Επειδή και λόγω των έκτακτων μέτρων για τον covid-19 την ΚΥΑ 12998/232/2020 – ΦΕΚ 1078/Β/28-3-2020 και συγκεκριμένα με το άρθρο 1 αυτής προβλέπεται η Αναστολή συμβάσεων εργασίας και συγκεκριμένα προβλέπεται ότι:
1.Οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις – εργοδότες που έχουν αριθμό μητρώου εργοδότη (ΑΜΕ) στον e- ΕΦΚΑ, των οποίων απαγορεύτηκε η επιχειρηματική τους δραστηριότητα με εντολή δημόσιας αρχής, δεν οφείλουν να παρέχουν την εργασία τους και οι επιχειρήσεις – εργοδότες δεν οφείλουν αποδοχές, λόγω του ότι η απαγόρευση λειτουργίας της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, με εντολή δημόσιας αρχής, συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας.
2.Στην περίπτωση αυτή, οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων τελούν σε αναστολή, για όσο χρονικό διάστημα ισχύει η εντολή της δημόσιας αρχής, για απαγόρευση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
3.Ειδικότερα οι συμβάσεις εργασίας εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που λήγουν μετά την απαγόρευση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων – εργοδοτών της παραγράφου 1, τίθενται σε αναστολή κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.
4.Άδειες άνευ αποδοχών που έχουν συμφωνηθεί, μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων- εργοδοτών, των οποίων η επιχειρηματική δράστηριότητά τους έχει ανασταλεί με εντολή δημόσιας αρχής, αίρονται αυτοδικαίως από δημοσιεύσεως της παρούσας. Οι συμβάσεις αυτών των εργαζομένων τελούν σε αναστολή και είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, ως ορίζονται στην παρούσα.
Χρήσιμο είναι να θυμηθούμε του τι ακριβώς είναι η αναστολή της σύμβασης εργασίας και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτή.
Σύμφωνα με τον Αντώνη Δεσπότη σε άρθρο του στο .pim.gr με τίτλο Αναστολή της σύμβασης εργασίας – Συνέπειες έχουμε και λέμε :
Αναστολή της σύμβασης εργασίας – Συνέπειες
Η σύμβαση εργασίας η οποία, όπως είναι γνωστό, οριοθετείται και ρυθμίζεται βασικά από τα άρθρα 648 – 689 του Α.Κ., εμφανίζει σημαντικές ιδιαιτερότητες και διακρίνεται από τις λοιπές συγγενείς συμβάσεις του ιδίου Κώδικα, όπως είναι οι συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έργου, εταιρείας, εντολής κ.λπ. Μία από αυτές τις ιδιαιτερότητές της αποτελεί και η δυνατότητα αναστολής της ισχύος της για κάποιο χρονικό διάστημα, χωρίς η αναστολή αυτή να συνεπάγεται συνήθως και την λύση της. Μάλιστα στις ακραίες περιπτώσεις της στράτευσης, της μακράς ασθένειας, της συνδικαλιστικής άδειας, της εκλογής σε δημόσια αξιώματα κ.λπ., η αναστολή αυτή μπορεί να διαρκέσει για αρκετά χρόνια.
Με τον όρο αναστολή της σύμβασης εργασίας νοείται ότι ο μισθωτός δεν θα παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα την συμφωνημένη εργασία του, με ή χωρίς υπαιτιότητά του, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει και να δεσμεύει τα μέρη. Με άλλα λόγια κατά το χρόνο αναστολής της σύμβασης εργασίας αναστέλλεται η υποχρέωση του εργαζομένου να παρέχει την εργασία του ενώ η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει ή όχι τον μισθό εξαρτάται από το είδος της αναστολής. Κατά τα λοιπά όλοι οι όροι και δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα μέρη κατά την κατάρτιση της σύμβασης εξακολουθούν να υπάρχουν και να δεσμεύουν τους συμβαλλόμενους. Έτσι έχει κριθεί ότι κατά τον χρόνο της αναστολής εξακολουθεί να υφίσταται η υποχρέωση πίστης του μισθωτού προς τον εργοδότη, η διαφύλαξη των απορρήτων της επιχείρησης των οποίων έχει λάβει γνώση ως εκ της θέσης του στην επιχείρηση, η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας για παραπτώματα στα οποία υπέπεσε ο μισθωτός κατά το χρόνο λειτουργίας της σύμβασης πριν την αναστολή, η υποχρέωση του εργοδότη περίθαλψης του μισθωτού υπό τους όρους βεβαίως των χρονικών περιορισμών του άρθρου 657 του Α.Κ. και τέλος, είναι νόμιμο και μπορεί κατά την διάρκεια της αναστολής είτε να καταγγελθεί από οποιοδήποτε μέρος η σύμβαση (με εξαίρεση βεβαίως την αναστολή λόγω κανονικής άδειας του εργαζομένου, που απαγορεύεται ρητά από τον Α.Ν. 539/1945), είτε να λήξει η ορισμένου χρόνου υπάρχουσα σύμβαση εργασίας. Σχετική εν προκειμένω είναι και η αριθμ. 751/1987 απόφαση του Α.Π., κατά την οποία ο χρόνος της αναστολής της σύμβασης εργασίας συνυπολογίζεται για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του εργαζομένου τα οποία εξαρτώνται από τον χρόνο διάρκειας της σχέσης όπως π.χ. και ο καθορισμός της οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας.
Μία από τις ιδιαιτερότητες επίσης της αναστολής της σύμβασης εργασίας, σε αντίθεση με τις λοιπές συμβάσεις του Α.Κ., είναι ότι η αναστολή μπορεί να λειτουργήσει, και λειτουργεί συνήθως στην πράξη, με πρωτοβουλία του μισθωτού (ηθελημένη ή αθέλητη), αφού ο εργοδότης μόνο κατ’ εξαίρεση και μόνο για γεγονότα που αποτελούν ανωτέρα βία μπορεί να επικαλεσθεί με δική του πρωτοβουλία αναστολή της σύμβασης και πάλι όχι χωρίς συνέπειες γι’ αυτόν, όπως στην περίπτωση της διαθεσιμότητας (Άρθρο 10 Ν. 3198/1955 όπως ισχύει σήμερα με το άρθρο 4 του Νόμου 3846/ 2010), ή της ανταπεργίας, όπως αυτή σήμερα μπορεί να λειτουργήσει μετά το Ν. 1264/1982 κλπ.
Λόγοι που δικαιολογούν την αναστολή
Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ανασταλεί η σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητα από τον χρόνο διάρκειας της αναστολής, προκύπτουν το μεν από ρητές διατάξεις νόμων, το δε από ερμηνευτικές θέσεις της θεωρίας του δικαίου και της νομολογίας των δικαστηρίων, που έκριναν επί σχετικών ζητημάτων και ερωτημάτων. Έτσι ειδικές διατάξεις αναστολής εκ του νόμου ανευρίσκουμε:
α) Στο άρθρο 657 Α.Κ., που αφορά κάθε ανυπαίτια αποχή του εργαζομένου από την εργασία του. Η διάταξη αυτή έχει κριθεί επανειλημμένως από τα δικαστήρια όλων των βαθμών, λόγω της γενικότητάς της και της κυρίαρχης θέσης της στο εργατικό μας δίκαιο, που με τις αποφάσεις τους έχουν κρίνει ότι εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος αποχής από την εργασία των μισθωτών, η σύμβαση όχι μόνο δεν λύεται αλλά και υπό προϋποθέσεις οφείλονται και οι αποδοχές ορισμένου κάθε φορά χρονικού διαστήματος διάρκειας της αναστολής.
β) Στον Α.Ν. 539/1945, περί των κανονικών αδειών ανάπαυσης των εργαζομένων, κατά τον οποίον ο χρόνος αποχής των εργαζομένων σε άδεια αναστέλλει την υποχρέωσή τους για παροχή εργασίας.
γ) Στα άρθρα 5 του Ν. 2112/20, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, 3 του Ν. 4558/1930 και 8 του Β.Δ. της 16/18-7-1920, περί της καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αντιστοίχως, κατά τα οποία αποχή υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη από την εργασία του οφειλομένη σε βραχείας διάρκειας σχετικώς ασθένεια προσηκόντως αποδεδειγμένη ή γυναίκας σε λοχεία, δεν θεωρείται ως λύση της σύμβασης.
δ) Στο άρθρο 1 του Ν. 3514/1928, όπως συμπληρώθηκε με το Ν.519/1948, κατά το οποίο η υπό τα όπλα οπωσδήποτε πρόσκληση κάθε μισθωτού που απασχολείται περισσότερο από έξι (6) μήνες στον ίδιο εργοδότη, δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης. Προβληματισμό για την συνέχιση της ισχύος της παραπάνω διάταξης έχουν δημιουργήσει οι ασαφείς και κακότεχνα διατυπωμένες διατάξεις των άρθρων 69, 73 και 88 του πρόσφατου περί στρατολογίας των Ελλήνων νόμου 3421/2005, περί του εάν δηλαδή εξακολουθεί να ισχύει ο περιορισμός των έξι (6) μηνών υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, για την διατήρηση ενεργούς της σύμβασης των στρατευομένων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ανεξαρτήτως προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή ο περιορισμός αυτός καταργήθηκε εμμέσως σιωπηρώς με τη νέα διάταξη. Τη λύση πάλι θα την αναμείνουμε, ως συνήθως, από τα δικαστήρια τα οποία θα κληθούν εν καιρώ να ερμηνεύσουν την εν προκειμένω βούληση του νεότερου νομοθέτη.
ε) Στο άρθρο 325 Α.Κ. στο οποίο προβλέπεται το δικαίωμα των μερών να μην εκπληρώσουν τις εκ της σύμβασης υποχρεώσεις τους μέχρις ότου και το άλλο μέρος εκπληρώσει τις δικές του (Δικαίωμα επίσχεσης).
Εκτός από τις παραπάνω εκ του νόμου περιπτώσεις αναστολής της σύμβασης εργασίας, αναστολή είναι δυνατόν να επέλθει και με συμφωνία των ιδίων των μερών. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για συμβατική αναστολή συνηθέστερη μορφή της οποίας αποτελεί η άδεια χωρίς αποδοχές. Η άδεια αυτή δεν αποτελεί για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα νομοθετημένη υποχρέωση του εργοδότη, ούτε υπάρχει γενική συμβατική υποχρέωση που να προκύπτει από συλλογική σύμβαση εργασίας γενικής, κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής έκτασης. Η άδεια αυτή χορηγείται μόνο ύστερα από αίτημα του εργαζομένου και αποδοχή του αιτήματος από τον εργοδότη και επαφίεται αποκλειστικά στην κρίση των μερών, χωρίς να αφίεται έδαφος αμφισβήτησης της εγκυρότητάς της από τις διοικητικές αρχές (ΙΚΑ, Επιθ/σεις Εργασίας κ.λπ.).
Συνέπειες της αναστολής – Αποδοχές
Όπως είναι κατανοητό το πρώτο και βασικό ερώτημα που ανακύπτει στην περίπτωση της αναστολής της σύμβασης εργασίας, είναι εάν κατά τον χρόνο που διαρκεί αυτή οφείλονται στον εργαζόμενο οι κανονικές αποδοχές του ή άλλως κάποιες αποδοχές ή αποζημιώσεις. Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδεται είτε αμέσως από τις σχετικές για κάθε περίπτωση αναστολής διατάξεις, όταν η αναστολή προβλέπεται και οριοθετείται από διάταξη νόμου όπως προαναφέρθηκε, είτε εμμέσως από τα δικαστήρια όταν η αναστολή δεν προβλέπεται από διάταξη νόμου ή όταν ο νόμος που την προβλέπει δεν ορίζει περί αυτού. Έτσι, όσον μεν αφορά την αναστολή της σύμβασης που επέρχεται λόγω άδειας του μισθωτού, οποιασδήποτε μορφής, όπως κανονικής άδειας ανάπαυσης, λόγω σύναψης γάμου, λόγω μετακινήσεων στις περιόδους εκλογών, λόγω λοχείας κ.λπ., οι αντίστοιχες διατάξεις προβλέπουν ότι θα καταβάλλονται οι συμφωνημένες αποδοχές στους εργαζομένους αυτούς όσο χρόνο διαρκεί η άδεια. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της αναστολής των συμβάσεων των συνδικαλιστικών στελεχών που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, για τα οποία προβλέπεται ότι για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους ή η εκ περιτροπής αναστολή των συμβάσεών τους κατά τον χρόνο της θητείας τους (Άρθρο 17 Ν. 1264/1982) δεν οφείλονται αποδοχές. Με νεότερες όμως διατάξεις και ιδιαίτερα με διατάξεις ειδικών Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. ο κανόνας αυτός στην πράξη έχει διαφοροποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις και προβλέπεται η καταβολή αποδοχών και στους εργαζομένους αυτούς όταν απουσιάζουν από την εργασία τους για σύντομα χρονικά διαστήματα για συνδικαλιστικούς λόγους.
Στην περίπτωση της αναστολής της σύμβασης λόγω κανονικής στράτευσης (Στρατιωτική θητεία) δεν οφείλονται αποδοχές. Αμφισβήτηση διατυπώθηκε μόνο αν ο στρατευόμενος μισθωτός διατηρεί δικαίωμα επί των αποδοχών του για τον πρώτο μήνα της στράτευσής του σύμφωνα με τα άρθρα 657 και 658 Α.Κ. Αντίθετα στην περίπτωση βραχυχρόνιας κλήσης των μισθωτών για μετεκπαίδευση στα νέα όπλα ή για συμμετοχή τους σε προγραμματισμένη στρατιωτική άσκηση, κατά την κρατούσα άποψη οφείλονται οι παραπάνω αποδοχές.
Στην περίπτωση αναστολής της σύμβασης για λόγους ασθένειας ή εργατικού ατυχήματος, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 657-658 Α.Κ. (ανυπαίτιο κώλυμα) που υποχρεώνουν τον εργοδότη να καταβάλλει τις αποδοχές του χρόνου αναστολής, όχι όμως πέρα του μηνός για όσους μισθωτούς έχουν συμπληρώσει ένα τουλάχιστον έτος εργασίας στον τελευταίο εργοδότη ή των 13 ημερομισθίων για όσους μισθωτούς έχουν υπηρεσία πάνω από δέκα (10) ημέρες και όχι περισσότερη από ένα χρόνο, και μάλιστα μειωμένες κατά το ποσόν που καταβάλλεται στον μισθωτό από την υποχρεωτική ασφάλισή του σε ασφαλιστικό φορέα (Ι.Κ.Α. κλπ) για τους κινδύνους αυτούς. Εάν η αναστολή της σύμβασης διαρκέσει πέραν των χρονικών αυτών ορίων, παύει μεν η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει αποδοχές, η σύμβαση όμως εργασίας δεν λύεται και εξακολουθεί να δεσμεύει τα μέρη, με τους περιορισμούς όμως για τους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω.
Για την αποχή των εργαζομένων γυναικών από την εργασία τους λόγω κύησης και λοχείας προβλέπουν, πέρα του Ν. 1302/1983, οι Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που έχουν κυρωθεί με διάταξη νόμου με τις οποίες επεκτάθηκε απλά ο χρόνος της αναστολής για το λόγο αυτό και ορίσθηκε ο χρόνος καταβολής των αποδοχών τους από τους ασφαλιστικούς φορείς στους οποίους υπάγεται υποχρεωτικώς κάθε εργαζομένη (ΙΚΑ και ΟΑΕΔ).
Για την αποχή των εργαζομένων από την εργασία τους όταν ασκείται νόμιμα το δικαίωμά τους για επίσχεση εργασίας προβλέπεται η καταβολή των αποδοχών τους ως αποδοχές υπερημερίας του εργοδότη, για όσο χρόνο διαρκεί νόμιμα η επίσχεση που έχουν ασκήσει.
Αντίθετα κατά τον χρόνο αναστολής της σύμβασης λόγω συμμετοχής των εργαζομένων σε απεργία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, δεν οφείλονται αποδοχές από τον εργοδότη ούτε από ασφαλιστικό φορέα, όπως προκύπτει από το άρθρο 648 Α.Κ. κατά το οποίο, αν δεν υπάρχει λόγος αδυναμίας παροχής της εργασίας ο μισθός καταβάλλεται μόνο για τις ημέρες παροχής πραγματικής εργασίας, ενώ η εργασιακή σχέση που συνδέει εργοδότη και απεργό μισθωτό εξακολουθεί να ισχύει.
Τέλος η μη καταβολή αποδοχών για την περίπτωση της συμφωνημένης αναστολής αποτελεί προϋπόθεση για την χορήγηση της σχετικής άδειας από τον εργοδότη και συμβατή συνέπεια της αίτησης του εργαζομένου που υπέβαλε για την λήψη άδειας χωρίς αποδοχές.
Αναστολή της σύμβασης εργασίας και άδεια
Το αν ένας μισθωτός, ο οποίος έχει αναστείλει νόμιμα ή με συμφωνία με τον εργοδότη του την σύμβαση εργασίας του, δικαιούται ή όχι κανονικής άδειας ανάπαυσης μέσα στο ημερολογιακό έτος της αναστολής, αποτελεί κατά την θεωρία και την νομολογία των δικαστηρίων ζήτημα πραγματικό που ερευνάται κάθε φορά ειδικά. Συγκεκριμένα εάν η αναστολή της σύμβασης έχει επέλθει εκ του νόμου (ασθένεια, κυοφορία, στράτευση κ.λπ.), συνήθως ο μισθωτός μετά την λήξη της αναστολής και την επανέναρξη της εργασίας του δικαιούται ολόκληρη την κανονική του άδεια ανάπαυσης του ημερολογιακού έτους μέσα στο οποίο ανεστάλη η σύμβαση εργασίας του. Έτσι εάν ο μισθωτός επιστρέψει από την στράτευσή του στην εργασία του, ασκώντας το σχετικό δικαίωμά του δικαιούται να λάβει αμέσως και χωρίς χρονικούς περιορισμούς την κανονική άδεια του έτους της αποστράτευσης. Επίσης ο μισθωτός που επιστρέφει από ασθένεια που διήρκεσε όμως μέσα στα όρια που τάσσει το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, αναλόγως των ετών προϋπηρεσίας του στον τελευταίο εργοδότη (έννοια ασθένειας βραχείας διάρκειας), δικαιούται να λάβει και την κανονική άδεια του έτους ασθένειας. Εάν όμως η ασθένεια διήρκεσε πέραν των ορίων της βραχείας ασθένειας, όπως αυτά οριοθετούνται στο νόμο κατά την άποψη της νομολογίας, ο μισθωτός δεν δικαιούται για το έτος αυτό της ασθένειας του ούτε άδεια, σε πραγματικές ημέρες, ούτε αποζημίωση άδειας, ούτε βεβαίως και επίδομα άδειας το οποίο σύμφωνα με το Ν. 4504/1966 χορηγείται μόνο σε όσους μισθωτούς αποχωρούν σε πραγματική άδεια ανάπαυσης ή δικαιούνται αποζημίωσης άδειας λόγω μη ληφθείσας άδειας.
Αναστολή λόγω απεργίας
Η άποψη που είχε εκφράσει παλαιότερα το Υπουργείο Εργασίας με το αριθμ. 1054/1981 έγγραφό του καθώς και η χωρίς καμία αιτιολογία απόφαση του Α.Π. 27/2004, με την ευκαιρία κρίσης θέματος σχετικού με την αποχή εργαζομένων από την εργασία τους λόγω συμμετοχής τους σε απεργία που κρίθηκε εκ των υστέρων παράνομη, με την οποία εκφράζεται η άποψη της υπoχρέωσης καταβολής αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας, παρά την απώλεια του δικαιώματος άδειας in naturam, λόγω του παράνομου χαρακτήρα της απεργίας, έχουμε την γνώμη, η οποία έχει υποστηριχθεί άλλωστε επί σειρά ετών από την θεωρία και τη νομολογία, ότι δεν είναι σύμφωνη με το σκοπό και το πνεύμα του Α.Ν. 539/1945, που αποσκοπεί όπως με την άδεια να εξασφαλίζεται χρόνος πραγματικής ανάπαυσης του εργαζομένου για ένα χρονικό διάστημα μέσα σε κάθε έτος καθώς και η ενίσχυση του εισοδήματός του κατά το χρονικό διάστημα αυτό, για άνετη και βεβαία απόλαυση του δικαιώματός του σε άδεια, προϋποθέσεις που δεν πληρούνται στην περίπτωση της αναστολής της σχέσης εργασίας επί μακρόν για άλλους λόγους.
Κανονική άδεια μετά την αναστολή
Για το εάν ο μισθωτός που επιστρέφει στην εργασία του μετά από άδεια χωρίς αποδοχές που ζήτησε και έλαβε από τον εργοδότη του δικαιούται ή όχι να λάβει και κανονική άδεια ανάπαυσης, οι απόψεις διχάζονται. Παλαιότερα η νομολογία των δικαστηρίων υποστήριζε την άποψη ότι ο εργοδότης δεν οφείλει να χορηγήσει κανονική άδεια σύμφωνα με τον Α.Ν. 539/1945, σε μισθωτό που είχε αναστείλει με αίτησή του την σύμβασή του, στηρίζοντας την άποψή της στο γεγονός ότι κατά τον χρόνο της αναστολής διεκόπτετο το συνεχές της εργασίας που απαιτούσε ο Α.Ν. 539/1945, πριν την τροποποίησή του με τις τελευταίες διατάξεις του Ν. 1346/1983 και του Ν. 3302/2004 για την συμπλήρωση του βασικού χρόνου θεμελίωσης του δικαιώματος για τη λήψη κανονικής άδειας, ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους ο μισθωτός ζήτησε και έλαβε την άδεια αυτή χωρίς αποδοχές. Μεταγενέστερα όμως γίνεται δεκτό ότι η απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται τόσο από την διάρκεια της αναστολής της σύμβασης εργασίας που προηγήθηκε της κανονικής άδειας, όσο και από τους λόγους που αυτή ζητήθηκε και χορηγήθηκε. Έτσι αν η αναστολή διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. πέρα των 6 μηνών ή του έτους) προφανώς έχει αποδυναμωθεί το δικαίωμα του εργαζομένου σε άδεια ανάπαυσης αλλά και τυχόν απαίτησή του για χορήγηση κανονικής άδειας θα ήταν καταχρηστική, με την έννοια ότι δεν καταναλώθηκαν σημαντικά οι παραγωγικές του δυνάμεις για να αναπληρωθούν με την άδεια αυτή αφού δεν εργάσθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο έτος. Επίσης εάν η άδεια χωρίς αποδοχές, έστω και μικρής διάρκειας, χρησιμοποιήθηκε από τον μισθωτό για ανάπαυση ή για ταξίδια στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, πάλι θα ήταν καταχρηστική η απαίτησή του για χορήγηση πρόσθετης με αποδοχές πλέον κανονικής άδειας. Αντίθετα ο μισθωτός που ανάλωσε τον χρόνο της αναστολής της σύμβασής του σε οικογενειακές ή προσωπικές υποχρεώσεις και μάλιστα για αντιμετώπιση σοβαρών ζητημάτων που τον κατεπόνησαν, εύλογα και νόμιμα ζητά και την κανονική του άδεια ανάπαυσης του έτους της αναστολής. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο τυπικό στοιχείο ότι η αναστολή της σύμβασης δεν αναφέρεται μεταξύ των λόγων της παρ. 6 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 που διακόπτουν το συνεχές της απασχόλησης προκειμένου να κριθεί το αν ο μισθωτός δικαιούται ή όχι κανονικής άδειας.
Στην ίδια βάση μπορεί να στηριχθεί και η άποψη ότι μισθωτοί που επιστρέφουν από μακράς διάρκειας νόμιμη απεργία δικαιούνται να λάβουν την κανονική τους άδεια του έτους της αναστολής, επειδή η νόμιμη απεργία αναστέλλει μεν την υποχρέωση παροχής εργασίας και καταβολής μισθού, αντιστοίχως για τα δύο μέρη, δεν διακόπτει όμως το συνεχές της απασχόλησης που απαιτεί ο Α.Ν. 539/1945.
Κατά την άποψή μας το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί αν με διάταξη νόμου είχε ορισθεί ότι σε κάθε περίπτωση αναστολής της σύμβασης γίνεται ανάλογη εφαρμογή των χρονικών ορίων αποχής από την εργασία που τάσσει το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930.