της Μαρίας Καραμεσίνη*
Ο τουρισμός υπό τη στενή έννοια (καταλύματα και επισιτισμός) παράγει το 13% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ με τους πολλαπλασιαστές του ΚΕΠΕ και του ΙΟΒΕ (2,2 έως 2,65), φτάνει μέχρι το 30% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι στον τομέα αποτελούν 11% έως 26% της συνολικής απασχόλησης.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (ΠΟΤ) μιλούν για τη χειρότερη κρίση του παγκόσμιου τουρισμού από το 1950, ενώ οι εκτιμήσεις του για 60% έως 80% μείωση των τουριστικών αφίξεων στα κράτη-μέλη του το 2020 είναι συμβατές με τις προβλέψεις του ΔΝΤ και της Ε.Ε. για 10% ύφεση στην Ελλάδα, η χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε., ακριβώς λόγω της πολύ μεγάλης εξάρτησης της χώρας από τον τουρισμό. Των δυσμενών προβλέψεων του ΠΟΤ είχε προηγηθεί εντός του Απριλίου πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Μελετών και Προβλέψεων, η οποία έδειξε ότι το 65% των ξενοδοχείων συνεχούς λειτουργίας και το 52% αυτών εποχικής λειτουργίας θεωρούσε πιθανή ή πολύ πιθανή τη χρεοκοπία.
Τα προχθεσινά στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ, που μας επιτρέπουν να αποτιμήσουμε τις συνέπειες του lockdown στην απασχόληση των μισθωτών, ήρθαν να σημάνουν συναγερμό. Μόνο στα καταλύματα και στον επισιτισμό (στενή έννοια τουρισμού) έγιναν τον περασμένο Μάρτιο και Απρίλιο 215 χιλιάδες λιγότερες προσλήψεις σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό δίμηνο και υπήρξε απώλεια 128 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας.
Αν συνεχιστεί η σημερινή απουσία πολιτικής και μέτρων στήριξης του τομέα, μπορεί μέχρι τέλος Ιουλίου να έχουμε άλλες 400 χιλιάδες λιγότερες προσλήψεις και να χαθούν άλλες 150 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, με δραματικές συνέπειες στην ανεργία.
Εάν στις παραπάνω απώλειες προσθέσουμε τις μειωμένες προσλήψεις υπαλλήλων τουριστικών γραφείων και πρακτορείων, ναυτικών στην ακτοπλοΐα, την κρουαζιέρα και την πλοήγηση τουριστικών σκαφών, ξεναγών και οδηγών τουριστικών λεωφορείων, πωλητών σε τουριστικά καταστήματα, εργαζόμενων στα επαγγέλματα της οικοδομής για επισκευές τουριστικών καταλυμάτων κλπ. τότε τα μεγέθη είναι πολύ μεγαλύτερα και ανησυχητικά.
Οι απώλειες θα είναι, τέλος, ακόμα μεγαλύτερες εάν συνυπολογίσουμε τη χρεοκοπία μικροεπιχειρήσεων και την ανεργία των ιδιοκτητών τους.
Μέχρι τώρα, η κυβέρνηση διαρκώς αναβάλλει την ανακοίνωση στοχευμένων μέτρων στήριξης του τομέα, ενώ ο υπουργός Τουρισμού δεν φείδεται δηλώσεων για τις δυνατότητες της Ελλάδας, λόγω των επιτυχιών της κυβέρνησης στο μέτωπο της υγειονομικής κρίσης, να προσελκύσει τουρίστες από το εξωτερικό το καλοκαίρι, αφού υπάρξει συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή μεταξύ επί μέρους χωρών για «υγειονομικό διαβατήριο» των εισερχόμενων τουριστών.
Αυτό το αισιόδοξο σενάριο φαίνεται να επικρατεί και μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων, αν και αυτές αναγνωρίζουν ότι οι πέντε βασικές αγορές για τον ελληνικό τουρισμό (Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, ΗΠΑ) έχουν το μεγαλύτερο υγειονομικό πρόβλημα και οι αφίξεις από αυτές θα περιοριστούν, δημιουργώντας μεγάλο κενό σε σχέση με τα 28 εκατομμύρια αφίξεις του 2019.
Ο ΣΕΤΕ και οι κλαδικές ενώσεις ποντάρουν στη μείωση των προσφερόμενων τιμών, ώστε οι επιχειρήσεις της χώρας να μπορέσουν να αποσπάσουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο της μικρότερης διεθνούς τουριστικής αγοράς. Γι’ αυτό διεκδικούν από την κυβέρνηση μια δραστική μείωση του ΦΠΑ από 1ης Ιουνίου και για όσο χρόνο χρειαστεί τόσο στην διαμονή όσο και στην εστίαση, στις εγχώριες μεταφορές, στο θαλάσσιο τουρισμό και στα τουριστικά πακέτα.
Αναμφίβολα, απέναντι σε μια τέτοια σύνθετη και πρωτοφανή παγκόσμια κρίση, απαιτείται δέσμη γενικών και στοχευμένων μέτρων (τιμές, ενέσεις ρευστότητας, άτοκα δάνεια, προβολή κλπ. για τις επιχειρήσεις) για τον περιορισμό της καταστροφής επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας σε έναν τόσο εξαρτώμενο από τη διεθνή ζήτηση τομέα, όπως ο τουρισμός.
Ωστόσο, ακόμα και εάν φαίνεται λογικό, το σενάριο διεκδίκησης μεγαλύτερου μεριδίου της μικρότερης διεθνούς αγοράς μέσω μείωσης τιμών, μπορεί να αντιμετωπίσει εν μέρει αλλά όχι αποτελεσματικά το κομβικό πρόβλημα του τομέα, που είναι η προεξοφλούμενη και ευρισκόμενη σε εξέλιξη δραματική μείωση της διεθνούς ζήτησης, για μια σειρά λόγους.
Πρώτον, ακόμα και μετά από μια ουσιαστική υποχώρηση της πανδημίας στις χώρες τους, οι κάτοικοι των βασικών χωρών προέλευσης των αλλοδαπών τουριστών, το πιθανότερο είναι να είναι απρόθυμοι να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για ψυχολογικούς λόγους ή λόγω μείωση εισοδήματος, να προτιμήσουν να επισκεφτούν για συναισθηματικούς λόγους ή λόγους ασφάλειας συγγενείς και φίλους (όπως έδειξε η έρευνα του ΠΟΤ) ή να μην επιθυμούν να ρισκάρουν να επισκεφθούν μια χώρα χωρίς μεν πολλά διαγνωσμένα κρούσματα του ιού, αλλά με τεράστιες ελλείψεις στο πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας, ανεπαρκή εφοδιασμό με τεστ, αναπνευστήρες, κλίνες ΜΕΘ κλπ. και ελλιπή κάλυψη τουριστικών περιοχών.
Δεύτερον, οι κυβερνήσεις βασικών χωρών-αγορών μπορεί να προωθούν τον δικό τους εσωτερικό τουρισμό, αποτρέποντας τη μετακίνηση των πολιτών τους στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, η Γερμανία απαγόρευσε τις πτήσεις στο εξωτερικό τουλάχιστον έως την 15η Ιουνίου, ενθαρρύνει επικαλούμενη την προστασία της υγείας των πολιτών τον εσωτερικό τουρισμό, ενώ δημοσιεύματα γερμανικών εφημερίδων υποστηρίζουν ότι η ελληνική κυβέρνηση παρουσιάζει μια εξωραϊσμένη πραγματικότητα για την υγειονομική κατάσταση της χώρας, ότι το ποσοστό των τεστ στον πληθυσμό είναι γελοίο και ότι η εικόνα ασφάλειας έχει ως σκοπό την προσέλκυση τουριστικής πελατείας.
Τρίτον, άλλες ανταγωνίστριες τουριστικές χώρες υιοθετούν κι αυτές επιθετικές πολιτικές τιμών, δηλαδή προσφέρουν μεγάλες μειώσεις τιμών στους διεθνείς ταξιδιωτικούς πράκτορες, ακυρώνοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα από μία μείωση των προσφερόμενων τιμών.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ένα μαζικό πρόγραμμα επιδότησης του εσωτερικού τουρισμού θα ήταν αποτελεσματικότερο εργαλείο αύξησης της ζήτησης, με πολλαπλά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Θα μπορούσε να παρέχει σε όλους τους νόμιμους κατοίκους της χώρας (για πρώτη φορά) τη δυνατότητα να κάνουν πληρωμένες διακοπές στην Ελλάδα, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη διάσωση θέσεων εργασίας, στη μείωση της ανεργίας των συμπολιτών τους και στη διατήρηση εν ζωή των επιχειρήσεων που εμπλέκονται άμεσα στην εξυπηρέτηση των τουριστών αλλά και του μεγάλου πλέγματος των επιχειρήσεων που διασυνδέονται με τις τελευταίες ως προμηθευτές προϊόντων ή πάροχοι υπηρεσιών.
Λαμβάνοντας κανείς υπόψη του, ότι πέρσι το 51% των Ελλήνων δεν μπόρεσε να πάει διακοπές ούτε μία εβδομάδα και, από αυτούς που μπόρεσαν, περισσότεροι από τους μισούς πήγαν σε εξοχικά ή «στο σπίτι στο χωριό», η παροχή της δυνατότητας – για πρώτη φορά ιστορικά – σε όλους τους πολίτες και νόμιμους κατοίκους της χώρας να κάνουν πληρωμένες διακοπές στην Ελλάδα, θα αποτελέσει σημαντική κοινωνική κατάκτηση εν μέσω μιας πρωτόγνωρης κρίσης, που έχει ήδη αρχίσει από την περίοδο του lockdown να διαβρώνει το εισόδημα της πλειονότητας των νοικοκυριών και απειλεί με ανεργία και φτωχοποίηση μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, αλλά κατά προτεραιότητα τις οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις και στρώματα.
Ένα πρόγραμμα επιδότησης των διακοπών του πληθυσμού, ώστε να μπορούν όλοι να κάνουν πληρωμένες διακοπές, επιδότηση της οποίας το ύψος θα κυμαίνεται ανάλογα με το εισόδημα, θα έδινε ψυχική ανακούφιση και ανάταση στους πολίτες, τη στιγμή που βγαίνουν από τον εγκλεισμό και αντιμετωπίζουν συνθήκες ριζικής αβεβαιότητας για το μέλλον. Θα μπορούσε επίσης να καλλιεργήσει αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Μιας ανορθόδοξης κρίσης, που απαιτεί ανορθόδοξα εργαλεία κρατικής παρέμβασης, εν προκειμένω του κράτους ως «αγοραστή ύστατης καταφυγής».
Μιας πρωτόγνωρης κρίσης που μακάρι, μεταξύ άλλων, να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες ενός ολοένα και πιο εξαρτώμενου από τον τουρισμό παραγωγικού μοντέλου και να επιδιώξουμε την αλλαγή πορείας. Μιας κρίσης, που θέλω να πιστεύω, ότι αφήνει περιθώρια αριστερής πολιτικής.
* Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.