Μια ενδιαφέρουσα άποψη για την εισαγωγή της κεφαλαιοποίησης στην επικουρική ασφάλιση από τον κο Στεργίου Άγγελο, καθηγητή νομικής σχολής ΑΠΘ, στην Εφημερίδα των Συντακτών:
ΕΝΩ από την αντιμετώπιση της πανδημίας εξάγεται αβίαστα ο ευεργετικός ρόλος του κοινωνικού κράτους, τι συζητάμε στη χώρα μας για το αύριο; Για την εισαγωγή της κεφαλαιοποίησης στην επικουρικήασφάλιση. Δηλαδή, για την ατομική επιβράβευση του ασφαλισμένου που προϋποθέτει τη συνεχή παρουσία του στην αγορά εργασίας, καθώς και τη θετική απόδοση των επενδυμένων στις χρηματαγορές εισφορών του. Και τα δύο σχεδόν απουσιάζουν σήμερα από την ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα. Πιο άκαιρη δεν θα μπορούσε να είναι μια ανάλογη μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία.
Οι ένθερμοι υποστηρικτές του «ατομικού κουμπαρά» υπόσχονται οικονομική ανάπτυξη με τις εισφορές των ασφαλισμένων –να θυμίσουμε ότι με κεφάλαια των Ταμείων χρηματοδοτήθηκε τη δεκαετία του ’60 η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας–, μετατρέπουν τον ασφαλισμένο σε επενδυτή, μεταμορφώνουν την κοινωνική ασφάλιση σε αποταμίευση, «κοινωνικοποιούν» τη μετάβαση σ’ ένα ιδιωτικό σχήμα.
Ξεχνάνε ότι η επικουρική ασφάλιση ανήκει στον δημόσιο (κοινωνικό) πυλώνα του συστήματος. Το ελληνικό σύστημα έχει τη δική του ιστορία. Η επικουρική ασφάλιση στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μ’ έναν παρακολουθηματικό χαρακτήρα προς την κύρια και δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τη διανεμητική λογική της.
ΟΙ ΕΜΠΝΕΥΣΤΕΣ και σχεδιαστές του νέου συστήματος αναφέρονται στη Σουηδία κατά τρόπο επιλεκτικό. Στην πραγματικότητα, οι σουηδικοί ατομικοί λογαριασμοί (PMM, Premium Pension Agency) που κεφαλαιοποιούν τις εισφορές, καταλαμβάνουν συγκριτικά έναν μικρό χώρο του δημόσιου συνταξιοδοτικού πυλώνα, δεδομένου ότι οι εισφορές που καταβάλλονται σε αυτούς, ανέρχονται μόλις στο 2,5%. Το σουηδικό σύστημα είναι ένα σύνθετο «όλο» με τη δική του λογική και τις δικές του εσωτερικές ισορροπίες. Και το σημαντικότερο, στη Σουηδία έχουν κοινωνικό κράτος, με όλη τη σημασία του όρου.
ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ τις προτάσεις της έκθεσης Πισσαρίδη –το προσχέδιο συντάχθηκε πριν αρχίσει να φαίνεται το μέγεθος της υγειονομικής κρίσης–, προβάλλονται κάποια απλοϊκά και ανεπιβεβαίωτα επιχειρήματα υπέρ της κεφαλαιοποίησης, όπως αύξηση συντάξεων, διαφάνεια, οικονομική ανάπτυξη, ενώ αποσιωπώνται σκοπίμως οι σοβαροί κίνδυνοι τους οποίους αυτή περικλείει. Γενικά, όπως επισημαίνεται, η έκθεση Πισσαρίδη στηρίζει την πρότασή της για την κεφαλαιοποίηση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης σ’ ένα σύνολο υποθέσεων της συμβατικής οικονομικής σκέψης χαμηλού ωστόσο ρεαλισμού (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Η εναλλακτική πρόταση στην έκθεση Πισσαρίδη, σελ. 44).
Συνεχώς προβάλλεται ότι η κεφαλαιοποίηση δεν επηρεάζεται από τη δημογραφία. Στην εκκίνηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας τίθεται η υπόθεση ότι με την προσθήκη του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στην επικουρική ασφάλιση αντιμετωπίζεται μέρος του δημογραφικού ρίσκου. Πόσο επαληθεύσιμη, όμως, είναι αυτή η παραδοχή; Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων, παρά την καλλιέργεια αντίθετων εντυπώσεων, δεν μένουν ανεπηρέαστα από τον δημογραφικό παράγοντα. Ίσως λιγότερο, ωστόσο, δέχονται κι αυτά δημογραφικούς κλυδωνισμούς.
Στα εν λόγω συστήματα κάθε γενιά συγκεντρώνει πόρους για τη δική της σύνταξη. Αν όμως κατά τη στιγμή της μαζικής ρευστοποίησης της περιουσίας των Ταμείων, για τη χρηματοδότηση των συντάξεων της γενιάς που εξέρχεται από την αγορά εργασίας λόγω συνταξιοδότησης, οι εργαζόμενοι και γενικά οι οικονομικώς ενεργοί που θα μπορούσαν να αγοράσουν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, είναι λιγότεροι, τότε η αξία του κεφαλαίου θα εμφανιστεί μειωμένη κι επομένως οι συντάξεις χαμηλότερες. Απλώς, με τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα μεταφέρεται σημαντικό μέρος του δημογραφικού κινδύνου στον ίδιο τον ασφαλισμένο.
ΤΙ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ο επίδοξος μεταρρυθμιστής, προσφεύγοντας περισσότερο σ’ ένα μονομερές ιδεολογικό «repertoire»; Ισχυρίζεται ότι με την κεφαλαιοποίηση θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των νέων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Κοινώς και κυνικώς, οι νέοι θα παύσουν «να πληρώνουν τους γέρους». Και πώς προέκυψαν οι νέοι, ποιοι τους στήριξαν μέχρι σήμερα και θα τους στηρίζουν αύριο;
Σκόπιμα, το ιδεολόγημα περί αντιπαλότητας γενιών χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς. Σήμερα και αύριο, το κύριο πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης δεν θα είναι η επιβράβευση του ασφαλισμένου με θέσπιση κινήτρων, αλλά η ύπαρξη μιας διασπασμένης, ασταθούς και αβέβαιης αγοράς εργασίας. Με μερική απασχόληση, ευέλικτες μορφές απασχόλησης, μακρόχρονη ανεργία, το πρόβλημα δεν είναι «ποιους πληρώνεις», αλλά αν έχεις για να «τους πληρώσεις».
Ανάμεσα στις άλλες σκόπιμες «αβλεψίες» και η αποσπασματική αντιμετώπιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το τελευταίο είναι ένα «όλο» και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Όταν ο δεύτερος πυλώνας της επαγγελματικής ασφάλισης (Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης) λειτουργεί με κεφαλαιοποίηση, τι νόημα έχει να την εισαγάγουμε και στην επικουρική ασφάλιση; Γιατί να δημιουργηθεί ένα ανταγωνιστικό προς τα ΤΕΑ νέο δημόσιο επικουρικό ταμείο, που θα έχει χαρακτηριστικά επαγγελματικής ασφάλισης;
ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΘΟΛΟ ΣΗΜΕΙΟ: ποιος θα αναλάβει τη διαχείριση και ποιες θα είναι οι δαπάνες διαχείρισης; Ανακοινώθηκε γενικά ότι η διαχείριση των επενδυτικών προϊόντων θα γίνεται από έμπειρους επαγγελματίες. Θα είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες;
Γενικά, οι ατομικοί λογαριασμοί έχουν ένα διοικητικό κόστος το οποίο επιβαρύνει τους ίδιους τους ασφαλισμένους και το οποίο είναι ικανό να μειώσει σημαντικά το σωρευμένο από τις εισφορές κεφάλαιο. Μπορεί να ισχυρίζονται (Ασφαλιστικό: 12 ερωτήσεις και απαντήσεις για το νέο Επικουρικό των εργαζομένων) ότι η επικουρική ασφάλιση δεν ιδιωτικοποιείται, αλλά εννοούν την «ιδιωτικοποίηση» με την οργανική της έννοια. Στην ουσία, η επικουρική ασφάλιση ιδιωτικοποιείται, αφού χάνει τα κοινωνικά και συλλογικά της στοιχεία.
Οι συντηρητικοί ασφαλισμένοι (risk aversion) θα προβούν σε συντηρητικές τοποθετήσεις των χρημάτων τους, ενώ εκείνοι που έχουν ροπή προς το ρίσκο, θα επιλέξουν πιο παρακινδυνευμένες επενδύσεις. Σύνταξη-καζίνο για κάποιον που επιλέξει το επιθετικό προφίλ. Οι διαφορετικές συμπεριφορές των ασφαλισμένων και οι διαφορετικές αποδόσεις των κεφαλαίων οξύνουν εν τέλει τις ανισότητες, αφού όλοι δεν θα φανούν εξίσου τυχεροί σε αυτό το «παίγνιο». Από την άλλη πλευρά, η προσφορά πολλών επιλογών αυξάνει συγχρόνως και τα περιθώρια λάθους. Μπορεί η κυρίαρχη ιδέα στην επένδυση να είναι εκείνη του συνετού ανθρώπου, επιτρέπει όμως συμπεριφορές πολύ παρακινδυνευμένες. Για να αποδώσει, η ενεργός συμμετοχή προϋποθέτει μια χρηματοοικονομική παιδεία (financial education). Οι ασφαλισμένοι για να αυξήσουν τις αποδόσεις θα πρέπει να έχουν χρηματιστηριακές γνώσεις.
ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΤΙΛΟΓΟ θα προσθέταμε και κάποιες αντιρρήσεις συνταγματικότητας. Η νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού είναι σταθερή και σαφής: Η επικουρική ασφάλιση ανήκει στο δημόσιο σύστημα και γι’ αυτό τέθηκε υπό την εγγύηση του κράτους. Αν ο ασφαλισμένος, ακολουθώντας ένα επιθετικό πλάνο επενδύσεων, «πέσει έξω», το κράτος θα έρθει να καλύψει τη «χασούρα του τζογαδόρου» με κάποιο ελάχιστο ποσό; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι καταφατική. Η κρατική εγγύηση δεν είναι συμβατή με «ατομικό κουμπαρά». Απ’ ό,τι φαίνεται, η μάχη της κεφαλαιοποίησης θα δοθεί και στα ακροατήρια των δικαστηρίων.
Δείτε το εδώ