Ο γνωστός για τις φιλελεύθερες ανησυχίες του Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) έχει ξεκινήσει την κουβέντα για τις ΣΔΙΤ, τις Συμπράξεις δηλαδή μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα στον χώρο των νοσοκομείων. Μια κουβέντα που ξεκίνησε με τη δημοσιοποίηση της σχετικής πρότασης του ΠΙΣ, συνεχίστηκε με αρθρογραφία διάφορων τεχνοκρατών υγείας αυτού του κλίματος και κορυφώνεται με ημερίδα που διοργανώνει ο ΠΙΣ σήμερα, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Υγείας και εκπροσώπων του ενδιαφερόμενου επιχειρηματικού κόσμου. Περί τίνος πρόκειται πραγματικά;
Οι ΣΔΙΤ στον νοσοκομειακό κλάδο παρουσιάζουν ιδιαίτερη ποικιλία. Η διεθνής εμπειρία έχει να επιδείξει συμπράξεις με τη μορφή της εκχώρησης των υποστηρικτικών, των κλινικών υπηρεσιών ή και της διοίκησης δημόσιων νοσοκομείων σε ιδιώτες, με τη μορφή της λειτουργίας ιδιωτικών πτερύγων εντός δημόσιων νοσοκομείων, με τη μορφή της κατασκευής δημόσιων νοσοκομείων με ιδιωτικά κεφάλαια, με ή χωρίς ανάληψη της ευθύνης παροχής των υποστηρικτικών ή και των κλινικών υπηρεσιών από τον ιδιωτικό φορέα.
Στην ελληνική πραγματικότητα, το πιθανότερο σενάριο προς υλοποίηση αφορά τη διαχείριση των πλέον σύγχρονων υποδομών του ΕΣΥ από «επενδυτικά σχήματα» ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, με πρόβλεψη για αποζημίωση των υπηρεσιών από τον ΕΟΠΥΥ.
Στη διεθνή πρακτική, ακόμη και στην περίπτωση της πρωτοπόρου σε ΣΔΙΤ Μ. Βρετανίας, η εμπειρία και η σχετική βιβλιογραφία θέτουν σε αμφισβήτηση το πρόσημο της σχέσης κόστους – οφέλους. Τα εμπειρικά δεδομένα δεκαετούς εφαρμογής των ΣΔΙΤ στον νοσοκομειακό κλάδο της Βρετανίας καταδεικνύουν ότι οι ΣΔΙΤ είναι ασύμφορες, πιο ακριβές σε σχέση με χρηματοδότηση των ίδιων δομών από εθνικούς πόρους (λόγω του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων και του υψηλού διοικητικού κόστους) και οδηγούν σε μείωση της χωρητικότητας (capacity) του συστήματος υγείας, εξαιτίας περιορισμού σε κόστος προσωπικού και σε κλίνες, που ενσωματώνεται σχεδόν πάντα σε όλα τα πλάνα εργασίας ΣΔΙΤ.
Πέρα από τη βρετανική εμπειρία σε ΣΔΙΤ, μια ματιά στη δική μας εμπειρία οδηγεί σε εξίσου ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η εμπειρία του ΕΣΥ από ΣΔΙΤ είχε βασικά περιοριστεί στην εκχώρηση κάποιων υποστηρικτικών υπηρεσιών (καθαριότητας, φύλαξης, σίτισης) σε ιδιώτες. Κατάσταση που η προηγούμενη κυβέρνηση επιχείρησε και κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να μεταβάλει, απομακρύνοντας τα ιδιωτικά συμφέροντα από τα νοσοκομεία και προχωρώντας στη σύναψη ατομικών συμβάσεων εργασίας. Αυτή η επιλογή οδήγησε αφενός σε καλύτερους όρους εργασίας για το απασχολούμενο προσωπικό και αφετέρου σε χαμηλότερο κόστος -καθώς εξάλειψε το εργολαβικό κέρδος-, εξοικονομώντας τελικά 25%-30% στη σχετική δαπάνη ανά νοσοκομείο.
Προφανώς, λοιπόν, και χωρίς να έχει διάθεση κανείς να αμφισβητήσει την τεχνοκρατική επάρκεια των εξαιρετικών -σχεδόν άριστων- επιλογών Μητσοτάκη στη διοίκηση του συστήματος υγείας ή την αφοσίωση όλης της κυβέρνησης στη χρηστή διοίκηση και στην αποδοτικότητα του κοινωνικού κράτους, μπορεί βάσιμα να υποστηρίξει ότι το εγχείρημα ΣΔΙΤ στην υγεία δεν είναι ούτε τεκμηριωμένο ούτε πειστικό ούτε κοινωνικά ωφέλιμο.
ΠΗΓΗ: efsyn.gr – Σταμάτης Βαρδαρός, Πολιτικός επιστήμονας, Msc Κοινωνικής Πολιτικής, πρώην αν. γενικός γραμματέας υπουργείου Υγείας