Είναι κοινός τόπος ότι το σχέδιο Πισσαρίδη είναι ένα κατασκεύασμα νεοφιλελεύθερης κοπής.
Η έκθεση πρεσβεύει ότι όλα θα πάνε καλά μόλις καταργηθεί το 8ωρο, η υπερωριακή απασχόληση και απελευθερωθούν οι απολύσεις, ή π.χ. ιδιωτικοποιηθεί η επικουρική ασφάλιση, μειωθεί η εθνική σύνταξη και καθιερωθεί η καθολική αναλογικότητα στις κύριες συντάξεις, «μεταρρύθμιση» που συνεπάγεται τη μείωση των χαμηλών συντάξεων τις οποίες λαμβάνουν σήμερα για λόγους κοινωνικής προστασίας όσοι είχαν λίγα χρόνια εργασίας ή/ και χαμηλούς μισθούς.
Με δεδομένο όμως ότι η ανάθεση της εκπόνησης του σχεδίου αυτού το οποίο χαράζει, υποτίθεται, τους βασικούς άξονες της πολιτικής για τα επόμενα 10 χρόνια, έγινε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ως αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ για «υπερφορολόγηση» και εκλέχτηκε με την υπόσχεση της μείωσης των φόρων, αξίζει να δούμε τι πρεσβεύει το σχέδιο Πισσαρίδη ως προς τη φορολογία: προτείνει πράγματι τη μείωσή της όπως έκανε προεκλογικά η ΝΔ, με ποιους όρους και για ποιους ακριβώς;
Δεν θα μειωθεί η συνολική φορολογία
Αφετηρία και βάση της πρότασης Πισσαρίδη για τους φόρους είναι πως δεν είναι δυνατή η μείωση του συνολικού βάρους της φορολογίας σαν σύνολο στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, πάρα μόνον αν μειωθούν σημαντικά οι δημόσιες δαπάνες και δεχτούν οι θεσμοί τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα πρέπει να βγάζει η Ελλάδα κάθε χρόνο, μετά τον τερματισμό της πανδημίας. «Μεσοπρόθεσμα, η δυνατότητα μείωσης των συνολικών φορολογικών βαρών θα εξαρτηθεί αφενός από την πορεία των δημόσιων δαπανών και αφετέρου από τους στόχους για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, όπως αυτοί θα συμφωνηθούν με τους πιστωτές, και στο πλαίσιο των κανόνων που θα ορισθούν για τα επόμενα χρόνια», αναφέρεται. Με δεδομένο εν τούτοις ότι η πανδημία και η ύφεση που την έχει συνοδεύσει έχουν εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος στο 208% του ΑΕΠ, μπορεί με ευκολία να προβλεφθεί ότι οι θεσμοί δεν θα δεχτούν τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, άρα καμία μείωση φόρων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν πρέπει να αναμένεται.
Αλλαγές όμως στη δομή των φόρων θα γίνουν καθώς η έκθεση Πισσαρίδη θέτει ως βασική προτεραιότητα την μείωση του ασφαλιστικού και φορολογικού βάρους στην εργασία. Τι προτείνεται λοιπόν και τι όχι:
• Δεν προτείνεται καμία αλλαγή στους πολύ υψηλούς έμμεσους φόρους, αν και η Ελλάδα λόγω της μεγάλης αύξησης των συντελεστών ΦΠΑ κατά τα μνημονιακά χρόνια, έχει αναδειχτεί σε πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια της έμμεσης φορολογίας, η οποία θεωρείται ως η πλέον κοινωνικά άδικη γιατί επιβαρύνει πολύ περισσότερο τα χαμηλότερα από ότι τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
• Δεν προτείνεται η μείωση του ΕΝΦΙΑ, προτείνεται όμως η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, που πληρώνουν μόνο οι κάτοχοι μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Ευνοημένες λοιπόν θα είναι οι μεγάλες περιουσίες.
Φορολογικές μεταρρυθμίσεις κοινωνικής αδικίας
Αντίθετα:
• Προτείνεται η ριζική αλλαγή του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, με μείωση του κόστους εργασίας από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, (η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3.9% ήδη νομοθετήθηκε). Η αλλαγή αυτή περιλαμβάνει την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος, την ενσωμάτωση των εισοδημάτων σε ενιαία φορολογική κλίμακα, την εισαγωγή προοδευτικότερων συντελεστών φορολογίας και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Όλα αυτά μεταφράζονται σε μείωση της επιβάρυνσης από φόρους και εισφορές στα υψηλά εισοδήματα (καθώς αυτή κρίνεται από την έκθεση Πισσαρίδη ως «υπερβολική») και σε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στα «δηλωμένα χαμηλά εισοδήματα» (ορατός στην έκθεση είναι ο υπαινιγμός ότι αυτά τα χαμηλά εισοδήματα δεν είναι πραγματικά) τα οποία σήμερα καλύπτονται από το αφορολόγητο.
Πού καταλήγουμε λοιπόν; Στο ότι αντίθετα από ότι υποσχόταν προεκλογικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα μειώσει τη συνολική φορολογία. Δεν μπορεί να το κάνει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Θα εφαρμόσει όμως ένα μείγμα φορολογικής πολιτικής που θα κινείται στον αντίποδα της φορολογικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και θα ευνοεί τα υψηλότερα εισοδήματα επιβαρύνοντας τα χαμηλότερα. Πώς λέμε κοινωνική δικαιοσύνη, ε ακριβώς το αντίθετο.