Παναγιώτης Κορφιάτης: Αναζητώντας τον χαμένο εργασιακό χρόνο

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Παναγιώτης Κορφιάτης: Αναζητώντας τον χαμένο εργασιακό χρόνο

Όταν ο Έλληνας εργαζόμενος είναι πρωταθλητής στην Ε.Ε. στον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας με 41,7 ώρες κατά μέσο όρο και η ανεργία κινδυνεύει να εκτοξευτεί στο 20% μέσα στο 2021 οι πολιτικές απαντήσεις θα έπρεπε να αναζητηθούν στην μείωση του χρόνου εργασίας και την οικοδόμηση ποιοτικών εργασιακών σχέσεων.

Γιατί υπάρχει η ανάγκη στην Ελλάδα, την στιγμή που η χώρα δεν έχει ξεπεράσει την δοκιμασία της πανδημίας και η μετάβαση στην επόμενη ημέρα παραμένει μια τεράστια πρόκληση , να ιεραρχεί η κυβέρνηση σαν πρώτη προτεραιότητα την κατάργηση του οχτάωρου;

Γιατί υπάρχει η ανάγκη για μια τέτοια ρύθμιση;

Η απάντηση βρίσκεται όπως συνήθως στην μεγάλη εικόνα. Μέχρι το 2017 οι δυνατότητες ελέγχου των ωραρίων και των υπερωριών ήταν περιορισμένες και το θεσμικό πλαίσιο διάτρητο. Η υπερεργασία δεν δηλώνονταν πουθενά και οι υπερωρίες χειρόγραφα. Η υιοθέτηση της ηλεκτρονικής και εκ των πρότερων δήλωσής τους σε συνδυασμό με την δράση του ΣΕΠΕ έβαλαν για πρώτη φορά κανόνες στην τήρηση των ωραρίων διπλασιάζοντας τον αριθμό των εργαζόμενων για τους οποίες δηλώθηκαν υπερωρίες.

Η παρέμβαση αυτή ήρθε σε σύγκρουση με πρακτικές χρόνιας παραβατικότητα ακόμα και σε μεγάλες και ισχυρές επιχειρήσεις, με τον τραπεζικό κλάδο να διακρίνεται για τις επιδόσεις του. Το ότι το χαρτί των απλήρωτων υπερωριών έγινε πιο δύσκολο φαίνεται ότι δεν ξεχάστηκε από όσους βρέθηκαν στην δυσάρεστη θέση να συμμορφωθούν με το εργατικό δίκαιο. Δεν είναι τυχαία ούτε η τότε στάση εναντίωσης του ΣΕΒ ούτε η πρόσφατη πρόταση της έκθεσης Πισσαρίδη για μείωση του κόστους υπερωριών.

Αυτή την πρόταση υλοποίει η κυβέρνηση. Με αυτήν οι εργαζόμενοι για τις ίδιες ώρες δουλειάς θα αμείβονται λιγότερο, χωρίς δηλαδή την προσαύξηση της υπερεργασίας/υπερωρίας. Ο περιορισμός του εργατικού κόστους είναι στον πυρήνα της διάταξης. Αυτά στο πεδίο της θεωρίας γιατί στην πράξη η κυβερνητική επιχειρηματολογία χάνει δύο πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, το ότι σε ατομικό επίπεδο και σε μια αγορά εργασίας όπου για κάθε δύο θέσεις εργασίας αντιστοιχεί ένας άνεργος, η έννοια της συναίνεσης του εργαζόμενου είναι κακόγουστο αστείο.

Και δεύτερον, το ότι σε πολύ μεγάλο αριθμό περιπτώσεων οι εργαζόμενοι δεν θα πάρουν ούτε την επιπλέον αμοιβή ούτε τις λιγότερες ώρες εργασίας. Η ίδια η φύση του μέτρου κάνει τον έλεγχο του περισσότερο δύσκολο – θα απαιτείται ένας έλεγχος για την διαπίστωση των ωρών εργασίας και ένας επιπλέον για το αν ο εργαζόμενος παίρνει ρεπό ή εργάζεται μειωμένες ώρες -, την ίδια στιγμή που τα πρόστιμα έχουν μειωθεί στο ευτελές ποσό των 400-600 ευρώ κάνοντας την παραβατικότητα «συμφέρουσα» και ενώ το ΣΕΠΕ απαξιώνεται κάθε μέρα και περισσότερο.

Ως ασφαλιστική δικλείδα για το παραπάνω μέτρο παρουσιάζεται η θέσπιση της κάρτας εργασίας. Ο ισχυρισμός εδώ είναι πως πλέον οι ώρες εργασίας θα δηλώνονται σε πραγματικό χρόνο. Αυτό όμως συμβαίνει ήδη – όλα τα δεδομένα της εργασιακής σχέσης δηλώνονται εκ των πρότερων στο ΕΡΓΑΝΗ- και το ΣΕΠΕ έχει πλήρη γνώση των δηλωμένων ωραρίων. Επομένως, το μέτρο αυτό δεν θα κάνει περισσότερο αποτελεσματική την δράση των ελεγκτικών μηχανισμών.

Επιπλέον, αν η λύση στο πρόβλημα της παραβατικότητα είναι η μετάθεση του ελέγχου του κάκου εργοδότη στον ίδιο τον εργαζόμενο, η κοινή λογική έχει πάει ήδη περίπατο. Η παραβατικότητα υπάρχει ακριβώς γιατί ο εργοδότης μπορεί να εκβιάζει τον εργαζόμενο με την απώλεια της θέσης εργασίας του. Επομένως, δεν επιλύεται στο μεταξύ τους επίπεδο . Ειδικά μια αγορά εργασίας σαν την ελληνική χρειάζεται ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και ισχυρά συνδικάτα γιατί η φωνή του μεμονωμένου εργαζόμενου στον χώρο δουλειάς του είναι εξαιρετικά αδύναμη. Πέρα από το λάθος της προσέγγισης, η εφαρμογή της ρύθμισης εμπεριέχει πολύ σημαντικούς κίνδυνους. Με τον σημαντικότερο την μετακύλιση της ευθύνης δήλωσης του χρόνου εργασίας από τον εργοδότη στον εργαζόμενο.

Όταν ο Έλληνας εργαζόμενος είναι πρωταθλητής στην Ε.Ε. στον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας με 41,7 ώρες κατά μέσο όρο και η ανεργία κινδυνεύει να εκτοξευτεί στο 20% μέσα στο 2021 οι πολιτικές απαντήσεις θα έπρεπε να αναζητηθούν στην μείωση του χρόνου εργασίας και την οικοδόμηση ποιοτικών εργασιακών σχέσεων. Η κυβέρνηση όμως έχει άλλες προτεραιότητες. Η ατζέντα της συνεχίζει από εκεί που τελείωσαν οι συνταγές του ΔΝΤ και κάθε μέρα που πέρνα γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη για τον κόσμο της εργασίας.

(Ο Παναγιώτης Κορφιάτης είναι πρώην Ειδικός Γραμματέας του ΣΕΠΕ)

ΠΗΓΗ