- Η κυβέρνηση της χώρας, συμπεριφέρεται ως «βιτρίνα» του ΣΕΒ και καταργεί τον εργασιακό, νομικό πολιτισμό 100 και πλέον ετών. Αν αυτό νομοσχέδιο έρθει και περάσει από τη Βουλή, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
«Στα κρυφά», προσπαθεί ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Χατζηδάκης, να περάσει διάταξη στο νομοσχέδιο, που πρόκειται να κατατεθεί στη βουλή μετά το Πάσχα, με την οποία οι απολύσεις, γίνονται πλέον, ανεξέλεγκτες.
Η κυβέρνηση, φέρνει την εναλλακτική λύση της επιπλέον αποζημίωσης, αντί της υποχρεωτικής επαναπρόσληψης, σε περίπτωση παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης.
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι, ο εργαζόμενος, χάνει το δικαίωμα στη θέση εργασίας του οριστικά και ο εργοδότης, υποχρεούται να καταβάλλει ορισμένους μόνο μισθούς υπερημερίας(ως αστική ποινή), σε περίπτωσης άκυρης απόλυσης και μόνο, αν το επιτρέπει η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης!
Σήμερα ο εργαζόμενος σε περίπτωση παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης έχει το δικαίωμα να προσφύγει δικαστικά και να απαιτήσει την επιστροφή του στην δουλειά, υποχρεώνοντας τον εργοδότη να καταβάλλει μισθούς υπερημερίας, συνήθως πολλών ετών(ακόμα και δεκαετίας).
Με τη συγκεκριμένη διάταξη, οι απολύσεις διευκολύνονται, απελευθερώνονται, γίνονται ανεξέλεγκτες, ξηλώνεται το δίκαιο της καταγγελίας και πέφτει το τελευταίο οχυρό της μισθωτής εργασίας, η προστασία από την απόλυση, που ισχύει εδώ και 100 χρόνια(ν.2190/1920).
Με άλλη ρύθμιση, δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη να σταματήσει την ακυρότητα της απόλυσης, αν αυτή συντελέστηκε – για παράδειγμα – για μη καταβολή αποζημίωσης ή δεν τηρήθηκε ορθά ο τύπος. Αίρεται συνεπώς, η θεμελιώδης υποχρέωση του εργοδότη σε περίπτωση απόλυσης, να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και να καταβάλλει την νόμιμη αποζημίωση, σε περίπτωση καταγγελίας, της σύμβασης εργασίας.
Πρόκειται για πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων, σε συνθήκες πανδημίας και οξείας
οικονομικής κρίσης.
Οι παρεμβάσεις αυτές, δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία».
Η κατάργηση του δικαιώματος επαναπρόσληψης σε περιπτώσεις παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης, με καταβολή χρηματικής αποζημίωσης, περιλαμβάνεται στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στις επιταγές της «Πράσινης Βίβλου» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Νοεμβρίου 2006, με τον τίτλο «Εκσυγχρονισμός της εργατικής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα». Πρόκειται για τις κατευθυντήριες γραμμές της επιβολής της «ευελασφάλειας» (flexicurity), οι οποίες αναίρεσαν ήδη, ορισμένες από τις βασικότερες διατάξεις του Εργατικού Δικαίου, σε όλη την Ευρώπη.
Στην Ελλάδα, στο όχι και τόσο μακρινό 2007, η «Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων» υπό τον καθηγητή κ.Κουκιάδη, παραδίδει πόρισμα, στην Υπουργό Εργασίας τότε, κ. Πετραλιά για τον εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου. Ανάμεσα στις προτάσεις της επιτροπής, βρίσκεται η «κατάργηση του δικαιώματος επαναπρόσληψης, σε περίπτωση δικαστικής κρίσης της απόλυσης, ως παράνομης και καταχρηστικής». Η Υπουργός τότε, κρατάει αποστάσεις από την επιτροπή και δεν τολμάει, να υιοθετήσει το ακραίο μέτρο.
Αρκετές χώρες στην Ευρώπη ενσωματώνουν το μέτρο στην εθνική τους νομοθεσία, προβλέποντας όμως κατά κανόνα, την αιτιολογημένη απόλυση.
Μεγάλη θύελλα ξεσπάει το 2015 στην Ιταλία, όταν ο Πρωθυπουργός της χώρας κ.Ρέντσι καταφέρνει τελικά να περάσει τον νόμο για τη «μεταρρύθμιση» του εργασιακού, ο οποίος είχε προκαλέσει την εντονότατη αντίδραση των ιταλικών συνδικάτων και των δυνάμεων της Αριστεράς. Με το σχετικό νόμο (JobsAct-κατάργηση του άρθρου 18 του «Καταστατικού των Εργαζομένων»)περιορίζεται η δυνατότητα επαναπρόσληψης σε περίπτωση, αβάσιμης απόλυσης. Ο εργοδότης υποχρεούται στο εξής να προσλάβει και πάλι τον εργαζόμενο που έχασε τη δουλειά του χωρίς εύλογη αιτία, μόνο αν η απόλυση αυτή, οφείλεται σε αποδεδειγμένη διάκριση. Για τις απολύσεις δε που οφείλονται σε οικονομικές δυσκολίες των επιχειρήσεων, η δυνατότητα επιστροφής στη θέση εργασίας μέσω δικαστικής προσφυγής αποκλείεται ρητά. Ο νόμος τελικά περνάει, αλλά ο κ. Ρέντσι, μπαίνει στο στόχαστρο των συνδικάτων αλλά και μερίδας του κόμματος του. Η αρχή του πολιτικού του τέλους, ξεκινάει.
Στην Ελλάδα το θέμα επανέρχεται έμμεσα, όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί το 2019 να θεσπίσει τον «βάσιμο λόγο απόλυσης», προκαλώντας μια θεμελιώδη αλλαγή στο δίκαιο της καταγγελίας, προστατευτική, υπέρ των εργαζομένων. Στην σχετική διαβούλευση που προηγείται του ν.4611/2019(βάσιμος λόγος απόλυσης) στη βουλή, στα πλαίσια της ακρόασης των κοινωνικών φορέων, σε υπόμνημά του(8.5.2019) ο ΣΕΒ επιχειρηματολογώντας, κατά της θέσπισης της αιτιολογημένης απόλυσης, αναφέρει ότι: «η νέα ρύθμιση, επίσης, δεν αντιμετωπίζει μια βασική παθογένεια του ελληνικού συστήματος: δηλαδή το να επιδικάζονται σε πολλές περιπτώσεις πολύ υψηλά ποσά ως μισθοί υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας, όταν, λόγω της βραδύτητας στην απονομή δικαιοσύνης, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα τελεσιδικήσει η δίκη για το κύρος της καταγγελίας. Η επιχείρηση δηλαδή, όταν ασκηθεί εναντίον της μια τέτοια αγωγή, παραμένει για χρόνια εγκλωβισμένη στην αβεβαιότητα και διατρέχει τον κίνδυνο τελικά να κληθεί να πληρώσει ένα υπέρογκο ποσό ως μισθούς υπερημερίας, ακόμη και για ένα μικρό, τυπικό ελάττωμα κατά την απόλυση». Η ιστορία έκτοτε, είναι λίγο πολύ γνωστή. Το άρθρο 48 του ν.4611/2019, σύμφωνα με το οποίο προστέθηκε στις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την εγκυρότητα της απόλυσης, αυτή της ύπαρξης του βάσιμου λόγου, είναι από τα πρώτα νομοθετήματα, που σπεύδει να καταργήσει η κυβέρνηση της ΝΔ (άρθρο 117 του ν. 4623/2019) αμέσως μετά τις εκλογές του 2019.
Το συμπέρασμα από τα ανωτέρω είναι ότι, η κυβέρνηση σήμερα, με πρόσχημα την πανδημία, νομοθετεί κατ’ εντολή του ΣΕΒ.
Η περαιτέρω ελαστικοποίηση του 8ώρου, το ξήλωμα του ν.1264/1982(συνδικαλιστικός νόμος), η απελευθέρωση των απολύσεων, η κατάργηση του στενού πυρήνα του δικαιώματος της απεργίας (μέσω της πρόβλεψης για προσωπικό ασφαλείας, στο ευρύτερο Δημόσιο) κ.α. είναι ρυθμίσεις, που κανείς δεν θα τολμούσε να καταθέσει στη βουλή, σε ομαλές συνθήκες.
Η κυβέρνηση της χώρας, συμπεριφέρεται ως «βιτρίνα» του ΣΕΒ και καταργεί τον εργασιακό, νομικό πολιτισμό 100 και πλέον ετών.
Αν αυτό νομοσχέδιο έρθει και περάσει από τη Βουλή, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Το λόγο έχουν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα.
Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος