Χωρίς τη δυνατότητα υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργαζόμενοι και συνδικάτα.
Σε ακρωτηριασμό των συνδικάτων, με ουσιαστική αφαίρεση της δυνατότητας να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά και δραστικό περιορισμό των αποφάσεών τους για την πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων οδηγούν συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου Χατζηδάκη που θα κατατεθεί στη Βουλή τον επόμενο μήνα.
Μέσω ρητών προβλέψεων, το εργασιακό νομοσχέδιο, με διάφορα τεχνάσματα, έρχεται να περιορίσει δραστικά τη λειτουργία των συνδικάτων οδηγώντας ακόμα και στον αποκλεισμό τους από την υπογραφή συλλογικής σύμβασης, αποδεικνύοντας έτσι ότι οι επερχόμενες ανατροπές στην εργασία είναι πολύ βαθύτερες και δεν περιορίζονται μόνο στην επιβολή εβδομάδας εργασίας 50 ωρών μέσω ατομικών συμβάσεων εργασίας και με απλήρωτες υπερωρίες για τους εργαζόμενους.
Ο θεσμικός αποκλεισμός
Πέρα από τον περιορισμό των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης (και σε ατομικό επίπεδο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπου θα εφαρμόζεται χωρίς κανέναν έλεγχο η δεκάωρη απασχόληση), το νομοσχέδιο με ρητή διάταξη προβλέπει την υποχρέωση συνδικάτων και εργοδοτών να εγγράφονται σε αντίστοιχα μητρώα προκειμένου να αποκτούν την ικανότητα για συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια προϋπόθεση (υποχρεωτικής εγγραφής στο μητρώο) δεν υφίσταται σήμερα και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας γίνονται από την αντιπροσωπευτικότερη συνδικαλιστική οργάνωση. Με τη συγκεκριμένη διάταξη του εργασιακού νομοσχεδίου ένα συνδικάτο θα έχει την ικανότητα της διαπραγμάτευσης μόνο με την εγγραφή των εκπροσώπων του στο μητρώο.
Όπως εκτιμούν συνδικαλιστικοί παράγοντες, η συγκεκριμένη διάταξη θα δημιουργήσει γραφειοκρατικά προσκόμματα, περιορίζοντας σημαντικά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του «συνδικαλίζεσθαι». Επίσης, όπως σημειώνουν, με τη συγκεκριμένη διάταξη καταργείται η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του Νόμου 1876 του 1990, γνωστού και ως συνδικαλιστικού νόμου, που προβλέπει ότι αντικείμενο συλλογικών συμβάσεων μπορεί να είναι και διάφορα ζητήματα περί επιχειρηματικής πολιτικής στο μέτρο που αυτά επηρεάζουν άμεσα τις εργασιακές σχέσεις.
Ακόμα και νομικοί κύκλοι εκτιμούν ότι αν η ικανότητα για συλλογικές διαπραγματεύσεις συνδεθεί με διοικητικές και «γραφειοκρατικού» τύπου διαδικασίες, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση των οργανώσεων να υποβάλλουν οικονομικές καταστάσεις προκειμένου να εγγραφούν στο μητρώο, «ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποκλειστούν συνδικαλιστικές οργανώσεις από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης».
Κυρώσεις που οδηγούν σε lock out
Με το νομοσχέδιο προωθείται η εκ βάθρων αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, καθώς προβλέπονται η εξ αποστάσεως συμμετοχή σε γενικές συνελεύσεις αλλά και η υποχρεωτική εφαρμογή ηλεκτρονικής ψήφου για την πραγματοποίηση απεργίας.
Ουσιαστικά με τις νέες διατάξεις επανέρχεται το εργοδοτικό lock out όχι με τη μορφή της ανταπεργίας, αλλά με τη μορφή των κυρώσεων.
Συγκεκριμένα, στην προειδοποίηση για απεργία θα πρέπει επίσης να αναφέρονται και τα αιτήματα και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν, ενώ θα απαγορεύονται οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας καθώς, εάν γίνονται, η απεργία θα καθίσταται παράνομη. Όσοι μετέχουν σε κατάληψη ή βιαιοπραγούν θα τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη.
Επίσης προβλέπονται αλλαγές όπως η προϋπόθεση απογραφής στο ήδη νομοθετημένο Γενικό Μητρώο για την άσκηση συνδικαλιστικού δικαιώματος αλλά και η πρόβλεψη ηλεκτρονικής ψηφοφορίας κατά τη γενική συνέλευση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας.
Ακόμα προβλέπεται σημαντική αύξηση στο 35% για το προσωπικό ασφαλείας που θα πρέπει να εργάζεται σε περίπτωση απεργίας στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ. Με άλλα λόγια, η προκήρυξη απεργίας δεν θα «νεκρώνει» τον στενό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ μια απεργιακή κινητοποίηση μπορεί να σταματάει με δικαστική απόφαση στην περίπτωση που δεν τηρούνται οι νέοι αυστηροί όροι που θα επιτρέπουν τη διεξαγωγή της.
Αναλυτικά, οι βασικές διατάξεις του νομοσχεδίου που θα περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό την κήρυξη και την πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων έχουν ως εξής:
* Η Γ.Σ. των συνδικαλιστικών οργανώσεων πρέπει να παρέχει πραγματική πρακτική δυνατότητα συμμετοχής και ψήφου εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς. Ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας στην προειδοποίηση για απεργία θα πρέπει να αναφέρονται και τα αιτήματα και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν.
* Το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, που πρέπει να εξακολουθεί να εργάζεται σε περίπτωση απεργίας στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, ορίζεται σε τουλάχιστον 35%.
* Αν εκπρόσωπος εργοδότη παραλείψει να κάνει όλα όσα πρέπει για να καθοριστεί το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, τελεί ποινικώς κολάσιμη πράξη.
* Απαγορεύονται οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας. Αν λάβουν χώρα, η απεργία καθίσταται παράνομη. Όσοι μετέχουν σε κατάληψη ή βιαιοπραγούν τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη.
Μια συμπλήρωση στο «φακέλωμα»
Όπως εκτιμούν τα συνδικάτα αλλά και νομικοί κύκλοι, η εγγραφή στο μητρώο ως προϋπόθεση άσκησης του συνδικαλιστικού δικαιώματος έρχεται σε συνέχεια της ρύθμισης του Ν. 4635/2019 που «φακελώνει» τα συνδικάτα και προσπαθεί να τα χειραγωγήσει. Η ρύθμιση περιορίζει τη συλλογική αυτονομία των συνδικάτων και το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι όπως κατοχυρώνεται στο ίδιο το σύνταγμα (άρθρο 23).
Του Ανδρέα Πετρόπουλου – avgi