Σε περίπτωση που τα καθήκοντα του εργαζόμενου δεν μπορούν να ασκηθούν εξ αποστάσεως, τότε, ο τελευταίος κατά τη φυσική επιστροφή του στο χώρο εργασίας, υποχρεούται, κατά τις διατάξεις του νόμου, να παρέχει κατά μία ώρα παραπάνω ημερησίως τις υπηρεσίες του χωρίς αμοιβή.
του Γιάννη Καρούζου
Σύμφωνα με τα νομοθετικά μέτρα για την καταπολέμηση της διασποράς του ιού SARS-COV-2, αν ένας εργαζόμενος τεθεί από δημόσιο κρατικό φορέα (πχ. ΕΟΔΥ) σε κατ’ οίκον περιορισμό, τότε απουσιάζει δικαιολογημένα από την εργασία του για επτά ή δεκατέσσερις ημέρες, αναλόγως του περιεχομένου της δεσμευτικής κρατικής σύστασης για καραντίνα.
Κάνοντας χρήση της ανωτέρω «άδειας», ο εργαζόμενος αφενός απουσιάζει δικαιολογημένα από την εργασία του, αφετέρου, οφείλει να τηλεργάζεται κατά τη διάρκειά της. Οι αποδοχές του δε, καταβάλλονται κανονικά, δίχως περικοπή.
Σε περίπτωση όμως, που τα καθήκοντα του εργαζόμενου δεν μπορούν να ασκηθούν εξ αποστάσεως, τότε, ο τελευταίος κατά τη φυσική επιστροφή του στο χώρο εργασίας, υποχρεούται, κατά τις διατάξεις του νόμου, να παρέχει κατά μία ώρα παραπάνω ημερησίως τις υπηρεσίες του χωρίς αμοιβή. Η παραπάνω άνευ αποδοχών υπερεργασία, θα συνεχιστεί έως τη συμπλήρωση του μισού του χρόνου της απουσίας του εργαζόμενου.
Η παραπάνω ωστόσο ρύθμιση, είναι αρκετά προβληματική σε πολλά σημεία. Αρχικά, δεν προσδιορίζεται από το νομοθέτη, για πόσο χρονικό διάστημα ο εργοδότης, διατηρεί την παραπάνω αξίωσή του, για παροχή μίας ώρας παραπάνω εργασίας ημερησίως δίχως αμοιβή.
Με άλλα λόγια, δεν ρυθμίζεται με σαφήνεια, αν:
α) ο εργαζόμενος υποχρεούται αυτόβουλα σε παροχή της παραπάνω άνευ αποδοχών εργασίας,
β) αν αντιθέτως πρέπει να την απαιτήσει ο εργοδότης,
γ) αν η παραπάνω εργασία πρέπει να παρασχεθεί ακριβώς μετά την επιστροφή του εργαζόμενου από τον κατ’ οίκον περιορισμό, ή μπορεί να του απαιτηθεί οποτεδήποτε, αναλόγως τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης.
Ακόμα όμως, δεν αναφέρεται ποιο είναι το χρονικό διάστημα διατήρησης – απόσβεσης της υποχρέωσης του εργαζόμενου και αντίστοιχης απαίτησης του εργοδότη για παροχή άνευ αποδοχών εργασίας.
Επίσης, δεν οριοθετείται, ποια είναι η εξέλιξη της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζόμενου, ο οποίος απασχολείται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, και μετά την επιστροφή του στην εργασία, εκείνη λυθεί συμβατικά.
Ο εργοδότης, σε μία τέτοια περίπτωση δύναται να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να παράσχει την παραπάνω εργασία του χωρίς αποδοχές, ακόμα και λυθείσης της σύμβασης ορισμένου χρόνου;
Ή θα δύναται με αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού να αξιώσει την επιστροφή του τμήματος του μισθού που εκείνος κατέβαλε κατά την απουσία του εργαζόμενου και μη αναπλήρωσής αυτής (κατά το ήμισυ) κατά την επιστροφή του;.
Ή να τη συμψηφίσει με τις δεδουλευμένες αποδοχές του;
Τα παραπάνω ερωτήματα- προβληματισμοί, αναφύονται και στην περίπτωση, που ο εργαζόμενος μετά την επιστροφή του από την καραντίνα, αποφασίζει να αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία του.
Σε αυτή την περίπτωση, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η υποχρέωση του εργαζόμενου για παροχή άνευ αποδοχών εργασίας, καθίσταται αδύνατη και ως εκ τούτου ο εργοδότης δύναται να συμψηφίσει το μέρος του μισθού που κατέβαλε, με τη δικαιούμενη αποζημίωση απόλυσης.
Οι παραπάνω προβληματικές πυροδοτούνται ακόμα περισσότερο αν λάβουμε υπόψη μας τη νομοθετική παραδοχή ότι ο εργαζόμενος, ο οποίος ανυπαίτια, παρακωλύθηκε εξαιτίας σπουδαίου λόγου, από την παροχή υπηρεσιών, δικαιούται κανονικά τις αποδοχές του, χωρίς μείωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 657 ΑΚ.
Είναι φανερό, ότι ο νομοθέτης οφείλει να ρυθμίσει ειδικώς τα παραπάνω ζητήματα, προκειμένου να άρει την ανωτέρω ανασφάλεια δικαίου, και μελλοντικές πλην όμως βέβαιες διαμάχες εργαζόμενων και εργοδοτών.
Ο Γιάννης Καρούζος είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος