Περισσότερες από τις μισές νοσηλεύτριες που εργάζονται στο δημόσιο και στο ιδιωτικό σύστημα υγείας της Ελλάδας, έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής, ενώ τρεις στις δέκα δεν καταγγέλλουν το περιστατικό στα αρμόδια όργανα, σύμφωνα με διδακτορική έρευνα του Τομέα Οργάνωσης και Διοίκησης Ανθρώπινων Πόρων του Warwick Business School.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΠΑΠAΝΤΩΝΙΟΥ*
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε την περίοδο Οκτώβριος 2020 – Ιανουάριος 2021 και περιλάμβανε τη συλλογή δεδομένων μέσω έγκυρου ερωτηματολογίου, το οποίο εξετάζει τις σεξουαλικές εμπειρίες γυναικών (Sexual Experiences Questionnaire – SEQ) σύμφωνα με τις τρεις βασικές συνιστώσες που συνθέτουν την έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης, ήτοι την παρενόχληση με βάση το φύλο (σεξιστική), την ανεπιθύμητη σεξουαλική προσοχή και τέλος τον σεξουαλικό εξαναγκασμό. Στόχος της έρευνας ήταν η ολοκληρωμένη καταγραφή του φαινομένου στους φορείς της υγείας στην Ελλάδα και συμμετείχαν 1.219 νοσηλεύτριες. Το γεγονός αυτό την καθιστά μία από τις σημαντικότερες που έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα μας, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας. Το 76% των συμμετεχουσών εργάζεται στον δημόσιο τομέα, το 55% ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 41-50 ετών, το 40% έχει πτυχίο ΤΕΙ, ενώ το 35% κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, το 50% είναι άγαμες και το 30% έχει εργασιακή εμπειρία έως πέντε έτη.
Η μέση συχνότητα του φαινομένου ανήλθε στο 66%, γεγονός που αποδεικνύει ότι πάνω από τις μισές συμμετέχουσες έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, τουλάχιστον μια φορά στην καριέρα τους. Οσον αφορά τις κατηγορίες της σεξουαλικής παρενόχλησης, οι σεξιστικές συμπεριφορές είναι η πιο συχνή μορφή παρενόχλησης (συχνότητα 90%), ακολουθούμενη από τις συμπεριφορές ανεπιθύμητης σεξουαλικής προσοχής (συχνότητα 80%) και τέλος από τις πράξεις σεξουαλικού εξαναγκασμού (συχνότητα 14%). Μία στις δύο νοσηλεύτριες αντιμετωπίζει σεξιστικές συμπεριφορές σε καθημερινή ή συχνή βάση, ενώ συχνή είναι και η εμφάνιση συμπεριφορών ανεπιθύμητης σεξουαλικής προσοχής, όπως η διατύπωση αστείων σεξουαλικού περιεχομένου και αγγίγματα, γεγονότα που κάνουν τις νοσηλεύτριες να αισθάνονται άβολα. Τέλος, σπάνια είναι η συχνότητα εμφάνισης πράξεων και συμπεριφορών σεξουαλικού εξαναγκασμού (προσπάθεια για σεξουαλική συνεύρεση χωρίς τη συγκατάθεση του ατόμου).
Οσον αφορά τους δράστες της σεξουαλικής παρενόχλησης, την πλειονότητα αποτελούν άνδρες ιατροί (30,3%) καθώς και ασθενείς (10,8%). Μάλιστα, το 8% των συμμετεχουσών στην έρευνα υποστήριξε ότι έχει δεχθεί παρενόχληση ταυτόχρονα από διάφορους επαγγελματίες υγείας, στους χώρους λειτουργίας του νοσοκομείου. Το 60% των παραβατών είχαν ανώτερη υπηρεσιακή θέση σε σχέση με το θύμα, ενώ το 23% των θυτών ήταν σε κατώτερη υπηρεσιακά θέση. Η πλειονότητα των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης λάμβανε χώρα στις μονάδες φροντίδας ασθενών (24%), στους διαδρόμους του νοσοκομείου (22%), στο γραφείο του παραβάτη (14%) καθώς και στις αίθουσες εξέτασης των ασθενών (10%).
Oσον αφορά το πώς αντέδρασαν τα θύματα μετά την παρενόχλησή τους, αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί ότι το 31,6% των συμμετεχουσών «σιώπησε», το 29% αγνόησε και απέφυγε τον παραβάτη, ενώ μόλις το 10% του δείγματος ανέφερε το περιστατικό στα αρμόδια όργανα του νοσοκομείου. Σημαντικό γεγονός, επίσης, είναι ότι στις περιπτώσεις των νοσηλευτριών που κατήγγειλαν το περιστατικό, στη συντριπτική πλειονότητα (95%) δεν διεξήχθη εσωτερική έρευνα, ενώ στις περιπτώσεις που διεξήχθη εσωτερική έρευνα, σε ποσοστό 93%, δεν ελήφθη καμία απόφαση κατά του δράστη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ότι το 74% των νοσηλευτριών που μίλησαν για περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης δεν είχε την απαιτούμενη υποστήριξη από συναδέλφους, προϊσταμένους και στελέχη του νοσοκομείου.
Η παρούσα έρευνα είναι η πρώτη που διεξάγεται στην Ελλάδα και αναδεικνύει την έκταση του φαινομένου της οργανωσιακής σιωπής (Organizational Silencing) στους χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας. Η οργανωσιακή σιωπή αποτελεί ένα φαινόμενο συλλογικού επιπέδου, κατά το οποίο οι εργαζόμενοι σκόπιμα αποκρύπτουν πληροφορίες, ανησυχίες και ιδέες για σημαντικά προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία τους και γενικά με τον τρόπο λειτουργίας του οργανισμού στον οποίο εργάζονται.
Οσον αφορά τους κυριότερους λόγους για τους οποίους τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης δεν καταγγέλλουν το περιστατικό, το 40% δεν μίλησε λόγω της πεποίθησης ότι καμία δράση δεν θα αναληφθεί κατά του θύτη, το 25% δεν ανέφερε το περιστατικό εξαιτίας του φόβου ότι θα κατηγορηθεί αρνητικά από συναδέλφους, το 13% λόγω της έλλειψης εμπιστευτικότητας και διαφάνειας στις διαδικασίες του νοσοκομείου, το 12% εξαιτίας της έλλειψης υποστήριξης από τη διοίκηση αυτού, το 8% λόγω του φόβου αντεκδίκησης από τον θύτη και τον οργανισμό, ενώ το 2% δεν μίλησε για να μη χαλάσει τις σχέσεις του με ιεραρχικά ανώτερους.
Αρνητικές συνέπειες
Ανησυχητικά είναι τα ευρήματα αναφορικά με τις αρνητικές συνέπειες της σεξουαλικής παρενόχλησης στη σωματική, ψυχική και εργασιακή υγεία των θυμάτων. Αναλυτικότερα, το 40% αντιμετώπισε σωματικά προβλήματα (πονοκέφαλος, δυσκολία στη συγκέντρωση, αϋπνία), το 46% ψυχολογικά προβλήματα (άγχος, κατάθλιψη, αρνητική διάθεση, ψυχολογική εξάντληση), ενώ το 35% αντιμετώπισε προβλήματα στη διεκπεραίωση των καθηκόντων του (απουσία από την εργασία, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλή ικανοποίηση, παραίτηση).
Επιπροσθέτως, οι νοσηλεύτριες ρωτήθηκαν εάν αποφάσισαν μεταγενέστερα να σπάσουν τη σιωπή τους και να μιλήσουν ανοιχτά για τις εμπειρίες τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μόλις το 5% των θυμάτων που είχαν αρχικά αποφασίσει να μη μιλήσουν, έσπασαν τη σιωπή τους αργότερα. Το γεγονός αυτό και μόνο καταδεικνύει πόσο δύσκολο είναι για τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης να βρουν τη δύναμη και να μιλήσουν ανοιχτά για τις εμπειρίες τους.
Συμπεράσματα
Η παρούσα έρευνα κατέδειξε ότι και στις υπηρεσίες υγείας το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης ανθεί, αφού άνω του 60% των συμμετεχουσών στην έρευνα έχει αντιμετωπίσει αντίστοιχες συμπεριφορές. Συνηθέστερες είναι οι σεξιστικές συμπεριφορές προς τις νοσηλεύτριες, που ως στόχο έχουν να μειώσουν και να προσβάλουν την αξιοπρέπειά τους, τόσο ως γυναικών όσο και ως επαγγελματιών της υγείας. Επιπλέον, οι δυσμενείς συνέπειες της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν αφορούν μόνο το θύμα, αφού ενδέχεται να αυξήσουν τις διαπροσωπικές συγκρούσεις των εργαζομένων καθώς και να μειώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Ετσι, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα λήψης μέτρων για τη μείωση της συχνότητας του φαινομένου. Κυρίως στον δημόσιο τομέα, δεν υπάρχει παρουσία μηχανισμών που να αποτρέπουν την «οργανωσιακή σιωπή» και να επιτρέπει στα θύματα να μιλήσουν χωρίς φόβο για τις εμπειρίες τους. Αναγκαία κρίνεται η δημιουργία μιας ανεξάρτητης επιτροπής που θα αξιολογεί τις καταγγελίες των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, αφού η πλειονότητα δεν μιλάει εξαιτίας της απουσίας επαρκούς ανταπόκρισης από τους υπευθύνους καθώς και της έλλειψης διαφάνειας των διαδικασιών.
Αναγκαία επίσης κρίνεται η δημιουργία ενός φορέα ο οποίος θα βοηθάει σε νομικό επίπεδο τα θύματα που καταγγέλλουν περιστατικά, αφού είναι σύνηθες οι θύτες να προσπαθούν να εκφοβίσουν τα θύματα που προτίθενται να μιλήσουν μέσω της υπηρεσιακής τους ισχύος αλλά και μέσω της επιδίωξης της οικονομικής τους εξόντωσης, λόγω των δυσβάσταχτων νομικών εξόδων που καλούνται να αναλάβουν μετά την κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς. Τα παραπάνω δείχνουν ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης χρήζει συλλογικής προσέγγισης με τη συμμετοχή όλων των φορέων στον χώρο της Υγείας, όπως συνδικαλιστικών οργανώσεων, συλλόγων εργαζομένων, εκπροσώπων του υπουργείου και ΜΚΟ. Τέλος, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η σεξουαλική παρενόχληση δεν αποτελεί φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά τον θύτη και το θύμα. Αντιθέτως, όλοι οι εργαζόμενοι έχουν ευθύνη για την εξάπλωση του φαινομένου, αφού έχει αποδειχθεί ότι οι πράξεις των ατόμων που εργάζονται στον οργανισμό, ενδέχεται να συμβάλουν είτε στην εμφάνιση συμπεριφορών σεξουαλικής παρενόχλησης είτε στην αποτροπή των θυμάτων να μιλήσουν για το θλιβερό αυτό γεγονός.
* Ο κ. Παναγιώτης Σ. Παπαντωνίου, MSc, MBA, MPhil, είναι υποψήφιος διδάκτωρ Warwick Business School, UK.