- Η κατώτατη εισφορά αυξάνεται κατά 20%, περίπου, σε σχέση με τα 185 ευρώ ανά μήνα που πλήρωναν οι ασφαλισμένοι του τέως ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ (νυν ΕΦΚΑ), και θα ανέρχεται πλέον στα 210 ευρώ ανά μήνα. Η υπολογιζόμενη συνολική κύρια σύνταξη που αντιστοιχεί στην κατώτατη ασφαλιστέα βάση για χρόνο ασφάλισης 30 ετών θα ισούται με 588,37 ευρώ μικτά!
Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι πολίτες της χώρας παρακολούθησαν σε πρωινή τηλεοπτική μετάδοση μια μίνι παρουσίαση των νέων αλλαγών στο ασφαλιστικό. Σύμφωνα με τις εξαγγελίες, η κατώτατη εισφορά αυξάνεται κατά 20%, περίπου, σε σχέση με τα 185 ευρώ ανά μήνα που πλήρωναν οι ασφαλισμένοι του τέως ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ (νυν ΕΦΚΑ), και θα ανέρχεται πλέον στα 210 ευρώ ανά μήνα. Η υπολογιζόμενη συνολική κύρια σύνταξη που αντιστοιχεί στην κατώτατη ασφαλιστέα βάση για χρόνο ασφάλισης 30 ετών θα ισούται με 588,37 ευρώ μικτά!
Ενας ασφαλισμένος στον πρώην ΟΑΕΕ με 30 έτη ασφάλισης έως το 2016, δηλαδή πριν από την εφαρμογή του Ν. 4387/2016 (με εισφορά 400 ευρώ ανά μήνα), θα είχε συντάξιμες αποδοχές 1.412 ευρώ και με ποσοστό αναπλήρωσης 27,79% (30 έτη) η συνολική σύνταξή του θα ήταν 776 ευρώ, σχεδόν 200 ευρώ παραπάνω σε σχέση με τον νέο νόμο που προωθεί η κυβέρνηση.
Για να φτάσει κανείς σε αντίστοιχη σύνταξη με παρόμοιες συντάξιμες αποδοχές, σύμφωνα με το νέο σχέδιο, θα πρέπει να καταβάλλει την εισφορά του 5ου επιπέδου, δηλαδή 435 ευρώ ανά μήνα! Ουσιαστικά, λοιπόν, επανερχόμαστε σε μια πιο ελεύθερη εκδοχή του παλιού συστήματος των ασφαλιστικών κλάσεων με δόλωμα την ελεύθερη επιλογή κλάσης.
Είναι προφανώς αφελής όποιος πιστεύει ότι οι ασφαλισμένοι, μετά τη δεκαετή μνημονιακή κρίση, θα σπεύσουν να «επενδύσουν» στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, όπως παροτρύνει ο αρμόδιος υπουργός. Αλλωστε, η δυνατότητα επιλογής μεγαλύτερης προαιρετικής εισφοράς ίσχυε με το σύστημα των ασφαλιστικών κλάσεων παλαιότερα (τέως ΟΑΕΕ), αλλά νομοθετήθηκε και μετά τον «νόμο Κατρούγκαλου». Και μάλιστα, οι μεγαλύτεροι «χαμένοι» της κρίσης ήταν αυτοί ακριβώς που, ενώ πλήρωναν προαιρετικά υψηλότερη εισφορά, είδαν τα χιλιάδες ευρώ που ξόδεψαν να μην έχουν καμία ανταπόδοση, λόγω των περικοπών που ο νυν υπουργός Εργασίας αλλά και άλλοι εισήγαγαν στο σύστημα (π.χ. Ν. 4093/2012).
Το θέμα όμως έχει και πιο σοβαρή «πυρηνική»-συνταγματική διάσταση: Το σύστημα στην Ελλάδα είναι δημόσιο και αναδιανεμητικό μεταξύ των γενεών. Ομως, αποτελώντας τον μοναδικό επίσημο θεσμό κοινωνικής αλληλεγγύης, προβλέπει σύστημα αναδιανομής και εντός της ίδιας γενιάς. Οι εργαζόμενοι με υψηλότερες αποδοχές, με τις εισφορές τους, πληρώνουν και για τους πιο «φτωχούς εργαζόμενους».
Ακόμα και το προηγούμενο σύστημα των ασφαλιστικών κλάσεων που ίσχυε ώς το τέλος του 2016 (ΤΕΒΕ-ΟΑΕΕ), αντιστοιχούσε τις εισφορές σε τεκμαρτά εισοδήματα, με βάση τα χρόνια που είχε διανύσει ένας ελεύθερος επαγγελματίας στο επάγγελμα. Ο επιτηδευματίας που είχε πιο πολλά χρόνια στην ασφάλιση, θα είχε πιο υψηλά εισοδήματα και συνεπώς αύξανε προοδευτικά την κλίμακα των εισφορών. Αν και παραβιάστηκε αυτή η παραδοχή στα χρόνια της κρίσης, είχε μια λογική.
Με το σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση το σύστημα χάνει τα αναδιανεμητικά του χαρακτηριστικά, αφού είτε έχει κανείς 5.000 εισόδημα είτε 150.000, θα έχει τη δυνατότητα να πληρώνει την κατώτατη εισφορά. Μοιραία αυτό θα οδηγήσει σε συρρίκνωση των παροχών αλλά και σε νόθευση του ανταγωνισμού, αφού ο ισχυρότερος-πλουσιότερος έχει πλεονεκτική θέση έναντι του ασθενέστερου στην αγορά.
Επίσης, αφού η εισφορά, όπως έχει πει το ΣτΕ, συνιστά δημόσιο βάρος (ΣτΕ 1880/2019), τότε παραβιάζεται η συνταγματική αρχή ότι καθείς συμμετέχει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητές του. Με λίγα λόγια, το προωθούμενο σχέδιο ξηλώνει θεμελιώδεις αρχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης προς όφελος των λίγων, αλλά ελέγχεται σαφώς και από πλευράς συνταγματικότητας.
Τι θα συμβεί αν οι μισθωτοί με υψηλές αποδοχές απαιτήσουν και αυτοί τεκμαρτό και κατώτατο προσδιορισμό των εισφορών τους, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης – ισονομίας; Ολο το σύστημα τινάσσεται στον αέρα!
Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του ΣτΕ (1880/2019) που θα δημιουργήσει από την αντίθετη πλευρά, των μισθωτών δηλαδή αυτή τη φορά, αξιώσεις για εφαρμογή των αρχών της ισονομίας:
«…Η υπαγωγή στην ασφάλιση, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών…, επιβάλλει τον έλεγχο της τηρήσεως από τον νομοθέτη της συνταγματικής αρχής της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες…».
Και συνεχίζει το ΣτΕ, στις ΟλΣτΕ 1880 και ΟλΣτΕ 1888/2019 αποφάσεις του:
«…ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχολήσεως (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες)… εφ’ όσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος».
Συνεπώς, οι μισθωτοί αυτή τη φορά θα διεκδικήσουν ισότητα και ισονομία εντός ΕΦΚΑ.
Η εμπειρία από τις πρωτοβουλίες διάσωσης του συστήματος αποδεικνύει ότι οι πολιτικές, που εμμένουν μονομερώς στη διαρκή περικοπή παροχών και στη συρρίκνωση των εισφορών, είναι καταδικασμένες στην αποτυχία, επειδή παραμελούν πλήρως την ενίσχυση των πόρων του συστήματος και υποτιμούν την αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικής αποτελεσματικότητας και εισροής νέων πόρων.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών – Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι δικηγόρος – εργατολόγος