Χριστίνα Κοψίνη – εφσυν
Ο νόμος Χατζηδάκη επιχειρεί να θέσει τα σωματεία υπό την εποπτεία του υπουργείου Εργασίας ● Η προσφυγή του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθήνας και του επιχειρησιακού σωματείου της ACS στο ΣτΕ κατά του νόμου και της υπουργικής απόφασης Χατζηδάκη, για την υποχρεωτική εγγραφή των συνδικάτων σε μητρώο του υπουργείου Εργασίας, αναδεικνύει τον κίνδυνο παραβίασης βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων.
Ακόμη και ο αλήστου μνήμης Κωνσταντίνος Λάσκαρης, «υπουργός Απασχολήσεως» στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του 1974, ο υπουργός με τη μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στο συγκεκριμένο υπουργείο (γνωστός κυρίως για την πρόθεσή του να βάλει τέλος στην πάλη των τάξεων), αν και υποχρέωσε το 1974 τα σωματεία και τα συνδικάτα να δηλώνουν σε ειδικό αρχείο που τηρούνταν στο υπουργείο και στις νομαρχίες τα αναλυτικά στοιχεία των μελών τους, εν τέλει δεν νομοθέτησε αυτό που τόλμησε ο Κωστής Χατζηδάκης, 47 χρόνια μετά: να θεσμοθετήσει ακόμη και την αναστολή της νομικής προσωπικότητας των συνδικάτων αν δεν δεχτούν να θέσουν τα ταμειακά και άλλα στοιχεία τους υπό την εποπτεία του εκάστοτε υπουργού. Ισως τότε η πρόθεση του Λάσκαρη να είχε και μια περισσότερο εξυγιαντική χροιά, αν αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο τμήμα των σωματείων ήταν κατειλημμένο από τον εργοδοτικό και χουντικό εργατοπατερισμό.
Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο Π.Δ. 485/1974 (Α’ 189) «Περί τηρήσεως παρά τω Υπουργείω Απασχολήσεως και ταις Νομαρχίαις, Ειδικού Αρχείου» των εργασιακών επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων, ενώ προβλεπόταν για κάθε μία από τις επαγγελματικές ενώσεις και τα σωματεία ένας φάκελος με διάφορους υποφακέλους (καταστατικό, τροποποιήσεις, πρακτικά αρχαιρεσιών και αριθμητική δύναμη μελών, στοιχεία μελών διοίκησης, κανονισμοί και αλληλογραφία), δεν συνδεόταν η κατάθεση των δικαιολογητικών στις Αρχές με την αναστολή του δικαιώματος των οργανώσεων να υπογράφουν συμβάσεις ή να έχουν συνδικαλιστικές άδειες. Επίσης προβλεπόταν και ο χρόνος καταστροφής των στοιχείων των υποφακέλων.
Δυστυχώς, πίσω κι από το 1974 επιστρέφει ο υπουργός Εργασίας κι όσοι τον συμβούλευσαν αφού, σύμφωνα με τον τελευταίο εργασιακό νόμο 4808/21 και την Υπουργική Απόφαση που ακολούθησε ως «εν λευκώ» εξουσιοδότηση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, προβλέπεται ότι για τη διατήρηση της νομικής υπόστασης των συνδικάτων οφείλουν από την 1.1.22 να εγγραφούν σε ειδικό Μητρώο (ΓΕΜΗΣΟΕ) στο υπουργείο Εργασίας και να κοινοποιήσουν εκεί όλα τα στοιχεία τους.
Βάσει της ίδιας Υ.Α. οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ενώσεις προσώπων υποχρεούνται να εγγραφούν ηλεκτρονικά στο ΓΕΜΗΣΟΕ μέσω ειδικής διαδικτυακής πλατφόρμας η οποία τηρείται στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ. Και μόνο τότε αποκτούν νομική υπόσταση.
Αδειοδότηση συνδικάτων όπως αδειοδότηση επιχειρήσεων;
Εάν δεν συμμορφωθούν με την Υ.Α. και δεν τεθούν κάτω από την εποπτεία του υπ. Εργασίας, θα ανασταλούν τα βασικά δικαιώματα των συνδικάτων. Δηλαδή, δεν αρκεί πλέον η εγγραφή των σωματείων στο Ειδικό Βιβλίο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων και στους φακέλους που τηρούνται στο αρμόδιο κατά τόπο Πρωτοδικείο, αλλά τίθεται και ως προϋπόθεση για την ίδρυση μιας εργατικής ένωσης ή σωματείου προηγούμενη άδεια από κρατική αρχή. Διότι, η δυνατότητα του κράτους μέσω του υπουργού ή του γενικού γραμματέα υπουργείου να αρνηθεί την εγγραφή ενός συνδικάτου στο Μητρώο «ισοδυναμεί τελικώς με τη διαδικασία αδειοδότησης, η οποία απαγορεύεται», αναφέρουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθήνας (ΕΚΑ) και του Σωματείου Εργαζομένων ACS Ταχυδρομικές Υπηρεσίες ΑΕΕ στην προσφυγή των συνδικάτων ενώπιον του ΣτΕ για την ακύρωση της Υπουργικής Απόφασης (62599/26.8.21) του υπ. Εργασίας αναφορικά με το «Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και οργανώσεων εργοδοτών» (ΦΕΚ Β’ 4279/16.9.2021).
Αναστολή δικαιωμάτων
Αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι αμφισβητείται ο ρόλος της Δικαιοσύνης στη νομιμοποίηση των συνδικάτων αλλά και κάτι ακόμη: για όσο χρόνο μια συνδικαλιστική οργάνωση είτε δεν εγγράφεται είτε δεν καταθέτει τα προβλεπόμενα στον ν. 8808/2021 (άρθρο 83) και την Υ.Α. στοιχεία ή δεν τα καταθέτει επικαιροποιημένα στο ΓΕΜΗΣΟΕ αναστέλλονται τα δικαιώματα:
● για συλλογικές διαπραγματεύσεις και κατάρτιση συλλογικής σύμβασης
● για προστασία από την απόλυση και τη μετάθεση των συνδικαλιστικών στελεχών
● για σύγκληση γενικής συνέλευσης στον χώρο εργασίας, για συνδικαλιστικές άδειες, διανομή ανακοινώσεων, μηνιαία συνάντηση με τον εργοδότη
● για την παρουσία του συνδικάτου κατά τους ελέγχους της Επιθεώρησης Εργασίας.
Επίσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 96 του νόμου Χατζηδάκη, εάν τα συνδικάτα δεν εγγραφούν στο ΓΕΜΗΣΟΕ δεν θα μπορούν να εκπροσωπηθούν θεσμικά στις διοικήσεις φορέων που εποπτεύονται από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, όπως είναι τα Δ.Σ. των ΕΦΚΑ, ΟΑΕΔ καθώς επίσης τα τμήματα και η Ολομέλεια του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας.
Δυο συνδικαλιστικές οργανώσεις, μία πρωτοβάθμια και μία δευτεροβάθμια, διά των συνηγόρων τους (Αγ. Καίσαρη και Γ. Μελισσάρης) προσφεύγουν στο ΣτΕ και το καλούν να ακυρώσει την κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου Χατζηδάκη Υπουργική Απόφαση. Εκτιμούν ότι η Υ.Α. είναι ανίσχυρη διότι έχει εκδοθεί από αναρμόδιο, κατά το Σύνταγμα, όργανο (άρθρο 43, παρ.2). Γι’ αυτόν τον λόγο υποστηρίζουν ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον υπουργό, για ρύθμιση θεμάτων που αφορούν συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα, δεν είναι νόμιμη λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος, αλλά αρμόζει μόνο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την έκδοση Π.Δ.
Θέτουν δε στην κρίση του ΣτΕ το εξής ζήτημα:
«Στον βαθμό που η ίδρυση και λειτουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων εξαρτάται από προηγούμενη διοικητική άδεια, η Υ.Α. παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και τη συνδικαλιστική ελευθερία και αυτονομία;»
Το ερώτημα που τίθεται από ΕΚΑ, που ιδρύθηκε το 1910, αλλά και από το επιχειρησιακό σωματείο ACS που πήραν την πρωτοβουλία να θέσουν στο κέντρο της προσοχής μας την καταστρατήγηση της διάκρισης των εξουσιών και της συλλογικής αυτονομίας, μας αναγκάζει να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Να ανακαλέσουν και να καταγράψουμε, όπως κάνουν και στην προσφυγή τους, τις πολύ παλιές προσπάθειες ίδρυσης διοικητικού μηχανισμού Μητρώου εγγραφής των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο υπ. Εργασίας. Προσπάθειες οι οποίες, όπως καταγράφεται στο κείμενο της προσφυγής στο ΣτΕ, υπήρξαν με διάφορες μορφές από το 1914 (ν.281). Στη συνέχεια, με την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 87 (νομοθετικό διάταγμα 4204/1961) η κρατική εποπτεία αμβλύνθηκε μερικώς και επιβλήθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας με το άρθρο 10 του Ν.Δ. 890/971 για τα «Υποβλητέα στοιχεία αριθμητικής δυνάμεως σωματείου».
Θεωρούσαμε ότι η ανοιχτή κρατική παρέμβαση για τη σύσταση σωματείων ολοκληρώθηκε στην εποχή Λάσκαρη. Δυστυχώς κάναμε λάθος. Η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Αυτή τη φορά με το επιχείρημα της διαφάνειας και φροντίδας για την τήρηση της αντιπροσωπευτικότητας.