Το ΣτΕ δεν έκρινε αντισυνταγματική τη σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα ως τρόπο εισφοροδότησης, αλλά δέχτηκε ότι υπάρχει υπέρμετρος περιορισμός του εισοδήματος για τους μη μισθωτούς και ότι «οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση…
Γίνεται μεγάλη συζήτηση τις τελευταίες ημέρες για τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1880-1891/2019), που έκριναν αντισυνταγματικό το ύψος των εισφορών που προέβλεπε «ο νόμος Κατρούγκαλου», δηλ. ο ν.4387/2016, για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και αυτοαπασχολούμενους.
Η κυβέρνηση, σε «συμμόρφωση» με τις εν λόγω αποφάσεις (Ολ. ΣτΕ 1880/2019), προωθεί προς ψήφιση στη Βουλή τον νέο τρόπο υπολογισμού των εισφορών των μη μισθωτών, που προβλέπει κλίμακες και τεκμαρτές συντάξιμες αποδοχές και όχι τη σύνδεση με το εισόδημα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το ΣτΕ δεν έκρινε αντισυνταγματική τη σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα ως τρόπο εισφοροδότησης, αλλά δέχτηκε ότι υπάρχει υπέρμετρος περιορισμός του εισοδήματος για τους μη μισθωτούς και ότι «οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση…». Συνεπώς, με βάση την αρχή της ισότητας υπάρχει δυσμενής διάκριση εις βάρος των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, είπε το δικαστήριο.
Ενδιαφέρον όμως έχει να δούμε και τι άλλο αποδέχτηκε το ΣτΕ:
1. Αρχικά δέχτηκε ότι η ασφαλιστική εισφορά «…ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως, ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και ως εργοδοτική εισφορά συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση (για την εργοδοτική εισφορά ΣτΕ 1386/1960 Ολ., 172/1961 Ολ.). Ως αναγκαίος δε όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ανταποδοτική παροχή για την απόλαυση κοινωνικού δικαιώματος…».
2. Η έννοια του δημόσιου βάρους απαντάται μόνο στην παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος που αναφέρει ότι: «Oι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Συνεπώς προκύπτει ότι το δικαστήριο χρησιμοποίησε τον συγκεκριμένο όρο, και όχι κάποιον άλλο, παραπέμποντας στο άρθρο 4 του Συντάγματος και στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αρα δέχτηκε ότι οι πολίτες στα δημόσια βάρη συμμετέχουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους, χωρίς διακρίσεις, δίνοντας στην εισφορά έναν χαρακτήρα παραφορολογικής επιβάρυνσης. Στην έννοια του φόρου μάλιστα «πάτησαν» και οι δικηγορικοί σύλλογοι, που στην αίτηση ακυρώσεως κατά του νόμου στο δικαστήριο ζητούσαν να δεχτεί ότι η εισφορά αποτελεί φόρο. Αρα η σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα ενισχύεται ακόμα περισσότερο, καθότι οι εισφορές είναι το μέσο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού, που είναι η κοινωνική ασφάλιση.
3. Επιπλέον όμως, το δικαστήριο, χρησιμοποιώντας την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, ως εγγενές στοιχείο της εισφοράς, σαν μέσο χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος, ανέδειξε ουσιαστικά τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του, με τη μορφή αναδιανομής του εισοδήματος. Τα υψηλότερα εισοδήματα ανάλογα με τις δυνάμεις τους συνεισφέρουν περισσότερο στο σύστημα σε σχέση με τα χαμηλότερα. Οριο βεβαίως αυτής της παραδοχής αποτελεί η σχετική και όχι απόλυτη ανταποδοτικότητα μεταξύ εισφορών και παροχών, που ναι μεν αναβαθμίζεται σε συνταγματικής φύσης αρχή, δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να υποσκελίσει την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης που συνιστά δομικό στοιχείο όλων των ΣΚΑ και βρίσκεται σε υπέρτερη θέση. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, η παραπομπή στο άρθρο 4 του Συντάγματος, υπό το πρίσμα του άρθρου 22 παρ. 5, θα έλεγε κανείς ότι έμμεσα ασκεί επιρροή στο σύστημα εισφοροδότησης και ώς ένα σημείο υποδεικνύει και «επιβάλλει» τη σύνδεση εισφοράς και εισοδήματος, αφού το «φορολογικοποιεί» κατά τα ανωτέρω, ως μορφή αναδιανομής του εισοδήματος εντός της ίδιας γενεάς.
4. Αξίζει να σημειώσει κανείς ότι στη μειοψηφία της απόφασης του ΣτΕ υπήρξε και έντονος αντίλογος σε σχέση με τις εισφορές των μη μισθωτών λόγω της μικρής τους συνεισφοράς στο αποθεματικό κεφάλαιο: Συγκεκριμένα, «…παράβαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως εκ της επιβολής εν προκειμένω ενιαίων κανόνων εισφορών και παροχών για μισθωτούς και μη μισθωτούς ασφαλισμένους δεν υφίσταται και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, όπως συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι συμμετέχουν, εν όψει του αριθμού των ασφαλισμένων της κατηγορίας αυτής, στη χρηματοδότηση του νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 25%-30%, ο νέος όμως φορέας εγγυάται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, τις καταβαλλόμενες σε αυτούς παροχές με το σύνολο του ασφαλιστικού κεφαλαίου, δηλαδή και με τα ποσά που προέρχονται από τους μισθωτούς, τα οποία περιλαμβάνουν τόσο τις δικές τους εισφορές, όσο και τις εισφορές του εργοδότη. Κατά συνέπεια, από την καταβολή από τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους μεγαλύτερων εισφορών σε σχέση με τους μισθωτούς για παροχές ίσης αξίας, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα άνισης μεταχείρισης εις βάρος τους, διότι η καταβολή μεγαλύτερων εισφορών αποτελεί το αντιστάθμισμα της σημαντικά μειωμένης συμμετοχής της κατηγορίας αυτής ασφαλισμένων στο ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο, χρηματοδοτώντας το σύνολο των παροχών, προστατεύει την κατηγορία αυτή από τους, εγγενείς στα διανεμητικά συστήματα, κινδύνους μείωσης των εσόδων του ασφαλιστικού φορέα από εισφορές (όπως, συνεπεία μείωσης του λόγου ασφαλισμένων-συνταξιούχων ή μείωσης των εισοδημάτων), παράλληλα δε υπηρετείται ο θεμιτός, κατά τα προεκτεθέντα, δημοσίου συμφέροντος σκοπός να μην είναι αναγκαία η οικονομική συνδρομή του Δημοσίου για την κάλυψη ελλειμμάτων».
5. Τέλος, με το νέο σχέδιο αναμένεται να υπάρξει επιπλέον ζήτημα αντισυνταγματικότητας (άνιση μεταχείριση) σε σχέση με το ύψος των κρατήσεων ασθενείας. Σύμφωνα με το σχέδιο της κυβέρνησης, η εισφορά υπέρ υγείας των μη μισθωτών θα είναι σταθερή σε προκαθορισμένο ποσό (μετά την υποχρεωτική κλάση θα είναι 66 ευρώ σταθερά), ενώ οι μισθωτοί θα συνεχίσουν να πληρώνουν 7,10% επί των αποδοχών τους. Αρα θα προκύψουν ανόμοια ποσά, εξαιρετικά δυσανάλογα μεταξύ τους, που όμως θα αποδίδουν την ίδια παροχή (περίθαλψη – υγεία).
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συνταγματική αρχή της ισότητας επιβάλλει την άμεση ή έμμεση σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα, προκειμένου να μην προκύψουν ζητήματα άνισης μεταχείρισης μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών. Το σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση θα προκαλέσει σύγκρουση και κοινωνικό αυτοματισμό, ενώ κατά την άποψή μας θα κριθεί στο σύνολο ή κατά ένα μέρος του ως αντισυνταγματικό. Απαιτείται διαβούλευση και όχι πελατειακή λογική και σε καμία περίπτωση να μην πληρώσει «ξανά το μάρμαρο» η μισθωτή εργασία.
ΠΗΓΗ: efsyn.gr – Διονύσης Τεμπονέρας, Δικηγόρος – εργατολόγος