ΣΤΙΣ 14 Ιανουαρίου 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε τελικά την έναρξη της διαβούλευσης με τους «κοινωνικούς εταίρους» και τις εθνικές κυβερνήσεις για την καθιέρωση ενός «δίκαιου κατώτατου μισθού» στην Ε.Ε. Εάν δεν πρόκειται για μια επικοινωνιακού τύπου ενέργεια της νέας Επιτροπής υπό την προεδρία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (της οποίας η έγκριση για τη σύνθεση του Κολεγίου των Επιτρόπων από το Ευρωκοινοβούλιο πέρασε από 40 κύματα), η πρωτοβουλία αυτή είναι προβληματική. Ο υποτιθέμενος στόχος της Επιτροπής αναφέρεται στη διασφάλιση ότι «κάθε εργαζόμενος δεν θα αμείβεται λιγότερο από έναν δίκαιο κατώτατο μισθό που θα παρέχει αξιοπρεπή διαβίωση, ανεξαρτήτως εργασίας». Ωστόσο, το κείμενο που τέθηκε προς διαβούλευση όχι μόνο δεν διατυπώνει κάποια σαφή θέση ή πρόταση της Επιτροπής αναφορικά με τον κατώτατο μισθό και τον τρόπο εφαρμογής του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά δεν περιλαμβάνει καν κάποιες γενικότερες ή ειδικότερες στοχεύσεις ως προς την αναγκαιότητα της καθιέρωσης ενός ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού.
Πρόκειται μάλλον για ένα διφορούμενο και απογοητευτικό ντοκουμέντο, το οποίο θέτει ορισμένα γενικά ζητήματα, αναμένοντας κυρίως τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κοινωνικών εταίρων και των κρατών – μελών. Υποτίθεται ότι, με βάση τις απαντήσεις των κοινωνικών εταίρων, η Επιτροπή ενδέχεται να αποφασίσει να ξεκινήσει το δεύτερο στάδιο διαβούλευσης σχετικά με το περιεχόμενο της μελλοντικής νομοθεσίας, πιθανώς τον Μάρτιο-Απρίλιο 2020.
Η ΠΙΟ ΠΙΘΑΝΗ εξέλιξη πάντως, και εφόσον προχωρήσει η καθιέρωση κάποιου είδους ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού, θα είναι είτε να αποκλειστεί η εφαρμογή του σε όσες χώρες δεν έχουν κατώτατο μισθό (Σκανδιναβικές Χώρες), είτε να λάβει τη μορφή μιας μη δεσμευτικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δηλαδή μιας γενικής σύστασης προς τα κράτη–μέλη της Ε.Ε. Βεβαίως δεν θα αναφέρεται ούτε σε ύψος μισθού, ούτε αυτός θα προσδιορίζεται ως ποσοστό π.χ. του μέσου ή ενδιάμεσου μισθού, ούτε πολύ περισσότερο θα καθορίζεται πανευρωπαϊκός μηχανισμός για τον καθορισμό του.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ύπαρξη ενός θεσμοθετημένου κατώτατου μισθού από μόνη της δεν επαρκεί, ούτε μπορεί να διασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων.
ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ νεοφιλελεύθερο περιβάλλον η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού συνιστά εν τέλει έναν οικονομικό μηχανισμό όχι διασφάλισης των εργαζομένων, αλλά εργαλείο συμπίεσης των υφιστάμενων μισθών προς τα κάτω, προς τον «νόμιμο» δηλαδή μισθό, και αφού προηγουμένως έχουν διαβρωθεί η συλλογική προστασία και το ποσοστό μισθολογικής κάλυψης των εργαζομένων από τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός του κατώτατου μισθού είναι για τον νεοφιλελευθερισμό το άλλοθι για μια υποτιθέμενη διασφάλιση των μισθωτών, σε μια εποχή όπου οι μισθοί δεν θα πρέπει να υποσκάπτουν την ανταγωνιστικότητα. Με το σκεπτικό αυτό, οι συλλογικές συμβάσεις (και ιδίως οι κλαδικές) αποτελούν μεγάλο εμπόδιο στην ελεύθερη, ευέλικτη και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα συνδικάτα χωρών στις οποίες δεν υπάρχει η έννοια του εθνικού κατώτατου μισθού (κυρίως στις Σκανδιναβικές Χώρες, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία) είναι κάθετα αντίθετα σε τυχόν καθιέρωση ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού, και δικαίως. Σε αυτές τις χώρες το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από τις κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις υπερβαίνει το 90%, το ύψος των μισθών είναι σημαντικά υψηλότερο από οιονδήποτε «κατώτατο μισθό» ο οποίος θα επιβαλλόταν αυθαίρετα με νομοθετική παρέμβαση από τα πάνω και με νεοφιλελεύθερα κριτήρια περί ανταγωνιστικότητας. Μια ενδεχόμενη θεσμοθέτηση ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού θα κατέστρεφε το σύστημα των συλλογικών τους διαπραγματεύσεων και θα ήταν το απόλυτο εργαλείο συμπίεσης των μισθών.
Αλλωστε, η δική μας μνημονιακή εμπειρία είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική και διαφωτιστική.
Η ΑΦΑΙΡΕΣΗ της αρμοδιότητας του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις μέσω της ΕΓΣΣΕ, μαζί με τη διάβρωση των κλαδικών συμβάσεων, άρχισε με την περιβόητη ΠΥΣ Νο 6/2012 και ολοκληρώθηκε νομοθετικά επί υπουργίας Βρούτση το 2013 με τον Νόμο 4172/13 για τον μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού από την εκάστοτε κυβέρνηση και μετά υποτίθεται από μια διαβούλευση για τα προσχήματα.
Τον νόμο αυτό τον άφησε εντελώς άθικτο και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ασχέτως εάν προεκλογικά αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 650 €, μετά από 7 χρόνια καθήλωσής του στα 586 € (και 510 € για τους νέους). Ποια άλλωστε κυβέρνηση δεν τη συμφέρει να έχει αυτή τον λόγο για τον κατώτατο μισθό; Και ο καθορισμός του από τα πάνω και με κυβερνητική απόφαση, ας μην έχουμε αυταπάτες, δεν είναι, ούτε πρόκειται ποτέ να είναι, σε επίπεδα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Τέλος, η θεσμοθέτηση του κρατικά επιβαλλόμενου κατώτατου μισθού συνοδεύτηκε από την κατεδάφιση του συνολικού οικοδομήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων του Ν. 1876/90, όπου υπήρχε μια ιεραρχική διάρθρωση: την ΕΓΣΣΕ τη συμπλήρωναν ευνοϊκότερες και υποχρεωτικά εφαρμοστέες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις και ακόμα πιο ευνοϊκές επιχειρησιακές.
ΣΗΜΕΡΑ ΠΛΕΟΝ, οι όποιες συλλογικές συμβάσεις (κυρίως επιχειρησιακές πια) δεν καλύπτουν πάνω από 10%-15% των εργαζομένων σε όλη τη χώρα. Αλλωστε, μετά την ψήφιση του «αναπτυξιακού» πολυνομοσχεδίου της Ν.Δ. (Ν. 4635/19) και τη δυνατότητα εξαίρεσης επιχειρήσεων ή περιοχών, η υπογραφή, επέκταση και υποχρεωτική εφαρμογή μιας κλαδικής συλλογικής σύμβασης έχει μπει στη σφαίρα του αδυνάτου και το νέο μοντέλο είναι πια καθαρό: το 90% των εργοδοτών θα αμείβει τους εργαζομένους του με τον φτωχό, αναξιοπρεπή αλλά καλό για την ανταγωνιστικότητα κρατικό κατώτατο μισθό.
του Παναγιώτη Κυριακούλια – μέλος Δ.Σ. ΓΣΕΕ
ΠΗΓΗ: efsyn