- Τι ισχύει μέχρι τέλους του έτους για τις άδειες των μισθωτών; – τι αποδοχές θα έχουν μέσα στην καραντίνα; – Μπορεί να αρνηθεί την άδεια ο εργοδότης για να μην πληρώσει ολόκληρο μισθό;
Αναστολή στην… αναστολή της σύμβασης εργασίας πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι που έχουν υπόλοιπο αδείας και η οποία πρέπει να δοθεί πριν το τέλος του έτους.
Για να πάρει ένας μισθωτός την ετήσια άδειά του με αποδοχές πρέπει να την ζητήσει με αίτηση. Δεν ισχύει δηλαδή η παλιά ρύθμιση όταν ήταν ευθύνη της επιχείρησης η ενημέρωση και απόδοση της άδειας. Και στην περίπτωση που αυτή δεν δινόταν, ο εργαζόμενος δικαιούνταν διπλάσια αμοιβή (αποζημίωση).
Εν μέσω καραντίνας και αναστολής των συμβάσεων εργασίας δεν έχει τροποποιηθεί ο τρόπος απόδοσης της άδειας ούτε η υποχρέωση αυτή να δοθεί μέχρι τέλους του χρόνου. Κατά συνέπεια όσοι εργαζόμενοι κρατούσαν υπόλοιπο (για παράδειγμα προκειμένου να μαζέψουν ελιές ή άλλο λόγο) ή η επιχείρηση δεν τους έδωσε το σύνολο της ετήσιας κανονικής άδειας εντός του καλοκαιριού, πρέπει τώρα να δράσουν. Να σημειωθεί ότι οι εργοδότες υποχρεούνται να χορηγήσουν μόνο στο 50% του προσωπικού άδεια μέσα στο καλοκαίρι (από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο κάθε έτους), αλλά πάντα έως δύο περιόδους, εκτός και εάν ζητήσει διαφορετικά ο δικαιούχος.
Άδεια για ολόκληρο μισθό…
Στην περίπτωση λήψης του υπολοίπου αδείας:
-Αυξάνεται ο μισθός αφού η επιχείρηση θα του καταβάλει το σύνολο των αποδοχών και όχι το 50% του προγράμματος ΣΥΝ-Εργασία .
-Διακόπτεται η αναστολή της σύμβασης και ο εργαζόμενος συνεχίζει να μισθοδοτείται κανονικά από την επιχείρηση (όπως συμβαίνει και στη διάρκεια του καλοκαιριού). Άρα ο μισθωτός θα λαμβάνει πλήρεις αποδοχές και όχι το ανάλογο των 800 ευρώ, εν προκειμένου 640 € μέχρι 30/11 που ισχύει η καραντίνα.
Ημέρες άδειας και προϋποθέσεις
-Ο χρόνος χορήγησης των αδειών καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη.
-Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.
-Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα. Όπως υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν του την ζήτησε ο μισθωτός .
-Η άδεια για το πρώτο ημερολογιακό έτος χορηγείται σε τμήματα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει σε αυτόν την αναλογία της κανονικής του άδειας (περίπου 2 ημέρες ανά μήνα απασχόλησης).
-Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με αποδοχές, που αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο έτος αυτό. Η αναλογία υπολογίζεται και πάλι με βάση της 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο .
-Στη διάρκεια του έτους αυτού και στο σημείο που συμπληρώνει 12 μήνες εργασία , η άδεια αυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους, να του χορηγήσει αναλογικώς ή ολόκληρη την άδεια που φθάνει μέχρι τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδεια του σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φτάσει τις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης μέσα στο τρίτο ημερολογιακό έτος.
-Οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο με αποδοχές.
https://www.ieidiseis.gr/ – Χρήστος Μέγας