Σε ένα άκρως επίκαιρο άρθρο της που δημοσιεύτηκε στις 30-09-2020 στην εφημερίδα Καθημερινή γνωστή σε όλους μας Άρτεμις Δεδούλη πρώην Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου πρώην άμισθη ειδική συμβούλος στο ιδιαίτερο γραφείο του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και σημερινή Πρόεδρος του ΕΚΚΑ παρουσιάζει τα ρίσκα και τους κινδύνους της μετατροπής του ασφαλιστικού συστήματος από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό. Κίνδυνοι που υπάρχουν ακόμα και στην περίπτωση που αυτό εφαρμοστεί μόνο στο σύστημα της επικουρικής ασφάλισης. Ο τίτλος του άρθρου είναι “Παρακινδυνευμένο εγχείρημα”
Ομολογούμε ότι το άρθρο μας δημιούργησε την απορία πως ένα κυβερνητικό στέλεχος της ΝΔ θέτει δημοσίως το θέμα ότι η έκθεση Πισσαρίδη οδηγεί σε μείωση συντάξεων. Καθώς σύμφωνα με το άρθρο “Ευλόγως λοιπόν διερωτάται κανείς εάν οδηγούμαστε σε νέα μείωση συντάξεων ή σε νέες δανειακές συμβάσεις.“
Δείτε αναλυτικά το άρθρο της Καθημερινής:
Μετά την έκθεση Πισσαρίδη και την τοποθέτηση νέου υφυπουργού επικεφαλής του τομέα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναζωπυρώθηκαν οι συζητήσεις και εντάθηκε η άποψη για ειλημμένες αποφάσεις μετατροπής του χρηματοδοτικού συστήματος με το οποίο λειτουργεί το δημόσιο υποχρεωτικό ασφαλιστικό σύστημα από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό.
Προφανώς και δεν πρόκειται για τη μετατροπή του συνόλου του ασφαλιστικού συστήματος της κύριας και επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αλλά μόνον της επικουρικής. Για τη μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό, είχε συσταθεί ομάδα εργασίας από τον προηγούμενο υφυπουργό. Το πόρισμα της επιτροπής έχει δημοσιοποιηθεί, αλλά ενόψει και της αποφάσεως του ΣτΕ για την επικουρική και του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που προωθείτο τότε (τελικά ν.46/2020), δεν ελήφθησαν πολιτικές αποφάσεις.
Αν και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν αποτελεί πανάκεια για τη λύση του συνταξιοδοτικού ζητήματος της κοινωνικής ασφάλισης, εντούτοις πολλοί από εμάς που δραστηριοποιούμαστε στον χώρο των κοινωνικών ασφαλίσεων, τόσο σε επιστημονικό-θεωρητικό επίπεδο όσο και σε διοικητικό-πρακτικό, υποστηρίξαμε πολλές φορές την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στο δημόσιο σύστημα ως συμπληρωματικής πηγής ενίσχυσης των συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και στοιχείων του κεφαλαιοποιητικό συστήματος στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα.
Όμως η αμιγής και καθολική μετατροπή του χρηματοδοτικού συστήματος της επικουρικής υποχρεωτικής ασφάλισης (που ήδη λειτουργεί με στοιχεία κεφαλαιοποιητικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης από το 2014 με τον ν. 4552/2014 κατά «σύσταση» της τότε τρόικας), με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα και τις συνθήκες στη χώρα μας, αποτελεί παρακινδυνευμένο εγχείρημα και απαιτεί αυξημένη επαγρύπνηση και μελέτη για τους εξής λόγους:
• Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται τις προσδοκώμενες αποδόσεις των επενδεδυμένων κεφαλαίων και το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από την κατανομή και επιλογή των επενδύσεων, από τη διαχείριση των κινδύνων, από την πορεία των κεφαλαιαγορών και την πορεία της οικονομίας γενικότερα.
• Επιπροσθέτως, όλοι οι κίνδυνοι και κυρίως ο επενδυτικός μεταφέρονται στο άτομο. Σε περιπτώσεις δε εργατικού ατυχήματος, αναπηρίας και θανάτου, τα ποσά των συντάξεων που καταβάλλει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι ανύπαρκτα ή προσδιορίζονται με μεγάλη δυσκολία και παρουσιάζουν εξαιρετική πολυπλοκότητα.
• Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν γίνεται αναδιανομή πλούτου. Ετσι ο «φτωχός» εργαζόμενος (με χαμηλές αποδοχές ή αποδοχές στα κατώτατα όρια) θα είναι κατά πολύ «φτωχότερος» κατά τη συνταξιοδότησή του.
• Γεννάται επίσης και ένα θέμα μείζονος ηθικής αξίας. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα διαρρηγνύει το κοινωνικό συμβόλαιο των δύο γενεών και τη διαγενεακή αλληλεγγύη πάνω στη οποία στηρίζεται το ασφαλιστικό σύστημα κύριας και επικουρικής ασφάλισης και θέτει σε «εμπόλεμη» κατάσταση τις νέες με τις παλαιές γενεές, με το καταλυτικό ερώτημα «εγώ γιατί να πληρώνω για σένα;».
• Η κεφαλαιοποίηση του επικουρικού υποχρεωτικού δημοσίου δικαίου συστήματος, το οποίο προσδοκάται να λειτουργήσει ως αναπτυξιακός μοχλός της ελληνικής οικονομίας και να αποδώσει περί τα 99 δισ. σε βάθος 40 χρόνων, είναι αβέβαιο και επισφαλές, σύμφωνα με τα παραπάνω και εξαρτάται από την πορεία των χρηματαγορών, τους κατάλληλους επενδυτικούς χειρισμούς αλλά και την πορεία της διεθνούς οικονομίας και τη γεωπολιτική σταθερότητα.
• Επίσης πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι επενδύσεις των κεφαλαίων δεν δύναται να κατευθυνθούν στο σύνολό τους στην ελληνική οικονομία για τρεις λόγους: 1ον θα υπάρξει πρόβλημα με την Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία θα απαιτήσει να επενδυθούν κεφάλαια και στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές, 2ον η συνετή διαχείριση των κεφαλαίων του κεφαλαιοποιητικού συστήματος επιβάλλει διασπορά του επενδυτικού κινδύνου και συνακόλουθα επενδύσεις σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, εντός και εκτός του εθνικού χώρου, και 3ον η ελληνική κεφαλαιαγορά έχει κατά το πρόσφατο παρελθόν παρουσιάσει σημαντικές αδυναμίες και κινδύνους.
• Γεννάται μάλιστα το ερώτημα ποιος θα επωμιστεί το οικονομικό κόστος της μετάβασης του διανεμητικού δημόσιου επικουρικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό. Με τη μετατροπή του δημιουργείται άνοιγμα για την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών του συστήματος για την καταβολή των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων της τάξεως των 60-65 δισ. περίπου σε παρούσα αξία, ποσό το οποίο πρέπει να εμφανιστεί ως υποχρέωση του κρατικού προϋπολογισμού στη συγκεκριμένη οικονομική χρήση.
• Ενδέχεται δε η γενιά μετάβασης να κληθεί να πληρώσει δύο φορές, πρώτα για τη χρηματοδότηση του νέου συστήματος των ατομικών τους λογαριασμών και δεύτερον να πληρώσει για το συσσωρευμένο αναλογιστικό έλλειμμα του προηγούμενου συστήματος.
• Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, μετά την αύξηση των επικουρικών συντάξεων σε εφαρμογή αποφάσεων του ΣτΕ, ο κλάδος επικουρικής ασφάλισης πέρασε σε ένα έλλειμμα της τάξεως των 60-70 εκατ. τον μήνα. Με βάση την προβολή του Ιουνίου, το έλλειμμα για το τέλος του έτους αναμένεται να ξεπεράσει τα 600-700 εκατ. Με τις επιπτώσεις δε στην αγορά εργασίας της COVID-19 μετά τον Αύγουστο, αναμένεται το έλλειμμα να υπερβεί τα παραπάνω ποσά.
Ο κλάδος επικουρικής ασφάλισης, για να χορηγήσει τα αναδρομικά, τις συντάξεις του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει 286 εκατ. ευρώ από το κοινό κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αν ο κλάδος επικουρικής ασφάλισης με τη μετατροπή του σε κεφαλαιοποιητικό στερηθεί και των εισφορών των εργαζομένων οι οποίοι θα μεταπηδήσουν στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ύψους περίπου 2,650 εκατ., γεννάται το μείζον ερώτημα ποιος θα επιβαρυνθεί με τη καταβολή των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων.
• Ευλόγως λοιπόν διερωτάται κανείς εάν οδηγούμαστε σε νέα μείωση συντάξεων ή σε νέες δανειακές συμβάσεις. Διότι αν το κράτος επωμιστεί τόσο το βάρος της μετάβασης όσο και την καταβολή των συντάξεων στο σημερινό ύψος, χωρίς μειώσεις, διερωτάται κανείς ποιο το όφελος από τη μετατροπή του συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό.
* Η δρ Αρτεμις Αναγνώστου-Δεδούλη είναι επίτιμη γενική διευθύντρια του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και πρόεδρος ΕΠΚΟΔΙ.