Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ, καθηγήτριας Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην διοικήτριας και προέδρου ΟΑΕΔ – ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Αν ο άνεργος επιλέγει μόνος του το αντικείμενο της κατάρτισής του με τη βοήθεια των συμβούλων των ΚΔΒΜ, σύμφωνα με το νομοσχέδιο του υπ. Παιδείας για την επαγγελματική εκπαίδευση, τότε στον ΟΑΕΔ δεν μένει παρά ο ρόλος του ελεγκτή της πρακτικής άσκησης των καταρτιζόμενων και του ταμία που εξοφλεί τους παρόχους και τις επιχειρήσεις, ενώ οι εργασιακοί του σύμβουλοι θα περιοριστούν στην παροχή βοήθειας στους ανέργους για την αναζήτηση εργασίας κατά το πρώτο εξάμηνο ανεργίας, σύμφωνα με όσα προτείνει η Εκθεση Πισσαρίδη.
Πολύ λίγο γνωστές είναι οι αλλαγές που εισάγει το νομοσχέδιο του υπ. Παιδείας για το «εθνικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και διά βίου μάθησης» στη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, για την οποία θα διατεθεί πακτωλός πόρων τα επόμενα χρόνια από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Μετά την απορρύθμιση της αγοράς κατάρτισης που είχε επιφέρει ο νόμος 4013/2012 με τη μείωση των προϋποθέσεων αδειοδότησης των παρόχων, το παρόν νομοσχέδιο έρχεται να καταργήσει τη διάκριση των ΚΔΒΜ (Κέντρα Διά Βίου Μάθησης) μεταξύ τύπου 1 και 2, εξωθώντας τα περισσότερα τύπου 1 στο κλείσιμο, και να ορίσει προδιαγραφές για το στελεχιακό δυναμικό, τις υποδομές και τον εξοπλισμό, διατηρώντας ταυτόχρονα τις προβλέψεις του νόμου 4547/2018 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την υποχρεωτική πιστοποίηση των προγραμμάτων κατάρτισης από τον ΕΟΠΠΕΠ, μετά τη θέσπιση ενός συστήματος διασφάλισης ποιότητας των τελευταίων. Στα αρνητικά του νομοσχεδίου συγκαταλέγεται ο στόχος των υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού των ΚΔΒΜ που είναι η διαμόρφωση ατομικού σχεδίου αναβάθμισης δεξιοτήτων και η επιλογή προγράμματος κατάρτισης ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες των ωφελούμενων, δραστηριότητες που καταργούν την αναγκαία διάκριση μεταξύ αυτού που προσδιορίζει τις ανάγκες κατάρτισης του ατόμου και αυτού που του παρέχει την κατάρτιση με δημόσιο χρήμα.
Η παραπάνω κριτική έχει να κάνει με τον τρόπο οργάνωσης του συστήματος συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων και εργαζομένων και τη θεσμική του αρχιτεκτονική, για τον οποίο είναι αποκαλυπτική η Εκθεση Πισσαρίδη, που αποτελεί τη βάση για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Θα περιοριστούμε σε μια κριτική της Εκθεσης για το προτεινόμενο σύστημα κατάρτισης των ανέργων, ξεκινώντας από τις προτάσεις της οι άνεργοι (α) να ωθούνται σε πρόγραμμα κατάρτισης της επιλογής τους εάν δεν βρουν δουλειά μέσα σε έξι μήνες από την εγγραφή τους στον ΟΑΕΔ, με ερωτηματικό για το αν αυτό θα είναι υποχρεωτικό για τη διατήρησή τους στο μητρώο ανέργων (β) να εξαναγκάζονται να συμμετέχουν σε πρόγραμμα κατάρτισης προκειμένου να λαμβάνουν το επίδομα ανεργίας κατά τους πρώτους έξι μήνες ανεργίας, εάν δεν μπορούν να αποδείξουν ότι ψάχνουν ενεργά εργασία (γ) να έχουν τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν εφόσον το επιθυμούν πριν από οποιαδήποτε αναζήτηση εργασίας.
Εκτός από την αυτονόητη κριτική ότι ένα ασφαλιστικό δικαίωμα ανταποδοτικού χαρακτήρα, όπως το επίδομα ανεργίας, δεν μπορεί να παρέχεται υπό όρους, από τις παραπάνω προτάσεις προκύπτει σειρά ερωτημάτων και ενστάσεων. Πρώτο, η ελεύθερη επιλογή του ανέργου να καταρτιστεί πριν από την όποια αναζήτηση εργασίας, καθώς και η ελεύθερη επιλογή του αντικειμένου της κατάρτισης πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από έξι μήνες ανεργίας ακυρώνει τον ρόλο του ΟΑΕΔ στη συμβουλευτική και στην εξατομικευμένη υποστήριξη των ανέργων, στο πλαίσιο της οποίας ο άνεργος μαζί με τον εργασιακό σύμβουλο συμφωνούν εάν ο πρώτος χρειάζεται κατάρτιση ή όχι, σε ποιο αντικείμενο και ποιας διάρκειας, ανάλογα και με τη ζήτηση στην αγορά εργασίας και με τη βοήθεια και ηλεκτρονικών διαγνωστικών εργαλείων και μεθόδων που ανέπτυξε ο ΟΑΕΔ τα τελευταία χρόνια.
Δεύτερο, από πουθενά δεν προκύπτει ότι εάν κάποιος δεν βρει δουλειά τους έξι πρώτους μήνες ανεργίας γι’ αυτό φταίει το ότι του λείπουν οι απαραίτητες επαγγελματικές δεξιότητες και όχι η έλλειψη θέσεων εργασίας στην ειδικότητά του. Τρίτο, στις σημερινές συνθήκες τεράστιας έλλειψης ευκαιριών αξιοπρεπούς εργασίας, η γενίκευση της κατάρτισης δεν αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα της ανεργίας αλλά επικίνδυνη πανάκεια, διότι μπορεί να οδηγήσει σε μαζική ενοχοποίηση των ανέργων για την ανεργία τους και την πιθανή άρνησή τους να καταρτιστούν.
Τέλος, εντελώς αυθαίρετη είναι και η πρόταση της Εκθεσης για θεωρητική κατάρτιση έξι μηνών για όλους τους καταρτιζόμενους πριν από την πρακτική άσκηση. Από πού προκύπτει ότι όλοι οι άνεργοι που βρίσκονται στην ανεργία επί έξι μήνες μετά την εγγραφή τους στον ΟΑΕΔ έχουν εξ ορισμού ανάγκη κατάρτισης και μάλιστα εξάμηνης διάρκειας; Ολες οι παραπάνω προτάσεις της Εκθεσης, στις οποίες να προσθέσουμε την επέκταση της κατάρτισης σε άτομα με χαμηλά εισοδήματα, κατατείνουν, εάν δεν αποσκοπούν ευθέως, στη δημιουργία μιας μεγάλης ιδιωτικής «βιομηχανίας» κατάρτισης με μεγάλους τζίρους, από τον συνδυασμό ενός πολύ μεγάλου αριθμού καταρτιζόμενων και μεγάλης διάρκειας θεωρητικών εκπαιδεύσεων.
Ανησυχία επίσης προκαλούν οι προτάσεις της Εκθεσης που αναφέρονται στη διοργάνωση της κατάρτισης από ιδιωτικά κέντρα που θα αξιολογούν και θα αποκλείουν όσους καταρτιζόμενους κρίνουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο πρόγραμμα, εφόσον η πληρωμή των κέντρων θα γίνεται με βάση τα αποτελέσματα που αυτά θα επιτυγχάνουν ως προς την ολοκλήρωση από τους ανέργους του εκπαιδευτικού προγράμματος και την πιστοποίηση των δεξιοτήτων τους, την τοποθέτησή τους σε θέση πρακτικής άσκησης και την ολοκλήρωση της τελευταίας, την εύρεση θέσης εργασίας και τη διατήρησή της για τουλάχιστον έξι μήνες.
Σε συνθήκες όμως ελλιπούς ζήτησης εργασίας και περιορισμένων θέσεων πρακτικής άσκησης, η επιλογή των ανέργων με βάση τις πιθανότητες επιτυχίας οδηγεί στο φαινόμενο του «ξαφρίσματος», δηλαδή στην επιλογή των ικανότερων για την ολοκλήρωση της κατάρτισης και αυτών με τη μεγαλύτερη πιθανότητα πρόσβασης στις περιορισμένες θέσεις εργασίας που προσφέρονται από τις επιχειρήσεις, ενώ οι λιγότερο «ανταγωνιστικοί», που θα έβρισκαν εργασία εάν υπήρχαν περισσότερες προσφερόμενες θέσεις πρακτικής άσκησης και εργασίας, μένουν απέξω. Συνεπώς, οι περισσότεροι δημόσιοι πόροι συγκεντρώνονται στους ικανότερους αντί στους λιγότερο ικανούς και η κατάρτιση λειτουργεί ως μηχανισμός επιλογής και πρόσβασης στην απασχόληση των ικανότερων, αντί ως μηχανισμός εξίσωσης ευκαιριών μεταξύ ικανών και λιγότερο ικανών. Τι εξυπηρετεί αυτό το σύστημα αν όχι την εξασφάλιση σίγουρου κέρδους για τα ΚΔΒΜ, στα οποία άλλες χώρες –μεταξύ των οποίων και η νεοφιλελεύθερη Μεγάλη Βρετανία– αναθέτουν προς κατάρτιση και ένταξη τους μακροχρόνια ανέργους και τις δύσκολες κατηγορίες ανέργων, ενώ οι δικές τους δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης αναλαμβάνουν τους υπόλοιπους;
Εντέλει, αν ο άνεργος επιλέγει μόνος του το αντικείμενο της κατάρτισής του με τη βοήθεια των συμβούλων των ΚΔΒΜ, σύμφωνα με το νομοσχέδιο του υπ. Παιδείας, στον ΟΑΕΔ δεν μένει παρά ο ρόλος του ελεγκτή της πρακτικής άσκησης των καταρτιζόμενων και του ταμία που εξοφλεί τους παρόχους και τις επιχειρήσεις, ενώ οι εργασιακοί του σύμβουλοι θα περιοριστούν στην παροχή βοήθειας στους ανέργους για την αναζήτηση εργασίας κατά το πρώτο εξάμηνο ανεργίας, σύμφωνα με την Εκθεση Πισσαρίδη που ρητά προτείνει τα παραπάνω. Αχαρος ρόλος για έναν Οργανισμό που τα τελευταία χρόνια προσέλαβε και κατάρτισε έναν μεγάλο αριθμό νέων εργασιακών συμβούλων υψηλών προσόντων και ανέπτυξε πληροφοριακά συστήματα, καινοτόμα ηλεκτρονικά εργαλεία και πιλοτικά προγράμματα, ώστε να παρέχει στους ανέργους συμβουλευτικές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου.