Ρουσφέτι πρώτου μεγέθους για την ACS του προέδρου του ΣΕΒ Θόδωρου Φέσσα, αλλά και για τις άλλες εταιρείες κούριερ αποτελεί η ένταξή τους στις πληττόμενες επιχειρήσεις με απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όλως τυχαίως, η δημοσίευση στο ΦΕΚ της ένταξης των εταιρειών ταχυμεταφορών στις πληττόμενες επιχειρήσεις συνέπεσε με την ανάκληση της αύξησης των τιμολογίων της ACS!
Θα έλεγε κανείς δε ότι η ανάκληση της αύξησης μοιάζει να πραγματοποιήθηκε με… αντικαταβολή! Ο πρόεδρος του ΣΕΒ πήρε πίσω την αύξηση κατά 22,5% και η εταιρεία του την ίδια ημέρα εισήχθη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στις πληττόμενες επιχειρήσεις (όπως και συνολικά ο κλάδος των εταιρειών κούριερ).
Υπογραμμίζεται ότι με την απόφαση της κυβέρνησης οι εταιρείες κούριερ θα μπορούν να θέσουν τους εργαζόμενούς τους σε αναστολή, να έχουν αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων αλλά και να μειώσουν τα ενοίκια που καταβάλλουν κατά 40% – και όλοι μπορούμε να καταλάβουμε τι ποσό αντιπροσωπεύει αυτή η ρύθμιση για μία εταιρεία που δηλώνει ότι έχει 350 καταστήματα.
Επισημαίνεται ότι η ευνοϊκή ρύθμιση ήρθε σε μια περίοδο που ακόμα και οι ίδιες οι εταιρείες κούριερ αποδέχονται ότι έχουν μεγάλη αύξηση του τζίρου τους, κατά συνέπεια είναι απορίας άξιο γιατί ένας από τους ελάχιστους κλάδους της οικονομίας που πάει καλά έπρεπε να ενταχθεί στις ίδιες ρυθμίσεις με εκείνους που έκλεισαν ή αντικειμενικά πλήττονται από τα μέτρα υγειονομικής προστασίας.
Το ΦΕΚ και η άμεση ενημέρωση
Συγκεκριμένα, στις 3 Απριλίου δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης η υπ’ αριθμ. Α.1075/2020/ΦΕΚ1160Β/03.04.2020 Υπουργική Απόφαση με την οποία επεκτάθηκε η λίστα ΚΑΔ (Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας) των κλάδων που πλήττονται. Στη νέα λίστα εντάχθηκε και ο ΚΑΔ 5320 «Άλλες ταχυδρομικές και ταχυμεταφορικές δραστηριότητες, εκτός από υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης τροφίμων (delivery)».
Αμέσως, μάλιστα, η ACS, σύμφωνα με πληροφορίες, έσπευσε να ενημερώσει τους συνεργάτες της ότι οφείλουν να αξιοποιήσουν τη ρύθμιση της μείωσης του μισθώματος της επαγγελματικής μίσθωσης κατά 40% για τον μήνα Απρίλιο.
«Σε περίπτωση που η κύρια ή δευτερεύουσα δραστηριότητα της εταιρείας σας (με βάση τον υψηλότερο τζίρο στο έτος 2018) περιλαμβάνεται στη λίστα, θα μπορείτε να αξιοποιήσετε τη ρύθμιση κάνοντας σχετική δήλωση στο σύστημα Εργάνη μέχρι τις 20.4.2020 (ουσιαστικά 17.4, αφού η 20ή.4 συμπίπτει με τις αργίες του Πάσχα)» αναφέρεται σε ενημερωτικό σημείωμα και προστίθεται: «Δεδομένου ότι και ο ΚΑΔ της ACS ΜΑΕΕ έχει ενταχθεί στην εν λόγω λίστα των εταιρειών που μπορούν να κάνουν χρήση των ευεργετημάτων που προβλέπονται από τη μέχρι σήμερα ισχύουσα νομοθεσία, θα πρέπει τα μισθώματα να καταθέτονται στον τραπεζικό λογαριασμό της ACS και όχι των ιδιοκτητών. Σε περίπτωση που έχετε ήδη καταθέσει το μίσθωμα του Απριλίου στους ιδιοκτήτες, παρακαλούμε να επικοινωνήσετε άμεσα».
Η μονομερή αύξησης που ανακλήθηκε μετά τον σάλο
Ο Θ. Φέσσας τόνιζε ότι υπάρχει “υπερβολικά αυξημένη ζήτηση”, στοιχείο που δεν εξηγεί πώς τρεις μέρες μετά οι εταιρείες κούριερ εντάχθηκαν στις πληττόμενες
Υπενθυμίζεται ότι η ACS του προέδρου του ΣΕΒ Θ. Φέσσα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα όταν στις 30 Μαρτίου προχώρησε μονομερώς σε αύξηση έως και 22,5% των τιμολογίων της. Κατά της εταιρείας υπήρξαν καταγγελίες από πελάτες, όπως ο Σύλλογος Εκδοτών Επιστημονικών Βιβλίων και η Ένωση Ελληνικού Βιβλίου, αλλά και σωρεία αρνητικών δημοσιευμάτων. Έτσι υπήρξε παρέμβαση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, έγινε γνωστό πως πραγματοποιήθηκε αυτεπάγγελτος έλεγχος στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας ταχυμεταφορών ACS ύστερα από καταγγελίες πελατών ότι έχει υπάρξει μονομερής αλλαγή των συμφωνημένων όρων συνεργασίας και αναφορές για αδικαιολόγητη και καταχρηστική συμπεριφορά από μέρους της ACS.
Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν και άλλοι έλεγχοι σε εταιρείες κούριερ (Γενική Ταχυδρομική, Speedex κ.ά.). Όμως ο θόρυβος που προκλήθηκε υποχρέωσε προσωπικά τον πρόεδρο του ΣΕΒ Θ. Φέσσα να ανακαλέσει με δική του δήλωση την αύξηση που είχε κάνει η ACS. Στην προσωπική του δήλωση ο Θ. Φέσσας τονίζει ότι υπάρχει «υπερβολικά αυξημένη ζήτηση», στοιχείο λογικά που θα έπρεπε να κάνει την κυβέρνηση να μην εντάξει τις εταιρείες ταχυμεταφορών στις πληττόμενες επιχειρήσεις.