Των Γιάννη Αθανασάκη* και Φώτη Ντότσικα**
Η εικόνα ενός μισοάδειου τραπεζικού καταστήματος, με κενές θέσεις εργασίας και με ευμεγέθεις ουρές αναμονής για την εξυπηρέτηση του κοινού συναντάται όλο και συχνότερα την τελευταία δεκαετία. Η κρίση και η περιδίνηση στο υφεσιακό σπιράλ των «πέτρινων» μνημονιακών χρόνων άφησε τα σημάδια της στον συντελεστή «εργασία» μειώνοντας σχεδόν κατά 50% μέσα σε δέκα χρόνια τον αριθμό των εργαζομένων με σταθερές και ρυθμισμένες σχέσεις εργασίας στις τράπεζες. Με στοιχεία της ΤτΕ και της ΕΚΤ, από τους 65.682 εργαζόμενους στον τραπεζικό κλάδο στην Ελλάδα το 2009, φτάσαμε στους 36.727 στο τέλος του 2019, με τη διακηρυγμένη πρόθεση των τραπεζιτών έως τα τέλη του 2021 ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων να μην ξεπερνάει τις 30.000.
Το «κόλπο» της ενοικιαζόμενης εργασίας
Οι απασχολούμενοι συνολικά, βέβαια, στις τράπεζες δεν έχουν μειωθεί σημαντικά, μιας και με το «κόλπο» της υποκατάστασης σταθερών και με συλλογικές συμβάσεις ρυθμιζόμενων θέσεων εργασίας από επισφαλείς εργαζόμενους μέσω τρίτων εταιρειών οι τραπεζίτες είχαν καταφέρει να μειώσουν δραστικά τα λειτουργικά κόστη πριν ο ΣΕΒ ανακαλύψει την «κρυφή γοητεία» της ενοικιαζόμενης εργασίας και πολύ πριν οι υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη διατρανώσουν ως προς την προστασία της εργασίας ότι «καπιταλισμό έχουμε, δεν υπάρχουν εγγυήσεις»! Κι ύστερα ήρθε ο SARS-CoV-2 για να ενισχύσει αφενός την τάση «αποψίλωσης» εργαζομένων από τις τράπεζες και να επιταχύνει αφετέρου τις διαδικασίες ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζικών ιδρυμάτων. Και στις δύο παραπάνω τάσεις, κοινός παρονομαστής είναι ο κίνδυνος περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ενώ δεν υπάρχουν βάσιμα εχέγγυα ότι ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός των τραπεζών θα οδηγήσει σε βελτίωση παρεχόμενων υπηρεσιών και σε μια λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος προς όφελος της πραγματικής οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου.
Η τηλεργασία ήρθε για να μείνει;
Ένα από τα πρώτα παρεπόμενα της υγειονομικής κρίσης στις τράπεζες ήταν η υιοθέτηση μορφών εξ αποστάσεως εργασίας, με περίπου τους μισούς εργαζόμενους και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες να εργάζονται από το σπίτι. Κι αν η τηλεργασία ήρθε για να μείνει, όπως συνομολογείται από κυβέρνηση και εργοδότες, το ποιες θα είναι οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αλλαγής τελεί υπό διακύβευση. Για τις τράπεζες, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με χαμηλή κατάταξη στον δείκτη παγκόσμιας ψηφιακής ανταγωνιστικότητας (WDCR – 53η θέση στη διεθνή κατάταξη το 2019 σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο IMD), o ψηφιακός μετασχηματισμός και η τηλεργασία μπορεί να φαντάζουν ως ένα τεράστιο παράθυρο ευκαιρίας για περαιτέρω μείωση του λειτουργικού κόστους και αύξηση της κερδοφορίας. Για τους εργαζόμενους, από την άλλη, μπορεί κάλλιστα να σηματοδοτήσει διεκδικήσεις όπως η τετραήμερη απασχόληση με διατήρηση αποδοχών. Το σίγουρο είναι ότι, όπως και καμία άλλη εξέλιξη στην οποία εμπλέκεται ο ανθρώπινος παράγοντας, η τηλεργασία δεν θα έχει «ουδέτερο» πρόσημο και νοηματοδότηση, αλλά θα πάρει το πρόσημο που θα της δώσει ο πολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων.
Εργασιακή αποδιοργάνωση
Κάτι που γνωρίζουμε από επιστημονικές έρευνες σε χώρες που έχει λειτουργήσει η τηλεργασία, πολύ πριν την πανδημία, είναι η σημαντική αύξηση εργαζομένων με προβλήματα υγείας, κυρίως λόγω μεγέθυνσης του εργασιακού άγχους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη, τέτοιες μορφές απασχόλησης μπορεί να λειτουργήσουν ως «δούρειος ίππος» για την αποδιοργάνωση του θεσμικού εργασιακού πλαισίου: μη τήρηση ωραρίου, εκ περιτροπής εργασία, παραμονή του τηλεργαζόμενου σε κατάσταση διαρκούς εργασιακής διαθεσιμότητας (standby), μετακύλιση σταθερού κόστους επιχείρησης στον εργαζόμενο. Βεβαίως, το πιο σημαντικό είναι οι πιέσεις που θα δεχτούν οι εργαζόμενοι να αποδεχθούν να «τηλεργάζονται», πιέσεις που θα φτάνουν μέχρι και την απειλή απόλυσης. Και εδώ θα πρέπει το συνδικαλιστικό κίνημα στις τράπεζες, ξεπερνώντας τις αγκυλώσεις του, να δώσει μάχη για να υπερασπιστεί την εθελοντική βούληση για τηλεργασία και να προστατέψει τους εργαζόμενους από τα εκβιαστικά διλήμματα των εργοδοτών.
Άλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής κανενός ότι η τηλεργασία «κουμπώνει» πολύ καλά με τον γενικότερο σχεδιασμό κυβέρνησης και εργοδοτών όχι μόνο για περαιτέρω ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας αλλά και για απομόνωση των εργαζομένων από τις συλλογικές διαδικασίες. Όπως φάνηκε και με την πρόσφατη ψήφιση από Ν.Δ., ΚΙΝ.ΑΛΛ., Ελληνική Λύση του εκτρωματικού νόμου για την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, η ενότητα και οι συλλογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων ενοχλούν αφάνταστα τα ακραία νεοφιλελεύθερα σχέδια της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Μάχη υπεράσπισης της εργασίας
Σε κάθε περίπτωση, η αναμενόμενη ύφεση σε παγκόσμια κλίμακα, ακόμη κι αν έχει ασύμμετρα χαρακτηριστικά ως προς τον βαθμό επίδρασης στις διάφορες οικονομίες του πλανήτη, θα έχει ξανά νικητές και χαμένους. Είναι ενδεικτική η πρόβλεψη της προέδρου της ΕΚΤ Κρ. Λαγκάρντ σε πρόσφατη συνέντευξή της στους «Financial Times» πως οι συνθήκες κρίσης που διαμορφώνονται στην παγκόσμια οικονομία με αφορμή τoν SARS-CoV-2 είναι «very, very brutal» σε σχέση με την κρίση δημοσίου χρέους της προηγούμενης δεκαετίας. Σ’ αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένες τις σκληρά νεοφιλελεύθερες στοχεύσεις της παρούσας κυβέρνησης, συνδικάτα και εργαζόμενοι στις τράπεζες οφείλουν να δώσουν μάχη εμπροσθοφυλακής όχι μόνο για την υπεράσπιση αυτονόητων εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και για την ίδια τη φύση της εργασίας τους και τον κοινωνικό της αντίκτυπο. Αν η πανδημία γίνει το άλλοθι για την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στις τράπεζες, θα γίνει γιατί το συνδικαλιστικό κίνημα θα χει ρίξει «λευκή πετσέτα».
*Ο Γιάννης Αθανασάκης είναι μέλος του προεδρείου του Συλλόγου Υπαλλήλων της ΕΤΕ και μέλος της Γ.Σ. της ΟΤΟΕ
** Ο Φώτης Ντότσικας είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΟΤΟΕ
ΠΗΓΗ: Avgi