Χριστίνα Κοψίνη – εφσυν
Ενώ η κυβέρνηση αναζητεί μέσω του νέου εργασιακού, τρόπους για να μην κάνουν προσλήψεις οι επιχειρήσεις και να αξιοποιήσουν με ατομικές συμβάσεις -με διευθέτηση του χρόνου εργασίας και 10ωρα για τις περιόδους που έχουν αυξημένη παραγωγή– το ήδη υφιστάμενο ή και λιγότερο προσωπικό τους, η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας είναι ήδη εμφανής.
Και όχι μόνο γιατί η Ελλάδα, σύμφωνα και με τα στοιχεία του ILO, έχει τη δεύτερη υψηλότερη ανεργία μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από την ανάλυση στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η αναγκαστική λόγω της πανδημίας μείωση των ωρών εργασίας στην οποία υποβλήθηκαν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι ισοδύναμη με την απώλεια 492,9 χιλ. θέσεων πλήρους απασχόλησης
Η απώλεια σχεδόν μισού εκατομμυρίου θέσεων πλήρους απασχόλησης αντιστοιχεί με ποσοστό 10,7% του εργατικού δυναμικού και καλύφθηκε είτε μέσω της μείωσης του ωραρίου των μισθωτών είτε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας είτε μέσω της απόλυσής τους. Εάν αναλογιστεί κάποιος ότι οι φορείς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προβλέπουν κλείσιμο 200 χιλιάδων επιχειρήσεων, γίνεται αντιληπτό ότι η απώλεια μισού εκατομμυρίου θέσεων εργασίας δεν αποτελεί απλώς μια θεωρητική προσέγγιση αλλά μια νέα πραγματικότητα.
Τώρα το πώς εν μέσω αυτού του κινδύνου μονιμοποίησης των υψηλών ποσοστών ανεργίας το υπουργείο Εργασίας προτάσσει την αναδιανομή του χρόνου εργασίας για να εξοικονομηθούν πόροι από ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει διάφορες επιστήμες, από την οικονομική μέχρι την ψυχιατρική.
Ευρωπαϊκό ρεκόρ
Το γ’ και το δ’ τρίμηνο του 2020 υπήρξε μεγαλύτερη μεταβολή του αριθμού των ανέργων σε όλα τα κράτη-μέλη λόγω χαλάρωσης κάποιων μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και επαναλειτουργίας κλάδων που βρίσκονταν έως τότε σε αναστολή. Ωστόσο, όπως σημειώνουν, με εξαίρεση τις χώρες της Βαλτικής, τα ποσοστά ανεργίας δεν εμφάνισαν σημαντικές μεταβολές. Την προσωρινή μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά τους θερινούς μήνες ακολούθησε μια μικρή αύξηση τους χειμερινούς μήνες.
Τον Δεκέμβριο του 2020 το επίσημο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη, μετά την Ισπανία, αντιστοιχώντας στο 15,8% του εργατικού δυναμικού, όταν τον ίδιο μήνα του 2019 ήταν ίσο με 16,4%. Το ήδη υψηλό ποσοστό ανεργίας έχει ιδιαίτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη ότι στην εκτίμηση του επίσημου ποσοστού ανεργίας «δεν καταγράφονται οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή για πάνω από τρεις μήνες ή που λαμβάνουν εισόδημα μικρότερο του 50% του μισθού τους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στους οικονομικά μη ενεργούς. Συνεπώς, η τρέχουσα κατάσταση της αγοράς εργασίας μπορεί στατιστικά να αποτυπωθεί καλύτερα από τις μεταβολές στον αριθμό των απασχολουμένων και των οικονομικά μη ενεργών».
Σύμφωνα με το ΙΝΕ, η πανδημική κρίση δεν είχε την ίδια επίπτωση σε όλες τις ηλικίες. Οπως φαίνεται στο διάγραμμα 6, το οποίο αποτυπώνει το ποσοστό ανεργίας ανά ηλικιακή ομάδα, αυτές που επηρεάστηκαν εντονότερα ήταν οι ηλικίες 15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών. Ενώ στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες το ποσοστό ανεργίας παραμένει σχετικά σταθερό, στις δύο αυτές ομάδες αυξάνεται σημαντικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι που δεν εργάζονται, δεν βρίσκονται στην εκπαίδευση ή σε κάποιας μορφής επιμόρφωση παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση μετά το β’ τρίμηνο του 2020, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές βελτίωσης.
Το γ’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων αυτών ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη (19%). Μεγάλη ήταν η αύξηση και για τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 29 ετών, με το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται από 25% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 33% το δ’ τρίμηνο του 2020.