Η Ελλάδα υπήρξε η μοναδική χώρα της ΕΕ η οποία δεν προχώρησε σε αύξηση του κατώτατου μισθού, ούτε καν ως αναγκαίου μέτρου στήριξης των χαμηλών εισοδημάτων απέναντι στις επιπτώσεις της πανδημίας, για τα έτη 2020 και 2021.https://9a31c9edf3c2c0e3baea32d2dd3493ff.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-38/html/container.html
Πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ελλάδα αποτελεί το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός σωρευτικά μειώνεται από το 2010 διαγράφοντας μια τροχιά διαρκούς συρρίκνωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Η Ελλάδα υπήρξε η μοναδική χώρα της ΕΕ η οποία δεν προχώρησε σε αύξηση του κατώτατου μισθού, ούτε καν ως αναγκαίου μέτρου στήριξης των χαμηλών εισοδημάτων απέναντι στις επιπτώσεις της πανδημίας, για τα έτη 2020 και 2021.
O κατώτατος μισθός έχει συγκεκριμένη θεσμική σημασία κι αυτή είναι η εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, ιδιαίτερα για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, ένα κριτήριο προσδιορισμού του τι αποτελεί αξιοπρεπή κατώτατο μισθού είναι ο δείκτης Kaitz, ο οποίος αποτυπώνει τη σχέση του κατώτατου μισθού με τον διάμεσο μισθό. Σύμφωνα με αυτό τον δείκτη ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να βρίσκεται στο 60% του διάμεσου μισθού, για να θεωρείται ότι βρίσκεται στο όριο της σχετικής φτώχειας. Κάτω από το 50% η φτώχεια των μισθωτών είναι απόλυτη. Στην Ελλάδα το 2019 ο κατώτατος μισθός αντιστοιχούσε μόνο στο 48% του διάμεσου μισθού ορίζοντας τον, με κάθε επιστημονική εγκυρότητα, ως μισθό της απόλυτης φτώχιας.
Ασφαλώς αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό συνέπεια των μέτρων εισοδηματικής λιτότητας που εφαρμόστηκαν την περασμένη δεκαετία στη χώρα ή ακόμη μια ένδειξη της επιβράδυνσης των δεικτών ανάπτυξης και οικονομικής μεγέθυνσης.
Ωστόσο, θα αποτελούσε ένα πολύ βιαστικό συμπέρασμα που δεν επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα δεδομένα. Στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός δεν ξεπέρασε ποτέ το κρίσιμο 50% του διάμεσου μισθού φτώχιας τα τελευταία 20 χρόνια. Από την άλλη, αν υπήρχε απευθείας σύνδεση ανάμεσα στους αναπτυξιακούς δείκτες και την αύξηση του κατώτατου μισθού, δεδομένων των τελευταίων εκτιμήσεων που υπολογίζουν την ανάπτυξη ακόμη και στο 7%, θα έπρεπε να περιμένουμε μια γενναία αύξηση.
Το σχεδόν αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός πολιτικά έχει παγιωθεί να προβάλλεται ως κατώφλι της απόλυτης φτώχιας και όχι ως ελάχιστο όριο διασφάλισης μιας πραγματικά αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους εργαζόμενους. Το γεγονός ότι μόνη η ΓΣΕΕ από όλους τους κοινωνικούς εταίρους βρίσκεται να διεκδικεί την αύξησή του, καταδεικνύει μια γενικότερη πολιτική αντίληψη που τείνει να παγιωθεί. Επίσης, η διατήρηση του καθορισμού του κατωτέρου μισθού εκτός του πεδίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, παρά τις αντιδράσεις της πλειονότητας των κοινωνικών εταίρων, συμβάλει στην περαιτέρω υποβάθμιση του ζητήματος σε μια απλή παράμετρο των κυβερνητικών πολιτικών.
Τα παραπάνω αποτελούν ένδειξη μιας αναπτυξιακής στρατηγικής και ενός παραγωγικού προτύπου που έχει απαξιωθεί από την ίδια την οικονομική πραγματικότητα. Ο κατώτατος μισθός, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τείνει να πάψει να αποτελεί απλά μια ακόμη μακροοικονομική μεταβλητή ρύθμισης των πληθωριστικών τάσεων. Μια προσεκτική επισκόπηση των ευρωπαϊκών δεικτών καταδεικνύει ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες προχωρούν σε συνεχείς περιοδικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, αναμορφώνοντας παράλληλα τα παραγωγικά τους πρότυπα και υιοθετώντας αναπτυξιακούς σχεδιασμούς υψηλών προσδοκιών. Κατά το έτος 2021 δεκαεπτά κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό, τρία κράτη-μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός διατηρήθηκε στο ύψος του 2019. Να σημειωθεί ότι από τα δεκαεπτά κράτη που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, τα δεκατέσσερα τον είχαν αυξήσει και το 2020. Αλλά ακόμη και οι δύο από τις τρεις χώρες που διατηρήσαν τον κατώτατο μισθό σταθερό, η Εσθονία και η Ισπανία, τον είχαν ήδη αυξήσει σημαντικά το 2020 σε ποσοστά της τάξης του 8,1% και 5,5%, αντίστοιχα. Τέλος, μόλις πριν λίγες μέρες, η ισπανική και η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσαν την απόφασή τους να προχωρήσουν εκ νέου σε αυξήσεις του κατώτατου μισθού, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα αγγίξει το υψηλότερο ποσοστό της δεκαετίας.
Αυτή η πανευρωπαϊκή γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού δεν είναι τυχαία. Αποτελεί ένδειξη μιας ενδεχόμενης μεταστροφής σε πολιτικές που στοχεύουν στην αναβαθμισμένη συμπερίληψη των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία. Οι παραγωγικές και οργανωτικές καινοτομίες, συνεχίζουν να στηρίζονται όλο και περισσότερο στην αξιοποίηση της τεχνογνωσίας που παράγουν και διαχέουν οι εργαζόμενοι, τεχνογνωσία που αποτελεί και τον πραγματικό πλούτο των επιχειρήσεων. Το σημαντικότερο κεφάλαιο παραμένει το ανθρώπινο και η διαπίστωση αυτή μεταφράζεται σε πολιτικές και σχεδιασμούς που αποσκοπούν τόσο στην βελτίωση της ποιότητας της εργασίας, όσο και σε δικαιότερη αμοιβή των εργαζομένων.
Στην περίπτωση της χώρας μας μοιάζει να επικρατεί η εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Ασφαλώς, μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί να συνιστά ένδειξη βιώσιμης ανάπτυξης και μειώνει δραματικά τις συλλογικές προσδοκίες ως προς την διαμόρφωση νέων, περισσότερο φιλόδοξων παραγωγικών προτύπων. Αντίθετα, η συνεχής βελτίωση της ποιότητας της εργασίας μπορεί να αποτελεί σταθερό αίτημα των εργαζομένων, αλλά συγχρόνως αναδεικνύεται και σε επίπεδο ευρωπαϊκών πολιτικών σε παράγοντα διασφάλισης της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η παρωχημένη αντίληψη που ήθελε την μείωση του μισθολογικού κόστους ως το κύριο παράγοντα αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων αποτελεί πλέον εξαιρετικά επισφαλή αλλά και πολύ μοναχικό δρόμο.
Καμιά επιχείρηση δεν μπορεί να παραγάγει αξία από την εργασία αν δεν έχει φροντίσει πρώτα να διασφαλίσει την αξιοπρέπεια των ίδιων των εργαζομένων της.
Ο Χρήστος Γούλας, PhD, είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ
πηγη: ieidiseis