- Στην ερώτηση “αν οι καλλιτέχνες πλήττονται από την πανδημία του COVID-19” η απάντηση είναι ότι πλήττονται ανεπανόρθωτα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το σωστό ερώτημα.
Αφενός η πανδημία έρχεται να πλήξει ανεπανόρθωτα σχεδόν όλους τους εργαζόμενους δημιουργώντας πτώση των αποδοχών τους και απολύσεις με την δικαιολογία της κρίσης, θυσιαζόμενοι στο βωμό του κέρδους και της ελεύθερης αγοράς. Αφετέρου οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα επιδοθούν σε έναν άνευ προηγουμένου αγώνα κάλυψης των υποχρεώσεων και βιοτικών τους αναγκών, χωρίς αποτέλεσμα, αφού θα έχουν ήδη μειωμένη ζήτηση στις υπηρεσίες τους. Οι καλλιτέχνες, από την άλλη, οι οποίοι ακροβατούν διαρκώς ανάμεσα στην μισθωτή εργασία και το freelancing, χωρίς να απολαμβάνουν κανένα εργασιακό δικαίωμα, ήδη αντιμετωπίζουν την πανδημία σαν ταφόπλακα στην επαγγελματική τους ύπαρξη.
Ζούμε σε ένα κράτος, που δεν έχει την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει να εργάζεσαι στο θέαμα – ακρόαμα. Ένα κράτος που αγνοεί την επαγγελματική σου υπόσταση με κωδικό δραστηριότητας ενώπιον των φορέων του. Κι όταν μιλάμε για εργαζόμενους στο χώρο του θεάματος, μιλάμε για μια πληθώρα ειδικοτήτων. Από τους ηθοποιούς, χορευτές, τραγουδιστές και μουσικούς μέχρι τους οπερατέρ, τους μοντέρ, τους φωτιστές και τους φροντιστές, πρόκειται για ένα αναρίθμητο πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι σχεδόν πάντα δεν πληρώνονται στις πρόβες, οι οποίοι ασφαλίζονται μόνο τις ημέρες των παραστάσεών τους, οι οποίοι πληρώνονται “μαύρα”. Και όλα αυτά γιατί δουλεύουν ανα παράσταση, ανά γύρισμα, ανά συναυλία, και χωρίς σταθερό μισθό προτιμούν να πάρουν εκατό ευρώ στο χέρι παραπάνω, θυσιάζοντας τα δικαιώματά τους, για να μπορούν να βιοπορίζονται από τη σπουδή και την εργασία τους. Συμπληρώνω ότι στους καλλιτεχνικούς κλάδους οι σπουδές έχουν σχεδόν πάντα δίδακτρα. Εδώ, με ευθύνη του κράτους, δεν μιλάμε για πανεπιστήμια αλλά για ανώτερες σχολές, όπου η έννοια της δημόσιας και δωρεάν παιδείας δεν υφίσταται. Η πλειοψηφία των καλλιτεχνικών επαγγελματικών σχολών ανήκει σε ιδιώτες, οι οποίοι λογοδοτούν για τα διπλώματα στο Υπουργείο Πολιτισμού αλλά εκμεταλλεύονται την υπεραξία των εργαζομένων σε αυτές και να κάνουν οικονομική αφαίμαξη στους σπουδαστές τους. Αυτές οι σπουδές λοιπόν είναι προνόμιο των έχοντων, αφού οι μη έχοντες αναγκάζονται να δουλεύουν παράλληλα για να καλύψουν τα έξοδα τους. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, που κόπιασαν για να γίνουν επαγγελματίες της τέχνης, είναι αυτοί που τώρα αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση των κυβερνητικών θεσμών.
Το πρωτόγνωρο στη συνθήκη που ζούμε με τον COVID-19 για τον καλλιτεχνικό χώρο έχει δύο προβληματικές: την επί σειρά ετών κυβερνητική άγνοια για τους κλάδους της τέχνης και την εγκατάλειψη των καλλιτεχνών εργαζομένων στην κατηγορία “φτωχός συγγενής”. Έτσι λοιπόν, η μη καθολική καταβολή του πενιχρού επιδόματος των 800 ευρώ σε όλους τους εργαζομένους στο χώρο του θεάματος – ακροάματος, ανεξάρτητα από το αν έχουν ενεργή σύμβαση ή όχι και ανεξαρτήτως κριτηρίων, ρίχνει μια σειρά επαγγελματιών στο όριο της φτώχειας. Κι αυτό γιατί η πλειοψηφία εργαζόταν σε πρόβες ανασφάλιστη αλλά και γιατί πολλοί συνάδελφοι εργάζονταν με συμβάσεις έργου οι οποίες λύθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να έχουν λάβει το σύνολο της αντιπαροχής της εργασίας τους. Μάλιστα, οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες δεν είναι καν δικαιούχοι επιδομάτων στήριξης, ενώ είναι αυτές που παράγουν μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας και προσλαμβάνουν τους εργαζομένους, για να φτάσει στη σκηνή το τελικό έργο. Παράλληλα, το έκτακτο επίδομα αποτελεί ένα ελάχιστο βοήθημα αφού το πρόβλημα των καλλιτεχνικών κλάδων είναι ότι δεν θα επανέλθουν σύντομα στους χώρους εργασίας τους, και σε μέρη που η τέχνη είναι εργασία και όχι πάρεργο, όπως πολλοί τείνουν να πιστεύουν. Συνεπώς, μιλάμε για ένα εργατικό δυναμικό, το οποίο επανέλθει πολύ αργότερα από τα υπόλοιπα, αφού το τοπίο δεν είναι καθαρό για το πότε και αν θα ανοίξουν οι χώροι της τέχνης, ακόμη και από Σεπτέμβρη.
Αν ζούσαμε σε ένα κράτος μέριμνας και αν το Υπουργείο Πολιτισμού αντιλαμβανόταν τι είναι πραγματικά ο πολιτισμός, κανονικά οι ρυθμίσεις που αφορούν στους καλλιτέχνες, θα έπρεπε να είναι καθολικής ισχύος και θα έπρεπε να έχουν χαρακτήρα τακτικού μηνιαίου επιδόματος ικανού να συντηρήσει τους εργαζομένους καλλιτέχνες μέχρι την πλήρη επαναφορά σε κανονικές συνθήκες σεζόν.. Η καλλιτεχνική σεζόν χωρίζεται στη χειμερινή, που διαρκεί από Σεπτέμβρη μέχρι Χριστούγεννα, και στην εαρινή, που διαρκεί από Γενάρη μέχρι Πάσχα. Ήδη οι περισσότεροι από εμάς καταλαβαίνουμε πως χειμερινή σεζόν μάλλον δεν θα υπάρχει, είτε λόγω απειλής νέου lockdown είτε γιατί δεν θα καταστεί δυνατό να γίνουν πρόβες ικανού χρονικού διαστήματος για να λάβει χώρα μια ολοκληρωμένη παράσταση. Συνεπώς, ο κλάδος κινδυνεύει από γενική α(ν)εργία για μεγάλο χρονικό διάστημα και, γι’ αυτό τον λόγο, έχει ανάγκη στήριξης μακροπρόθεσμης και με διάρκεια και όχι από επιδόματα, που ούτως ή άλλως η πλειοψηφία ημών δεν τα δικαιούται. Επιπλέον, σημειώνεται ότι όσες παραστάσεις και συναυλίες ακυρώθηκαν, είναι άγνωστο πότε θα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν, οπότε αρκετοί άνθρωποι του κλάδου βρίσκονται σε τρομερή αβεβαιότητα οικονομική αλλά και καλλιτεχνική.
Αν επίσης ζούσαμε σε ένα κράτος μέριμνας, τα προβλήματα του τρόπου εργασίας των καλλιτεχνών που υπάρχουν ανεξάρτητα από πανδημίες, σεισμούς και καταποντισμούς, δεν θα υπήρχαν. Το Υπουργείο Πολιτισμού, ακόμα και όταν παρέχει επιχορηγήσεις σε συνθήκες “εκτός κρίσης” ή όταν εξαγγέλει “μέτρα ενίσχυσης”, τελικά αντιμετωπίζει τον πολιτισμό της χώρας σαν χόμπι. Τα χρήματα που προσφέρονται για την δημιουργία έργου είναι ανεπαρκή δεδομένου ότι για την ολοκλήρωση μια παράστασης ή θεάματος που φτάνει στο κοινό απαιτούνται τουλάχιστον δέκα εργαζόμενοι, χώρια τα λειτουργικά και διοικητικά έξοδα. Επιπλέον, ο πολιτισμός στη χώρα, με απόλυτη ευθύνη της κυβέρνησης, έχει γίνει μονοπώλιο θεατρικών επιχειρηματιών και εταιρειών διοργάνωσης μεγάλων εκδηλώσεων που εκμεταλλεύονται τον καλλιτεχνικό μόχθο με και στις περισσότερες περιπτώσεις αφήνουν απλήρωτους εκατοντάδες εργαζόμενους αφού οι τελευταίοι δουλεύουν χωρίς συμβάσεις.
Συνεπώς η ύπαρξη του ευρύτερου καλλιτεχνικού χώρου πλήττεται πρωτοφανώς, δεν αρκείται στην απλή άρση των μέτρων για να επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς.. Και ίσως είναι η πρώτη φορά που οι καλλιτέχνες οφείλουμε να διεκδικήσουμε το σήμερα με όρους που θα χτίσουν ένα καλύτερο αύριο. Η διεκδίκηση κρατικής στήριξης των κλάδων μας στην πρωτοφανή κρίση που θα διανύσουμε ως εργαζόμενοι πρέπει τελικά να είναι διεκδίκηση που στο μέλλον δεν θα επιτρέψει ξανά απλήρωτες πολύωρες πρόβες, απλήρωτες διδασκαλίες ωρομίσθιων, ανασφάλιστη εργασία, μισθούς – ψίχουλα και επιχορηγήσεις για το θεαθήναι. Η δουλειά μας στο χώρο αυτό είναι συλλογική, η καλλιτεχνική μας ανάγκη εκφράζεται, επειδή οι συνεργάτες μας είναι παρόντες και μοιράζονται το ίδιο όραμα με εμάς, και δεν μας παίρνει άλλο να πληρώνουμε σπασμένα των επιχειρηματιών, ούτε να υποβαθμίζουμε το έργο μας ούτε μπορούμε πια να επιτρέπουμε να μας θεωρούν κρατικούς επαίτες όταν διεκδικούμε το αυτονόητο.
Ήρθε ο καιρός να οραματιστούμε τη στιγμή που θα ξαναβρεθούμε στο φυσικό μας χώρο για να δημιουργήσουμε, υπό όρους ισότιμους με κάθε άλλο εργασιακό κλάδο. Μακριά από οθόνες και ονλάιν μαθήματα/παραστάσεις/ πρόβες που είναι αναγκαία για τώρα αλλά εν τέλει είναι παρηγοριά στον άρρωστο. Γιατί έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον για να υπάρχουμε. Γιατί έχουμε ανάγκη όλο τον κόσμο για να του απευθυνθούμε. Γιατί είμαστε εδώ, είμαστε πολλοί και ξέρουμε ότι η αλληλεγγύη και η διεκδίκηση είναι ο μόνος δρόμος για το αυτονόητο. Και γιατί η Τέχνη είναι στο γύψο καιρό τώρα και ήρθε η ώρα όχι να περπατήσει αλλά να τρέξει.
Η Κατερίνα Φώτη είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και της Ανώτερης Επαγγελματικής Σχολής Χορού “Ραλλού Μάνου”. Εργάζεται και στα δύο αντικείμενα των σπουδών της, ως αυτοαπασχολούμενη δικηγόρος και ως χορεύτρια/ δασκάλα χορού / κινησιολόγος – χορογράφος στο θέατρο.
Αναδημοσίευση από https://thepressproject.gr – Κατερίνα Φώτη