- Τα μείζονα ερωτήματα που προκύπτουν από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση των σχημάτων παράλληλης μείωσης του χρόνου και της αμοιβής της εργασίας.
Με τη γνωστή ιστορική υστέρηση από τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, ύστερα από σχεδόν 21 χρόνια αφότου απέτυχε η εφαρμογή του το 1999 στη Γαλλία και την Ιταλία, το… 35ωρο έρχεται και στην Ελλάδα. Αλλά έρχεται με μείωση μισθών και μαζί του φέρνει ένα δάνειο ύψους τουλάχιστον 1,4 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο αναλογικά θα λάβει η χώρα από την ευρωπαϊκή δανειοδοτική γραμμή των 100 δισ. ευρώ (SURE), με το οποίο οι 27 της Ε.Ε. υποτίθεται ότι θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις ώστε να μην απολύσουν.
Με το ποσό αυτό θα χρηματοδοτηθεί το 50%-60% της αμοιβής των εργαζομένων, οι οποίοι για να γλιτώσουν έστω και προσωρινά την απόλυση θα αναγκαστούν να δουλεύουν λιγότερο και να αμείβονται χαμηλότερα. Τώρα, εάν θα είναι 35 ώρες, δυο 8ωρα την εβδομάδα, 2 εβδομάδες τον μήνα ή κάτι άλλο, θα εξαρτηθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Οι κυβερνήσεις, επίσης, επιλέγουν τους κλάδους που θα στηριχθούν, το εάν θα είναι οριζόντιο μέτρο, το ύψος και τη διάρκεια της επιδότησης. Για παράδειγμα, η Φινλανδία έχει ανακοινώσει ότι οι μειώσεις χρόνου εργασίας θα ισχύσουν για 13 μήνες, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ελβετία για 12 μήνες, η Ισπανία για 6, η Τσεχία για 1,5 μήνα. Κι αν υποτεθεί ότι σε αυτήν την κατηγορία εντάσσεται η «σύμβαση σε αναστολή» που εφαρμόζεται στη χώρα μας από 11 Μαρτίου για περισσότερους από 1 εκατομμύριο μισθωτούς, τότε στην Ελλάδα αναλογεί μέχρι στιγμής το δίμηνο, ενώ αναμένεται παράταση και αναδιαμόρφωσή του μετά και την αποσαφήνιση των όρων για το SURE στο χθεσινό Eurogroup.
Το «ευρωπαϊκό εργαλείο για την προσωρινή υποστήριξη που χρειάζεται ο περιορισμός της ανεργίας» (SURE), το οποίο θα χρηματοδοτήσει μέρος της εργασίας που θα περικοπεί, παρουσιάστηκε ως επιτομή της λύσης για την καταστροφική πορεία της απασχόλησης εν μέσω πανδημίας.
Το μείζον ερώτημα, όμως, είναι πόσο προσωρινή είναι αυτή η δημόσια ομπρέλα για ταυτόχρονη μείωση χρόνου εργασίας και μισθού; Τι εγγυήσεις υπάρχουν ότι δεν θα αποτελέσει το εργαλείο για μια μόνιμη ανακατανομή του χρόνου εργασίας ή για την εισαγωγή και στην Ελλάδα των «συμβολαίων μηδενικού χρόνου»; Πώς θα καλυφθούν οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες, οι μετανάστες, οι ευάλωτες ομάδες στην άτυπη οικονομία; Η χρηματοδότηση των σχημάτων θα συνοδευτεί από ρήτρες για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας ή απλώς από την υποχρέωση διατήρησης του ίδιου αριθμού εργαζομένων;
Στα τέλη Απριλίου, ο αριθμός των Ευρωπαίων εργαζομένων που είχαν εξαναγκαστεί να περάσουν σε κάποιο «σχήμα μειωμένου χρόνου εργασίας» -όπως ευγενώς αποκαλείται η «προσωρινή ή μερική ανεργία», κατά την πιο επιτυχημένη απόδοση από Βέλγους και Γάλλους- ήταν πάνω από 50 εκατομμύρια. Σχεδόν το 25% του εργατικού δυναμικού της Ε.Ε. εξαναγκάστηκε σε προσωρινή υπαγωγή στα μέτρα που επέβαλαν όλες οι κυβερνήσεις για την αποτροπή των απολύσεων.
Για κάποιες χώρες η μείωση του χρόνου εργασίας δεν αποτέλεσε έκπληξη. Στη Γερμανία και την Ελβετία σχήματα ανάλογης μείωσης εφαρμόζονταν ήδη από τη δεκαετία του 2000. Δικαίως η Γερμανία θεωρείται αρχιτέκτονας της μειωμένης εργασίας (Κurzarbeit), όχι μόνο γιατί με τη συναίνεση των μεγάλων συνδικάτων την αξιοποίησε στη χρηματοπιστωτική κρίση τη διετία 2008-2009, αλλά και επειδή ανέπτυξε τόσο πολύ αυτό το μοντέλο, ώστε να καθιερώσει πρώτη τα «συμβόλαια μηδενικού χρόνου» τα οποία συνδέθηκαν με ένα κύμα νεόπτωχων Γερμανών.
Σήμερα, ο ελάχιστος χρόνος εργασίας για την καταβολή κρατικής επιδότησης στην Αυστρία και την Ελβετία είναι 10% του συνολικού χρόνου εργασίας, ενώ στη Σουηδία, όπου μέχρι πρότινος ήταν 40%, για την περίοδο από Μάιο έως και Ιούλιο μειώθηκε στο 20%.
Στις περισσότερες χώρες η αμοιβή για τη μειωμένη εργασία ή τη μερική ανεργία καταβάλλεται από το Δημόσιο κατευθείαν στον εργοδότη, ο οποίος συμπληρώνει το δικό του μερίδιο πριν καταβάλει τον μισθό στο προσωπικό που έχει εντάξει σε αυτό το καθεστώς.
Στη Φινλανδία και την Ισπανία καταβάλλεται απευθείας στους εργαζόμενους, μέσω των υπηρεσιών απασχόλησης, ενώ στο Βέλγιο δίδεται και μέσω των συνδικάτων. Επίσης, σε ορισμένες χώρες, όπως η Δανία και η Σουηδία, θεωρείται ασύμβατη η επιδότηση της μειωμένης εργασίας σε επιχειρήσεις που διαθέτουν υψηλά μερίσματα προς τους μετόχους τους.
Αντιθέτως, στη Γερμανία μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η BMW, η Daimler και η Volkswagen, παρότι έχουν θέσει πάνω από 200.000 εργαζόμενους σε σχήματα μερικής ανεργίας, συνεχίζουν να μοιράζουν τεράστια ποσά στους μετόχους τους ως μερίσματα.
Αναδημοσίευση από efsyn – Χριστίνα Κοψίνη