Η ΕΑΚ από την πρώτη στιγμή (ήδη από το 2012), στάθηκε και εξακολουθεί να στέκεται ενάντια στην αφαίρεση της αρμοδιότητας του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τους εργαζόμενους και τους εργοδότες μέσω της ΕΓΣΣΕ, που άρχισε με την περιβόητη ΠΥΣ Νο 6/2012 και ολοκληρώθηκε νομοθετικά επί Υπουργίας Βρούτση το 2013 με το Νόμο 4172/13.
Η συγκεκριμένη νομοθεσία Βρούτση, που έγινε με απαίτηση των δανειστών και των εργοδοτών, κατακρεούργησε το Ν. 1876/90, αφαιρώντας το δικαίωμα από τις κορυφαίες οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό και στην ουσία άφησε την ΕΓΣΣΕ να καθορίζει μόνο θεσμικά θέματα (επίδομα γάμου, άδειες εργαζομένων κλπ) και να περιλαμβάνει ως κερασάκι διάφορα ευχολόγια και προτάσεις για χρηματοδοτήσεις προγραμμάτων απασχόλησης με χρήματα του ΕΣΠΑ προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Ο ίδιος νόμος δημιούργησε ένα νέο «μηχανισμό» καθορισμού του κατώτατου μισθού, όπου μετά από μιας εντελώς προσχηματική – υποτιθέμενη διαβούλευση κατά την οποία οι λεγόμενοι «κοινωνικοί εταίροι» και τα επιστημονικά τους ινστιτούτα καταθέτουν διάφορα υπομνήματά, στο τέλος η αύξηση ή μη του κατώτατου μισθού γίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και έκδοση Απόφασης από τον εκάστοτε Υπουργό Εργασίας.
Το «μηχανισμό Βρούτση» άφησε εντελώς άθικτο και η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ποια άλλωστε Κυβέρνηση δε τη συμφέρει να έχει αυτή το λόγο για τον κατώτατο μισθό;), η οποία τον ενεργοποίησε εσπευσμένα στο τέλος 2018 και από 1.2.2019 αύξησε με κυβερνητική απόφαση τον κατώτατο μισθό από 586 € στα 650 € και κατάργησε τον κατάπτυστο υπο-κατώτατο μισθό των 510 € για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Όλα αυτά τα χρόνια, η ΓΣΕΕ και προκειμένου να μη χαθούν οι θεσμικές ρυθμίσεις της ΕΓΣΣΕ επέλεγε να υπογράφει ΕΓΣΣΕ χωρίς μισθολογικούς όρους, ανανεώνοντας την ισχύ των θεσμικών της ρυθμίσεων και βάζοντας διάφορα ζητήματα που θα μπορούσαν χρηματοδοτηθούν από το ΕΣΠΑ (απασχόληση, ανεργία, αδήλωτη εργασία, μελέτες κοκ).
Αν αφαιρέσει κανείς την τελευταία διάσταση, δηλαδή αυτή της μετατροπής μέρους της ΕΓΣΣΕ σε λίστα αιτημάτων για χρηματοδότηση προγραμμάτων, η ανανέωση της κάθε χρονιά ήταν και εξακολουθεί να είναι επιβεβλημένη εφόσον είναι ύψιστης σημασίας ώστε να μη χαθεί ούτε ένα θεσμικό δικαίωμα που απορρέει από την ΕΓΣΣΕ και που έχει κατακτηθεί όλες αυτές τις δεκαετίες με τον αγώνα των εργαζομένων.
Ωστόσο, η απόφαση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ να προχωρήσει στην ανανέωση της ΕΓΣΣΕ για το 2020 (παραμονές Πρωτοχρονιάς) χωρίς να προηγηθεί καμία συννενόηση – ενημέρωση στο εσωτερικό της Συνομοσπονδίας και χωρίς να υπάρξει συνεδρίαση της Διοίκησης ή έστω της Ε.Ε. είναι τουλάχιστον άστοχη.
Το γεγονός ότι η ΓΣΕΕ λειτουργεί με προσωρινή διοίκηση μετά από δικαστική απόφαση:
Πρώτον, δε σημαίνει ότι λόγω αυτής της κατάστασης δεν θα πρέπει συνεδριάζουν τα όργανά της και ότι οι αποφάσεις να λαμβάνονται από έναν στενό κύκλο στελεχών της πλειοψηφίας
Δεύτερον, η δικαστική απόφαση διορισμού της ΓΣΕΕ ρητώς αναφέρει ότι για μείζονα ζητήματα μη επιδεχόμενων αναβολής, η Διοίκηση έχει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων: ένα τέτοιο ζήτημα είναι η ληξη της ΕΓΣΣΕ και η ανάγκη ή μη ανανέωσής της. Ως εκ τούτου θα έπρεπε να έχουν συνεδριάσει τα όργανα και να λάβουν σχετική απόφαση.
Τρίτον, η «πρεμούρα» να κλείσει στα γρήγορα και εν κρυπτώ η ανανέωση της ΕΓΣΣΕ, χωρίς συνεδρίαση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, ουσιαστικά δίνει στο ΠΑΜΕ το άλλοθι, πολιτικό πεδίο και επιχειρήματα για να συνεχίσει να αμφισβητεί τη Συνομοσπονδία, να ναρκοθετεί τη διοργάνωση του Συνεδρίου, να αποφεύγει την ανάδειξη αιρετής διοίκησης της ΓΣΕΕ και να συνεχίζει την απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος για τους δικούς του κομματικούς λόγους. Άλλωστε, το ΠΑΜΕ ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για το εάν θα υπογραφούν ή όχι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αποδεικνύοντάς το εδώ και 10 χρόνια σε όλες τις κλαδικές οργανώσεις που ελέγχει.
Τέταρτον, φαίνεται ότι όλες τις παρατάξεις στο σ.κ. τις βολεύει να μην υπάρχει αρμοδιότητα της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων στον καθορισμό του κατώτατου μισθού, τις βολεύει να μην μπαίνουν εργαζόμενοι και συνδικάτα «στη βάσανο» του αγώνα για καλύτερο μισθό, τις βολεύει να πετάνε το μπαλάκι στα Μνημόνια και τις Κυβερνήσεις.
Οι δυνάμεις της ΕΑΚ αγωνίζονται για συλλογικές συμβάσεις εργασίας παντού: για ΕΓΣΣΕ με μισθολογικούς όρους και όχι ευχολόγια, για υποχρεωτικές κλαδικές συμβάσεις με πληρη επεκτασιμότητα σε όλους τους εργοδότες, για ευνοϊκότερες επιχειρησιακές συμβάσεις. Χωρίς εξαιρέσεις και με πλήρη ισχύ της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Η μνημονιακή νομοθεσία δεν θα πρέπει να θεωρείται ούτε τετελεσμένη, ούτε ξεχασμένη από το συνδικαλιστικό κίνημα.
Η ΓΣΕΕ και συνδικάτα δεν μπορούν να αποδέχονται «μοιρολατρικά» μια τέτοια κατάσταση και τα ζητήματα της ΕΓΣΣΕ και των κλαδικών ΣΣΕ θα πρέπει να μπούν πολύ ψηλά στην αγωνιστική -διεκδικητική τους ατζέντα.
Αγωνιζόμαστε και διεκδικούμε:
• Την κατάργηση του Μνημονιακού νόμου Βρούτση για τον κατώτατο μισθό, με πλήρη επαναφορά της ΕΓΣΣΕ και του καθορισμού του κατώτατου μισθού μέσα από τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Πλήρη αποκατάσταση του Ν. 1876/90.
• Υποχρεωτικές κλαδικές ΣΣΕ και κατάργηση του πρόσφατου νόμου 4635/2019 της ΝΔ, όπου η επεκτασιμότητα των ΣΣΕ είναι πρακτικά αδύνατη
• Πλήρη επαναφορά του δικαιώματος της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία (ΟΜΕΔ), την οποία η Κυβέρνηση κατακρεούργησε και την επιτρέπει μόνο στις επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος και αυτή υπό αυστηρές προϋποθέσεις.