Ο προσδιορισμός της διάρκειας της σχέσης εξαρτημένης εργασίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως γιατί, ανάλογα με το εάν η διάρκεια της σχέσης εργασίας έχει προσδιορισθεί ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, διαφοροποιείται ο τρόπος και οι προϋποθέσεις της λήξης της εργασιακής σχέσης και ιδίως το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης.
Εν προκειμένω, η εργασιακή σχέση θεωρείται ορισμένου χρόνου όταν η διάρκεια αυτής είτε ορίζεται με ακριβή χρονικό προσδιορισμό της ημερομηνίας κατάληξής της, είτε συνάγεται από το είδος και το σκοπό της, όπως στην περίπτωση της σύμβασης δοκιμαστικής εργασίας ή όταν συνάπτεται με την εκτέλεση ορισμένου καθήκοντος ή ορισμένου έργου. Η τελευταία περίπτωση συντρέχει, για παράδειγμα, όταν προσλαμβάνεται μισθωτός για την προσωρινή αναπλήρωση άλλου μισθωτού που απουσιάζει προσωρινά ή για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών του εργοδότη ή για την εποχική εργασία του εργοδότη ή για την διεκπεραίωση συγκεκριμένης εργασίας.
Επίσης, ως ορισμένου χρόνου θεωρείται και η σύμβαση εργασίας που συνάπτεται με την προσχώρηση του μισθωτού σε κανονισμό εργασίας ή σε οργανισμό με ισχύ σύμβασης ή νόμου, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται και ο εργοδότης και ο μισθωτός να καταγγείλουν πρόωρα τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 672 ΑΚ. Βέβαια, εάν με τον κανονισμό ή τον οργανισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσης της σύμβασης εργασίας και η αίρεση αυτή πληρωθεί, η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 1110/1986, ΑΠ 1369/2003).
Όσον αφορά στην λύση της εν λόγω ειδικής μορφής εργασιακής σχέσης, αυτή λύεται με τους εξής τρόπους:
1) ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΔΟ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ:
Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου λύεται κατ’ αρχήν με την πάροδο του χρόνου για τον οποίο συνομολογήθηκε ή με την περάτωση του έργου στο οποίο απέβλεψε η σύναψη της εργασιακής σχέσης. Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος διάρκειάς της, ήτοι δεν απαιτείται να γίνει καμία περί λύσης δήλωση της μιας πλευράς προς την άλλη, ούτε βέβαια χρειάζεται η τήρηση ουδεμίας διατύπωσης, όταν ειδικότερα η σύμβαση είχε ήδη εξαρχής περιβληθεί του γραπτού τύπου. Να σημειωθεί ότι σε αυτή την περίπτωση δεν υφίσταται καμία υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης.
Βέβαια, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν λύεται εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 671 ΑΚ περί σιωπηρής ανανέωσης αυτής, σύμφωνα με την οποία «Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης». Επιπροσθέτως, η σύμβαση εργασίας δεν λύεται εάν πρόκειται για συμβάσεις των οποίων η ορισμένη διάρκεια δεν δικαιολογείται καθώς και εάν πρόκειται για συνεχόμενες (αλυσιδωτές ή αλλεπάλληλες) συμβάσεις ορισμένου χρόνου κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8 παρ.3 Ν. 2112/1920 ή των διατάξεων των ΠΔ81/2003 (όπου καθιερώνεται η αρχή της αποτροπής της κατάχρησης από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προσδιορίζοντας συγκεκριμένους αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων) και ΠΔ184/2004 (όπου περιλαμβάνονται αντίστοιχες διατάξεις προκειμένου για τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα).
2) ΜΕ ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΘΩΤΟΥ :
Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δύναται να λυθεί και με οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου που τυχόν προβλέπεται από τη σύμβαση εργασίας ή από τον ισχύοντα κανονισμό εργασίας. Ο εν λόγω τρόπος λύσης δεν ταυτίζεται με την καταγγελία της σύμβασης για σπουδαίο λόγο, αφού για την παραίτηση δεν απαιτείται να συντρέχει καμία προϋπόθεση, εν αντιθέσει με την καταγγελία της σύμβασης για την οποία απαιτείται να συντρέχει σπουδαίος λόγος.
3) ΜΕ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΛΟΓΟ :
Σύμφωνα με το άρθρο 672 ΑΚ τόσο ο εργοδότης όσο και ο μισθωτός έχουν δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλουν οποτεδήποτε τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για σπουδαίο λόγο, χωρίς την τήρηση προθεσμίας ενώ το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με αντίθεση συμφωνία. Εντάσσονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι διατάξεις του άρθρου 672 ΑΚ στο χώρο του αναγκαστικού δικαίου. Έτσι, είναι άκυρη ενδεχόμενη συμφωνία που αποκλείει το δικαίωμα καταγγελίας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου για σπουδαίο λόγο ή περιέχει υπέρμετρες δεσμεύσεις που συνεπάγονται το αυτό αποτέλεσμα, όπως είναι η τήρηση προθεσμίας.
Να σημειωθεί ότι τα μέρη δεν εμποδίζονται να συμφωνήσουν ότι ένα γεγονός αποτελεί λόγο πρόωρης λύσης της σύμβασης, έστω και αν αυτό αντικειμενικά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σπουδαίος λόγος. Επίσης γίνεται δεκτό ότι η καταγγελία της σύμβασης λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου, ως μονομερής δήλωση βούλησης γνωστοποιητέα στο έτερο μέρος της σύμβασης, μπορεί να γίνει και άτυπα, προφορικά ή και σιωπηρά, για το λόγο ότι ο έγγραφος τύπος απαιτείται κατά το άρθρο 5 Ν.3198/1955 μόνο για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου, με την παριέλευσή της δε σε εκείνον που απευθύνεται, επιφέρει αμέσως τη λύσης της σύμβασης για το μέλλον.
Όσον αφορά στην έννοια του σπουδαίου λόγου, αυτό μπορεί να συνιστά οποιοδήποτε περιστατικό εξ’ αιτίας του οποίου δεν είναι δυνατόν κατ’ αντικειμενική κρίση να αξιωθεί από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη η συνέχιση της σύμβασης εργασίας μέχρι τη συμφωνημένη ή από το νόμο υποχρεωτική λήξη της (ΑΠ 451/1999). Ο σπουδαίος λόγος δεν προϋποθέτει αναγκαστικά και υπαιτιότητα αυτού κατά του οποίου απευθύνεται η καταγγελία, ενώ τα περιστατικά τα οποία επικαλείται ο καταγγέλων δύνανται να αφορούν στο πρόσωπο/ συμπεριφορά του έτερου μέρους ή του ίδιου του καταγγέλοντος.
Ενδεικτικά, σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να αποτελέσει η παράβαση από τον εργοδότη ουσιωδών όρων της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 321/2000), η μετάθεση του εργαζομένου κατά παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 14/1999), η άρνηση του εργοδότη να καταβάλλει το σύνολο των συμφωνηθέντων αποδοχών και η απαίτηση κατά τρόπο εκβιαστικό προς το μισθωτό να δεχθεί αυτός εκ των υστέρων όρο ιδιαίτερα δεσμευτικό για αυτόν (ΕφΑθ 2193/1998), η κακόβουλη συμπεριφορά του εργοδότη που μειώνει ηθικά το μισθωτό (ΑΠ 6/1989).
Αντιθέτως, σπουδαίο λόγο έχει κριθεί ότι δεν συνιστά η επίμονη διεκδίκηση αμοιβής από τον εργαζόμενο (ΑΠ 1371/1999), ούτε η κατάργηση θέσεων λόγω αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών στην επιχείρηση (ΑΠ 166/1997) ή η αφερεγγυότητα του εργοδότη (ΑΠ53/1997).
Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υφίσταται δικαίωμα αποζημίωσης στις εξής περιπτώσεις:
1) ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΑΘΕΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ :
Σύμφωνα με το άρθρο 673 ΑΚ «Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο έγινε η καταγγελία, συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της σύμβασης, εκείνος που την αθέτησε έχει υποχρέωση σε αποζημίωση». Από την εν λόγω διάταξη είναι ευκρινές ότι, ανεξαρτήτως ποιος έκανε την πρόωρη καταγγελία, αξίωση αποζημίωσης έναντι του άλλου μέρους που αθέτησε τη σύμβαση έχει είτε ο εργαζόμενος είτε ο εργοδότης, εφόσον α) είτε η πρόωρη καταγγελία συνιστά η ίδια σπουδαίο λόγο για το άλλο μέρος, β) είτε η αθέτηση της σύμβασης από το ένα μέρος αποτελεί σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης για το άλλο μέρος.
2) ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ Ή ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ :
Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 674 ΑΚ « Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο ο εργοδότης έκανε την καταγγελία, οφείλεται σε μεταβολή των προσωπικών ή των περιουσιακών του σχέσεων, το δικαστήριο μπορεί , κατά την κρίση του, να επιδικάσει στον εργαζόμενο εύλογη αποζημίωση». Κριτήρια για τον καθορισμό από το δικαστήριο της έννοιας της «εύλογης αποζημίωσης» θα αποτελέσουν οι κανόνες της καλής πίστης, ο βαθμός σπουδαιότητας του λόγου, ο χρόνος που υπολείπεται μέχρι την κανονική λήξη της σύμβασης και η οικονομική κατάσταση εργοδότη και μισθωτού.
Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι εάν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος ή αυτός που προβάλλεται δεν είναι βάσιμος η πρόωρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι άκυρη αναδρομικά από το χρόνο που έγινε (174 ΑΚ) και συνεπώς η σύμβαση εξακολουθεί να υφίσταται. Εν προκειμένω, αν στην ανωτέρω άκυρη καταγγελία προέβη ο εργοδότης, αυτός θεωρείται υπερήμερος δανειστής και οφείλει να καταβάλλει μισθούς υπερημερίας για όλο τον υπολειπόμενο χρόνο μέχρι τη λήξη της σύμβασης εργασίας. Αντιθέτως, εάν στην άκυρη καταγγελία προέβη ο εργαζόμενος, τότε αυτός περιέρχεται σε κατάσταση υπερήμερου οφειλέτη. Η κατάσταση αυτή εξομοιώνεται με υπαίτια αδυναμία παροχής και συνεπώς ο εργοδότης δεν οφείλει να καταβάλλει τις αποδοχές του ακύρως παραιτηθέντος μισθωτού.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι κατά πάγια θέση της νομολογίας αναφορικά με την προθεσμία προσβολής του κύρους της καταγγελίας που έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο τυγχάνει εφαρμογή η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 του Ν. 3198/1955, που έχει θεσπιστεί για την προσβολή του κύρους καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.