπαράγοντας, φυσικά, όλες τις συστημικές ανεπάρκειες κι όλη την ανθρώπινη εκμετάλλευση. Τις προσωρινές απώλειες τις αναπλήρωσε και με το παραπάνω. Σήμερα, τούτη η πλευρά του κεφαλαίου ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις.
Στις μέρες μας, η δημιουργία «λόου κοστ» αεροπορικών εταιρειών εκδημοκρατίζει αφενός την ταξιδιωτική εμπειρία. Αλλά, αφετέρου, δημιουργεί ένα απανθρωποιημένο πλαίσιο που ξεκινά από την ανυπαρξία εργαζομένων και τελειώνει στην αντιμετώπιση του ταξιδιώτη ως πράγμα. Που ανά πάσα στιγμή πετιέται στα σκουπίδια.
Επί του πραγματικού τώρα: δύο από τους «κολοσσούς» του είδους, η Rayanair και το πρακτορείο E-dreams, με έδρα τη Βαρκελώνη, άφησαν εκτός της πτήσης Μπολόνια – Αθήνα δύο ανθρώπους. Όχι να τους καθυστερήσουν. Να τους εγκαταλείψουν, δίχως να προτείνουν λύση. Με ανόητες δικαιολογίες ένιψαν τας χείρας τους, ρίχνοντας την ευθύνη η μία εταιρεία στην άλλη, ενώ οι δυστυχείς καταναλωτές είχαν τα πάντα όπως έπρεπε. Για να επιστρέψουν στην Αθήνα την επόμενη το πρωί της προγραμματισμένη πτήσης, η μόνη λύση ήταν να αγοραστούν νέα εισιτήρια, σύνολο 700 ευρώ, συν άλλα 100 για το ξενοδοχείο.
Αφού, δηλαδή, οι προλετάριοι, όλων των χωρών, τολμούν να ταξιδεύουν, ας ανέχονται να σκάνε στο κεφάλι τους όλες οι ασχημοσύνες του εκμεταλλευτικού συστήματος, εντός του οποίου στις απορίες σου απαντά αυτόματη μηχανή, που, προφανώς, δεν νοιάζεται αν έχεις να φας, να πιεις, να κοιμηθείς και να γυρίσεις σπίτι. Ούτε αν συνοδεύεις μικρά παιδιά.
Αλλά ένας τύπος σαν τον Μάικλ Ο’ Λίρι, που δεν αναγνωρίζει εργατικά σωματεία και περίπου απαγορεύει τον συνδικαλισμό, που ήθελε να βγάλει τις τουαλέτες από τα αεροσκάφη για να προσθέσεις θέσεις, να βάζει και όρθιους ή να χρεώνει επιπλέον τους υπέρβαρους, ο τύπος που καθύβριζε τους Έλληνες το 2015 με τα γνωστά στερεοτυπικά «ακαμάτηδες που πίνουν καφέδες κ.λπ.», δεν είναι ικανός παρά μοναχά να εκμεταλλεύεται. Η αλληλεγγύη και η συμπόνια δεν περιλαμβάνονται σ’ εκείνα που το σύστημα αναγνωρίζει ως προσόντα, τουναντίον. Για να προκόψεις εξάλλου χρειάζεται στυγνότητα. Και μόνον.
Ο δε έτερος Καπαδόκης, Χαβιέρ Πέρεθ-Τενέσα, φερόμενος ιδιοκτήτης της E-dreams, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, μουσικός γαρ και τενόρος, εκπροσωπεί μεν τη κυριλέ πλευρά του καπιταλιστή, αλλά δεν υστερεί σε μικροψυχία. Τι κι αν οι κακές κριτικές πέφτουν βροχή; Ουδενός το αυτάκι ιδροκόπησε αφού τούτες αφήνουν τα κέρδη ανεπηρέαστα.
Και κάπου εδώ προκύπτει το μείζον: μπορεί η οργανωμένη πολιτεία, κοινώς οι κρατικές πολιτικές, να προστατέψουν τα συμφέροντα των μάλλον φτωχών καταναλωτών, αφού τούτοι χρησιμοποιούν «λόου κοστ» υπηρεσίες;
Η απάντηση είναι ένα μεγαλοπρεπές όχι. Και, φυσικά, δεν είναι που δεν μπορούν. Είναι που δεν το θέλουν. Οι υποτιθέμενοι «ανεξάρτητοι θεσμοί», τύπου Συνήγορος του Ευρωπαίου Καταναλωτή, με δύσχρηστο και αφιλόξενο σύστημα, κάνει εκείν@ που επιθυμούν να καταγγείλουν να εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Οι δε ιδιώτες που καλύπτουν τα κενά, με στόχο, φυσικά, το κέρδος, δεν νοιάζονται για τις μάλλον δύσκολες υποθέσεις.
Τούτο το καλοκαίρι τα αεροδρόμια στενάζουν. Χαμένες αποσκευές, χαμένες πτήσεις, πολύωρες καθυστερήσεις, συνθέτουν σκηνικά κόλασης. Οι άνθρωποι-καταναλωτές του τουριστικού προϊόντος πληρώνουν διπλά, σε χρήμα και ταλαιπωρία, το… θράσος τους να ταξιδέψουν. Οι πολιτικές προστασίας δεν τους συμπεριλαμβάνουν. Οι κυβερνήσεις τους πριμοδοτούν τις πολυεθνικές, στη λογική να κινείται η αγορά.
It’s the economy, stupid! Είναι η οικονομία, ηλίθιοι, που έλεγε κι ο Μπιλ Κλίντον. Που συνθλίβει, παντού και πάντα, τους από κάτω.
πηγή: left.gr/ ARTInews