Εργασιακό νομοσχέδιο / Φθηνή η εργασία, φθηνότερες οι απολύσεις

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Εργασιακό νομοσχέδιο / Φθηνή η εργασία, φθηνότερες οι απολύσεις

Το εργασιακό νομοσχέδιο δεν μειώνει μόνο τα εισοδήματα των εργαζομένων, αλλά αυξάνει ακόμα περισσότερο την κερδοφορία των επιχειρήσεων

Δεν έχουν τέλος οι «παροχές» της κυβέρνησης προς τους εργοδότες, καθώς μέσα από τις διατάξεις του νομοσχεδίου για τα εργασιακά επιδιώκεται με κάθε τρόπο η απρόσκοπτη μεγέθυνση των κερδών των επιχειρήσεων -κυρίως των μεγαλύτερων- σε βάρος του εργατικού εισοδήματος, που μειώνεται σχεδόν κατά 20% μόνο με τη μετατροπή του οκτάωρου σε δεκάωρο.

Αλλά μέσα από μια πιο προσεκτική ματιά σε διατάξεις του νομοσχεδίου αντιλαμβάνεται κανείς ότι το οκτάωρο που γίνεται δεκάωρο και το τετράωρο που θα φτάνει μέχρι τις δέκα ώρες την ημέρα σε δύο βάρδιες είναι η «κορυφή του παγόβουνου» της φτηνής εργασίας, την ώρα που οι μισθοί θα παραμείνουν όπως φαίνεται καθηλωμένοι για την επόμενη διετία (τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022).

Μείον 20.000 προσλήψεις

Ειδικότερα, την αμέσως επόμενη περίοδο η κερδοφορία των επιχειρήσεων θα συνεχιστεί με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς. Στη διάθεση των επιχειρήσεων είναι η τεράστια αύξηση των φθηνών υπερωριών μέχρι και 150 ώρες το έτος ή και πάνω από αυτά τα όρια με μια απλή απόφαση του γ.γ. του υπουργείου Εργασίας κατόπιν αίτησης του εργοδότη και της επιχείρησης και βέβαια χωρίς καμιά έγκριση από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), όπως ισχύει σήμερα.

Όμως οι παροχές Χατζηδάκη προς τις επιχειρήσεις δεν σταματούν εδώ, στη φτηνή και πλήρως ευέλικτη εργασία, που αναμένεται σε πρώτη φάση να στερήσει τουλάχιστον 20.000 νέες θέσεις εργασίας, καθώς οι επιχειρήσεις δεν θα προσλάβουν επιπλέον εργαζόμενους σε περιόδους παραγωγικής αιχμής.

Μικρότερες αποζημιώσεις

Η κερδοφορία των επιχειρήσεων επεκτείνεται μέσα από συγκεκριμένες διατάξεις που αφορούν τις ελεύθερες απολύσεις και τις ακόμα φθηνότερες αποζημιώσεις που θα μπορούν πλέον να καταβάλλουν οι εργοδότες, αντικαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τους λεγόμενους «ακριβούς» εργαζόμενους με χαμηλόμισθους, ελαστικούς και υποαμειβόμενους.

Σύμφωνα με τις σαρωτικές αλλαγές που προβλέπονται από συνδυασμό διατάξεων του νομοσχεδίου για τις απολύσεις και τις αποζημιώσεις, ενώ σήμερα ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση κατά την απόλυση -διατηρώντας φυσικά το δικαίωμα να την καταβάλλει και σε δόσεις όταν το ποσό υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών-, με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο παρέχεται η δυνατότητα ο εργοδότης να καταβάλλει την αποζημίωση έως και τέσσερις μήνες μετά την απόλυση.

Μάλιστα, προβλέπεται ότι, εφόσον τηρηθεί το χρονικό διάστημα του τετραμήνου, η απόλυση δεν είναι άκυρη.

Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο αναφέρει στο άρθρο 65 πως εάν κατά την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των Νόμων 3198/1955 και 3863/2010, δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος ή / και δεν έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, το κύρος της καταγγελίας ισχυροποιείται εφόσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών και τυγχάνει εφαρμογής η ρύθμιση που προβλέπει ότι ο μισθωτός έχει τρεις μήνες περιθώριο για να εγείρει αξιώσεις μετά την απόλυσή του.

Σύμφωνα λοιπόν με τα προβλεπόμενα: α) ο εργαζόμενος απολύεται, αλλά δεν του καταβάλλεται η νόμιμη αποζημίωση, β) προσφεύγει εντός τριμήνου στο δικαστήριο ώστε η απόλυσή του να καταστεί άκυρη και γ) ο εργοδότης μπορεί να καταβάλει την αποζημίωση εντός τετραμήνου από την απόλυση διορθώνοντας έτσι εκ των υστέρων την ακυρότητα και καθιστώντας ισχυρή την καταγγελία.

«Αυτό που δεν λέει όμως η κυβέρνηση είναι ότι με το άρθρο 65 του νομοσχεδίου προχωρά ουσιαστικά σε οριζόντια μείωση όλων των αποζημιώσεων απόλυσης όλων των εργαζομένων κατά 10%» σημειώνει ο δικηγόρος – εργατολόγος Δ. Τεμπονέρας, προσθέτοντας ότι με το προηγούμενο καθεστώς «αν δεν έπαιρνε ο εργαζόμενος μέχρι και το τελευταίο ευρώ, κατά κανόνα η απόλυση ήταν άκυρη, με σημαντικές επιπτώσεις εις βάρος του εργοδότη».

Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος «θα πρέπει με το νέο πλαίσιο να κάνει αγωγή στα δικαστήρια για να πάρει το υπόλοιπο 10%, μια διαδικασία προφανώς οικονομικά και χρονικά ασύμφορη. Πρακτικά ο εργοδότης θα περιμένει να δει τις ‘διαθέσεις’ του εργαζομένου για να σταθμίσει τους όρους με τους οποίους θα καταβάλει την αποζημίωση».

ΠΗΓΗ– ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ