Η πρόεδρος του σωματείου των «ενοικιαζόμενων» εργαζόμενων στις τράπεζες (ΣΥ.ΔΑ.Π.Τ.Τ.), Βασιλική Χριστοπούλου πρέπει άμεσα να επιστρέψει στην εργασία της μετά την παράνομη και καταχρηστική μετάθεσή της (βλέπε αναλυτικά). Αυτό επιτάσσει η προϊσταμένη της Επιθεώρησης Εργασίας στην οποία προσέφυγε η εργαζόμενη τον περασμένο μήνα.
Η Β. Χριστοπούλου, παρά το γεγονός ότι το δελτίο Εργατικής Διαφοράς** έχει σταλεί από τις 23/10/20 στους εμπλεκόμενους, δεν έχει κληθεί από την εργοδοσία πίσω στη θέση της και αν η εργοδοσία συνεχίζει να μη συμμορφώνεται τον λόγο θα πάριε η δικαιοσύνη. Το ΣΕΠΕ επιβεβαίωσε την καταγγελία του σωματείου ότι πρόκειται για μετάθεση που δεν οφείλεται σε εύλογη αιτία ή εξωγενή παράγοντα καθώς ο άμεσος εργοδότης, η εργολαβική εταιρεία Icap Outsourcing Solutions (ICAP), συνεχίζει να παρέχει το έργο που έχει συμφωνήσει με τον έμμεσο εργοδότη της κ. Χριστοπούλου, την Εθνική Τράπεζα.
«Η διακοπή της εργασιακής σχέσης, στον τόπο με το αντικείμενο των εργασιών και την ειδικότητα που είχε αποκτήσει από το 2007, συνιστά μονομερή πρακτική, των όρων που διαμορφώθηκαν με μακροχρόνια πρακτική, μεταβολή η οποία δεν φέρεται να οφείλεται σε εύλογη αιτία ή εξωγενή παράγοντα», αναφέρει το πρακτικό που έχει στη διάθεσή του το Left.gr.
Άρα, μιλάμε για μία μετακίνηση που σχετίζεται με την επί πολλά χρόνια συνδικαλιστική δραστηριότητα της συγκεκριμένης εργαζόμενης, η οποία προστατεύεται και από τις διατάξεις του συνδικαλιστικού νόμου (Ν.1264/1982), τις οποίες δεν σεβάστηκε η Εθνική Τράπεζα.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η Εθνική Τράπεζα επιχειρεί να υποσκάψει τη λειτουργία του σωματείου των «ενοικιαζόμενων» δια της μεταθέσεως του προέδρου, η πρώτη ήταν το 2013. Η ICAP είχε υποχρεωθεί τότε να ανακρούσει πρύμναν, και να επαναφέρει τον (τότε) πρόεδρο του σωματείου στην Τράπεζα, μετά τις συντονισμένες κινήσεις του σωματείου (τριμερής συνάντηση στο Υπουργείο Εργασίας, ερώτηση βουλευτών στο κοινοβούλιο).
Ακόμα ένα «ράπισμα» για τις εικονικές εργολαβίες
Το ενδιαφέρον στην τωρινή περίπτωση είναι ότι στο ίδιο αυτό πρακτικό του πορίσματος του ΣΕΠΕ σημειώνεται ότι η ICAP, «ως άμεση εργοδότρια ασκεί καταχρηστικά το εργοδοτικό δικαίωμα, καθώς η προσφεύγουσα εργάζεται μακροχρόνια σε συγκεκριμένο αντικείμενο στον Τραπεζικό κλάδο», εν προκειμένω στην Εθνική Τράπεζα.
Η τελευταία, όπως αναγνωρίζει το πόρισμα, «ασκεί επί της ουσίας το διευθυντικό δικαίωμα υποβάλλοντας στον άμεσο εργοδότη (σ.σ.: την ICAP), την ενόχλησή της για τη ζωηρή αντίδραση της συνδικαλίστριας».
Δηλαδή το πόρισμα αναγνωρίζει αυτό που έχουμε καταδείξει πολλάκις, ότι οι τράπεζες και πολλές ακόμα επιχειρήσεις καλύπτουν κομμάτια των εργασιών τους με προσωπικό τρίτων εταιρειών (με εξωτερική ανάθεση έργου – outsourcing) για να ρίχνουν το κόστος εργασίας και να παρακάμπτουν τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις και κανονισμούς εργασίας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Β. Χριστοπούλου δουλεύει αδιάλειπτα για λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας από το 2007 αλλά έχει τυπικά ως εργοδότη την ICAP!
Με τις εικονικές εργολαβίες, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν τις δεσμεύσεις του νόμου για το δανεισμό προσωπικού: α) την ίση αμοιβή του δανειζόμενου προσωπικού με το τακτικό και β) την υποχρέωση πρόσληψης του εργαζομένου από τον έμμεσο εργοδότη μετά από το χρονικό διάστημα 36 μηνών συνεχόμενης εργασίας.
Το πόρισμα όχι μόνο επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του Συλλόγου Δανειζομένου Προσωπικού Τραπεζικού Τομέα για συνδικαλιστική δίωξη αλλά καλεί «Σωματεία και Οργανώσεις να δραστηριοποιηθούν με κάθε πρόσφορο τρόπο, δικαστικό η πολιτικό, στον έλεγχο των συμβάσεων δανεισμού που καταστρατηγούν τα εργασιακά δικαιώματα».
Το σωματείο καλεί την Icap Outsourcing Solutions και την Εθνική Τράπεζα «να σταματήσουν να παίζουν παιχνίδια και να συμμορφωθούν αμέσως με τις υποδείξεις της Επιθεώρησης Εργασίας».
Η εκδικητική μετάθεση της Β. Χριστοπούλου συμβαίνει με φόντο τη δικαστική διεκδίκηση από άλλη «ενοικιαζόμενη» εργαζόμενη, η οποία απολύθηκε το 2019, της επαναπρόσληψής στην Εθνική Τράπεζα.
Παράλληλα, αναμένεται η κρίσιμη απόφαση του Αρείου Πάγου για μία ανάλογη υπόθεση.
Συγκεκριμένα, στις αρχές του 2020, μετά από προσφυγή πρώην (ενοικιαζόμενης) εργαζόμενης στην Εθνική Ασφαλιστική, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών αναγνώρισε ότι η «σύμβαση έργου» που υπέγραψε η ICAP με την Εθνική Ασφαλιστική ήταν στην πραγματικότητα σύμβαση δανεισμού εργαζομένων και, άρα, μετά τη πάροδο 36 μηνών, η εργαζόμενη αυτή θα πρέπει να θεωρείται υπάλληλος της Εθνικής Ασφαλιστικής (βλέπε αναλυτικά «Εικονικές εργολαβίες και με δικαστική σφραγίδα», Εποχή, 2/2/2020).
Η Εθνική Ασφαλιστική έχει κάνει αίτηση αναίρεσης της ιστορικής αυτής απόφασης στον Άρειο Πάγο, η ετυμηγορία του οποίου αναμένεται το 2021. Αν απορριφθεί η αίτηση της εταιρείας, ανοίγει ο δρόμος για μαζικές αγωγές ενοικιαζόμενων εργαζόμενων που θα διεκδικήσουν δικαστικά την αναγνώριση της εργασιακής τους πραγματικότητας.
Ότι, δηλαδή, καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των έμμεσων εργοδοτών τους. Και ότι η εικονική εργολαβία δεν μπορεί να συγκαλύψει πως το διευθυντικό δικαίωμα το ασκεί αυτός ο εργοδότης και όχι η εργολαβική εταιρεία (όπως η ICAP), η οποία λειτουργεί απλά ως μεσάζοντας.
** Αξίζει να θυμίσουμε ότι, στο επικείμενο αντεργατικό νομοσχέδιο, θα προβλέπεται ότι η διαδικασία των εργατικών διαφορών αφαιρείται από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας και ανατίθεται στον ΟΜΕΔ. Οι συνέπειες; Θα μπει φρένο στην πρόσβαση των εργαζομένων στη διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών, αφού πέραν από την αντικειμενική δυσκολία πρόσβασης στον ΟΜΕΔ, θα απαιτείται η συνδρομή δικηγόρου, ενώ η πλειονότητα των εργαζομένων που προσφεύγουν στο ΣΕΠΕ είναι απλήρωτοι και αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Επίσης, οι εργαζόμενοι θα χάσουν δύο πολύ σημαντικά εργαλεία: τη γνώση της αγοράς και την εικόνα της παραβατικότητας που έχουν τα τοπικά τμήματα επιθεώρησης και τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων (και προστίμων) στους παραβατικούς εργοδότες. Αυτή ακριβώς η αρμοδιότητα επιβολής προστίμων από το ΣΕΠΕ δεν υπάρχει στον ΟΜΕΔ, ο οποίος θα είναι ένα ουδέτερο εργαλείο και θα περιπέσει σύντομα σε αχρηστία (προς όφελος, φυσικά, των εργοδοτών).