Στην ελληνική αγορά εργασίας, το να πετάς το μπαλάκι στον εργαζόμενο μπορεί εύκολα να νομιμοποιήσει την αυθαιρεσία
Του Παναγιώτη Κορφιάτη
Για την υιοθέτηση της κάρτας εργασίας η κυβέρνηση επικαλείται δύο βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, ότι «το ωράριο θα καταγράφεται σε πραγματικό χρόνο για πρώτη φορά». Η πραγματικότητα είναι ότι κάτι τέτοιο ίσχυε ήδη. Τόσο το ωράριο όσο και η υπερωρία και η υπερεργασία δηλώνονταν ηλεκτρονικά στο Πληροφοριακό Σύστημα Εργάνη πριν από την πραγματοποίησή τους από το 2018. Με την υιοθέτηση της κάρτας εργασίας, το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος καταχώρησης του ωραρίου. Πλέον ο εργαζόμενος «χτυπά» ψηφιακά κάρτα και ενημερώνει το σύστημα.
Και δεύτερον, ότι το μέτρο αυτό «αποτελεί στην πράξη εγγύηση για την τήρηση του ωραρίου» τελειώνοντας την παραβατικότητα. Γιατί όμως; Τόσο οι τεχνικές όσο και οι θεσμικές προϋποθέσεις υπήρχαν και πριν την υιοθέτηση του μέτρου: οι επιθεωρητές Εργασίας είχαν ήδη πλήρη γνώση του ποιοι και πότε έπρεπε να εργάζονται πριν από κάθε έλεγχο. Τα εργαλεία ελέγχου υπήρχαν, φέρνοντας μάλιστα και αποτελέσματα. Ενδεικτικό είναι ότι οι δηλωμένες υπερωρίες διπλασιάστηκαν την περίοδο 2018-2019 από τον συνδυασμό των συστηματικών ελέγχων και της θεσμοθέτησης της ηλεκτρονικής δήλωσής τους.
Αφού τα δύο βασικά επιχειρήματα της κυβέρνησης δεν στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα, η «εγγύηση της τήρησης του ωραρίου στην πράξη» μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στη λογική που βρίσκεται πίσω από τον παραπάνω ισχυρισμό. Που δεν είναι άλλη από το ότι ο ίδιος εργαζόμενος θα ελέγχει από δω και πέρα τον εργοδότη του. Μια λογική όμως που δεν λαμβάνει υπόψη της το πόσο άνιση είναι η σχέση εργαζόμενου εργοδότη και καταλήγει να έχει μεγάλη απόσταση αυτό που συμβαίνει στο πεδίο.
Στην ελληνική αγορά εργασίας -όπου, για παράδειγμα, εργαζόμενοι σε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας αναγκάζονταν να διαφεύγουν μέσα από τις εξόδους κίνδυνου σε περίπτωση ελέγχου από το ΣΕΠΕ-, το να πετάς το μπαλάκι στον εργαζόμενο μπορεί εύκολα να νομιμοποιήσει την αυθαιρεσία. Είναι παραπάνω από υπαρκτός ο κίνδυνος να βρεθούμε μπροστά σε εργοδότες που ρίχνουν στον εργαζόμενο την ευθύνη της δικής τους παραβατικότητας. Με την ασάφεια μάλιστα του νομοθετικού πλαισίου να μπορεί να λειτουργήσει υπέρ τους.
Ακριβώς επειδή τα εργαλεία από μόνα τους δεν είναι αρκετά και η εργασιακή σχέση άνιση, χρειάζεται η παρέμβαση της Επιθεώρησης Εργασίας. Η αποτελεσματικότητά της όμως έχει ήδη δεχθεί σημαντικά πλήγματα τα τελευταία τρία χρόνια. Με την κατάργηση υποχρέωσης δήλωσης της υπερεργασίας, στην ουσία χαρίζεται μία ώρα απλήρωτης δουλειάς χωρίς να μπορεί το ΣΕΠΕ -με κάρτα εργασίας ή χωρίς- να επιβάλλει κυρώσεις. Έτσι, το να μπει τάξη στα ωράρια γίνεται αντικειμενικά πιο δύσκολο.
Το ίδιο δυσκολότερη γίνεται και η αποτρεπτική ισχύ της δράση της Επιθεώρησης μέσα από την κατακόρυφη μείωση των προστίμων – ένα από τα πρώτα μέτρα της σημερινής κυβέρνησης. Για να υπάρχει μια τάξη μεγέθους, για τις ίδιες συστηματικές παραβάσεις αδήλωτης υπερωρίας το πρόστιμο των 1.630.000 ευρώ, που επιβλήθηκε σε μεγάλη τράπεζα το 2017, με το νέο πλαίσιο θα ανερχόταν σε 109.000 ευρώ. Είναι παράλογο το ερώτημα πώς μπορεί να είναι στόχος η πάταξη της παραβατικότητας και ταυτόχρονα αυτή να κοστίζει λιγότερο στον παραβατικό εργοδότη
Αν στη θέση της επικοινωνίας βρισκόταν η ουσία, αντί να διαφημίζεται ως καινοτόμο ένα μέτρο που δεν προσθέτει κάτι στις ήδη υπάρχουσες τεχνικές δυνατότητες, η έμφαση θα ήταν αλλού. Στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για να αντιμετωπιστούν οι πραγματικά νέες προκλήσεις στην αγορά εργασίας: η τηλεργασία, η εργασία στις πλατφόρμες και η εργολαβοποίηση. Με σκοπό να δημιουργηθούν νέα εργαλεία ελέγχου, που θα βάλουν όρια σε πρακτικές που αλλάζουν τελείως τις εργασιακές σχέσεις. Και πολύ γρήγορα μπορεί να κάνουν τους όρους της συζήτησης εντελώς διαφορετικούς: ποια είναι η έννοια της κάρτας εργασίας όταν ο χώρος δουλειάς σου μπορεί να ταυτίζεται με το σπίτι σου;
* Ο Παναγιώτης Κορφιάτης είναι πρώην ειδικός γραμματέας του ΣΕΠΕ
πηγή : Αυγη