«Το ΣτΕ απαγορεύει ultra κεφαλαιοποίηση της επικουρικής σύνταξης»

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο «Το ΣτΕ απαγορεύει ultra κεφαλαιοποίηση της επικουρικής σύνταξης»

Ο προσανατολισμός της κυβέρνησης για τη δημιουργία του «κουμπαρά» των ατομικών λογαριασμών εντός του ΕΤΕΑΕΠ και την ανάληψη της διαχείρισης των αποθεματικών από τη δημόσια διαχειριστική εταιρεία ΑΕΔΑΚ αποτελεί τον «Δούρειο Ίππο» παρέκκλισης από την απόφαση του ΣτΕ, σημειώνει σε συνέντευξη στην “Αυγή” της Κυριακής ο Σάββας Ρομπόλης, ομότιμος καθηγητής Παντείου του Πανεπιστημίου.

Ο Σ. Ρομπόλης εστιάζει στο δυσβάσταχτο κόστος μετάβασης σε ένα ultra κεφαλαιοποιητικό σύστημα, θεωρεί ότι η επαναφορά των ασφαλιστικών κλάσεων θα επιβαρύνει τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ σημειώνει τις σημαντικές απώλειες εσόδων που θα έχει το ασφαλιστικό σύστημα από τη μείωση των εισφορών για τους εργοδότες.

– Είχαμε πρόσφατη την απόφαση του ΣτΕ που δικαιώνει την επιλογή του Ενιαίου Ταμείου (ΕΦΚΑ), έστω με επιμέρους διορθώσεις σε παραμέτρους της μεταρρύθμισης του 2016. Επιπλέον, σύμφωνα με εκτιμήσεις, επιβάλλει θα έλεγα τον δημόσιο χαρακτήρα της επικουρικής ασφάλισης. Πως αποτιμάτε συνολικά την απόφαση του ΣτΕ για τον Νόμο Κατρούγκαλου (4387/2016);

Οι αποφάσεις του ΣτΕ που αναφέρονται σε ένα τμήμα των διατάξεων του Ν. 4387/2016 που κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές, θεωρούνται κατά τη γνώμη μας και αναγκαίες για την αποκατάσταση των προκαλούμενων ανισορροπιών και περικοπών από τον συγκεκριμένο νόμο. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι αποφάσεις για τον επαναπροσδιορισμό του επιπέδου των εισφορών των αυτοαπασχολουμένων και των ελεύθερων επαγγελματιών και της αναλογικότητας εισφορών – παροχών, τον επανυπολογισμό των επικουρικών συντάξεων που, αθροιζόμενες με την κύρια σύνταξη, υπερέβαιναν μηνιαίως τα 1.300 ευρώ, όπως και το χαμηλό ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης, ιδιαίτερα των ασφαλισμένων με αρκετά χρόνια ασφάλισης.

Η ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ως συνταγματική την υπαγωγή των ασφαλιστικών ταμείων όλων των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων στον ΕΦΚΑ, αλλά και τον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων με βάση την 31η.12.2014.

Κυρίως θα έλεγα ότι θεωρείται αναγκαία η απόφαση του ΣτΕ σχετικά με την εγγύηση από μέρους του κράτους της χρηματοδότησης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος σε περίπτωση προβλήματος και χρηματοδοτικής αναγκαιότητας. Ειδικότερα, το ΣτΕ απέρριψε ως εσφαλμένη και κατά παράβαση του άρθρου 22 παρ. 5 του συντάγματος την απαγόρευση κάθε χρηματοδότησης των επικουρικών συντάξεων από τον κρατικό προϋπολογισμό με το επιχείρημα ότι το κράτος έχει εγγυητική ευθύνη και σε σχέση με την επικουρική ασφάλιση, δεδομένου ότι, όπως η κύρια ασφάλιση, έτσι και η επικουρική ασφάλιση καθιερώνεται ως υποχρεωτική και όχι ως προαιρετική.

– Επομένως δυσκολεύει, και σε ποιον βαθμό, το σχέδιο της κυβέρνησης για ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης;

Δυσκολεύει προφανώς, γιατί, μεταξύ των άλλων, αντίκειται στο γράμμα και το πνεύμα των πρόσφατων αποφάσεων του ΣτΕ. Κατά συνέπεια, οι ασκούμενες κοινωνικοασφαλιστικές πολιτικές επιβάλλεται, στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΣτΕ, να επικεντρωθούν στον σχεδιασμό της επικουρικής ασφάλισης με την οργάνωση και τη λειτουργία της να βασίζονται στις αρχές της κοινωνικής ασφάλισης (ισότητα, επιχορήγηση, αναλογικότητα εισφορών – παροχών, αλληλεγγύη των γενεών).

Κατά συνέπεια, η έννοια «σύμφωνα με το σύνταγμα» σημαίνει ότι η επικουρική ασφάλιση, εκτός του ότι απαιτείται, σύμφωνα με τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ, να επανασχεδιαστεί με βάση τις προαναφερόμενες αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει και να λειτουργεί με βάση το αναδιανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών με κρατική εγγύηση.

– Επομένως είναι απαγορευτική και στην κατεύθυνση της πλήρους κεφαλαιοποίησης…

Το ΣτΕ επ’ ουδενί υπαγορεύει την ultra – κεφαλαιοποίηση, την ιδιωτικοποίηση και την υπονόμευση της δημόσιας σύστασης και λειτουργίας του ΕΤΕΑΕΠ και της επικουρικής ασφάλισης, αποτρέποντας: α) τις προβλεπόμενες σοβαρές επιπτώσεις στους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους και τους νεοεισερχόμενους στην ασφάλιση μετά το 2021, β) την προβλεπόμενη αποδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και γ) τη συντελούμενη σοβαρή ανισορροπία στα δημόσια οικονομικά της χώρας μας.

– Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση φαίνεται να προσανατολίζεται στη δημιουργία του ατομικού «κουμπαρά» για τις εισφορές εντός του ΕΤΕΑΕΠ τις οποίες θα διαχειρίζεται η δημόσια διαχειριστική εταιρεία ΑΕΔΑΚ. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;

Ο προσανατολισμός της κυβέρνησης προς την κατεύθυνση της δημιουργίας του «κουμπαρά» των ατομικών λογαριασμών εντός του ΕΤΕΑΕΠ και την ανάληψη της διαχείρισης των αποθεματικών από τη δημόσια διαχειριστική εταιρεία ΑΕΔΑΚ αποτελεί τον «Δούρειο Ίππο» παρέκκλισης από το συνταγματικό θεσμικό πλαίσιο των πρόσφατων αποφάσεων του ΣτΕ για τον επανασχεδιασμό, στη βάση των αρχών της κοινωνικής ασφάλισης, της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης.

– Πώς λοιπόν θα προχωρήσει με αυτό το δεδομένο; Κι αν προχωρήσει, ποιο θα είναι το κόστος για το ασφαλιστικό σύστημα, τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους;

Να σημειώσω ότι επιπλέον καταστρατηγείται η αρχή της ισότητας κι αυτό γιατί το κόστος μετάβασης, το οποίο εκτιμάται σε 56 δισ. ευρώ, το επωμίζεται η γενιά της μετάβασης. Αυτό σημαίνει ότι η γενιά που θα ασφαλιστεί από το 2021 και μετά στο ultra – κεφαλαιοποητικό, εξατομικευμένο και ιδιωτικοποιημένο σύστημα θα πληρώσει δύο φορές. Μία φορά για να αποταμιεύσει στον ατομικό της λογαριασμό για την μελλοντική χρηματοδότηση των δικών της συντάξεων και μία φορά για την άμεση καταβολή των ήδη συνταξιούχων του αναδιανεμητικού συστήματος. Με άλλα λόγια, η γενιά της μετάβασης θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τις άλλες γενιές, υπονομεύοντας τη βασική αρχή, μεταξύ των άλλων, της ισότητας που σημειώνεται και στις αποφάσεις του ΣτΕ.

– Σε διάφορα σενάρια που διαβάζουμε έχει αναφερθεί ότι το κόστος ή μέρος αυτού μπορεί να αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός… Αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με την απόφαση του ΣτΕ;

Εάν αναλάβει το κράτος να χρηματοδοτήσει αυτό το κόστος, τότε ο κρατικός προϋπολογισμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με σημαντικά ελλείμματα τα οποία θα αυξήσουν το υπάρχον δημόσιο χρέος της χώρας μας κατά 56 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες και κατά 660 εκατ. ευρώ μέσο ετήσιο κόστος την πρώτη δεκαετία, 2021-2031. Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα των δημόσιων φορέων, το κόστος μετάβασης θα πρέπει να αναγνωριστεί από έμμεσο (implicit) σε άμεσο (explicit), γεγονός που θα προκαλέσει αναταραχές στις κεφαλαιαγορές δεδομένου ότι θα αυξηθεί ο κίνδυνος αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, διακόπτοντας, στον βαθμό που την αφορά, την τάση μείωσης των επιτοκίων δανεισμού, τα οποία προφανώς θα αυξηθούν.

Στις αποφάσεις του το ΣτΕ επισήμανε ότι το κράτος εγγυάται το ύψος των παροχών και το ερώτημα που τίθεται είναι τι ακριβώς θα εγγυάται το κράτος όταν το ύψος της παροχής στο ultra – κεφαλαιοποιητικό και ιδιωτικοποιημένο σύστημα εξαρτάται από την πορεία των χρηματαγορών και των κεφαλαιαγορών, τις οποίες το κράτος δεν μπορεί να ελέγξει. Μήπως τελικά το κράτος θα εγγυηθεί, διαμέσου της φορολογίας, το σύνολο των εισφορών που καταβλήθηκαν καθ’ όλο τον εργασιακό βίο των ασφαλισμένων λόγω της κατάρρευσης των κεφαλαιαγορών, όπως εξάλλου έχει συμβεί στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, προκειμένου να αποφευχθεί η μη καταβολή των παροχών;

– Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τον σχεδιασμό που έχει γίνει γνωστός, θα επαναφέρει τις ασφαλιστικές κλάσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ προτίθεται να μειώσει, έστω και σταδιακά, τις εισφορές των εργοδοτών. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις;

Ο σχεδιασμός της επαναφοράς των ασφαλιστικών κλάσεων στους ελεύθερους επαγγελματίες, και μάλιστα με ελεύθερη μετακίνηση από κλάση σε κλάση, χωρίς να είναι υποχρεωτική ανάλογα με τα έτη ασφάλισης, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4387/2016, αφενός επιβαρύνει με την αύξηση των εισφορών τους ασφαλισμένους και αφετέρου δημιουργείται πρόβλημα στον υπολογισμό του ορθού συντελεστή αναπλήρωσης ο οποίος θα εξασφαλίζει την αναλογικότητα εισφορών – παροχών σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ.

Παράλληλα, η πτωτική τάση του ποσοστού εισπραξιμότητας ως αποτέλεσμα των αυξημένων κοινωνικοασφαλιστικών επιβαρύνσεων δεν θα επιτρέψει την επίτευξη του ουδέτερου δημοσιονομικού αποτελέσματος. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τους σχετικούς αναλογιστικούς υπολογισμούς, οι ελεύθεροι επαγγελματίες μετά τη μείωση των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών στο 13,33% και την κατάργηση του πλαφόν των 2.000 ευρώ που είχαν επιβάλει οι δανειστές μέχρι 1.1.2019, οι εισφορές και οι παροχές, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, επιφέρουν πλήρη αναλογικότητα εισφορών – παροχών και ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Για παράδειγμα, εάν θεωρήσουμε έναν ελεύθερο επαγγελματία ο οποίος εργάστηκε ασφαλισμένος για 40 έτη και είχε μέσο ετήσιο εισόδημα σε όλο τον εργασιακό του βίο το ανώτερο ασφαλιστέο εισόδημα που είναι 78.000 ευρώ, τότε σύμφωνα με τον Ν. 4387/2016 (σημερινοί συντελεστές αναπλήρωσης) θα λάβει σύνταξη ίση με 3.700 ευρώ μεικτά μηνιαίως, ενώ οι εισφορές που θα έχει καταβάλει θα αναλογούν σε σύνταξη 3.500 ευρώ μεικτά (το επιτόκιο προεξόφλησης θεωρήθηκε ίσο με τον μέσο μακροχρόνιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

Παράλληλα, ένας μισθωτός του ιδιωτικού τομέα με το ίδιο ασφαλιστέο εισόδημα και 40 χρόνια ασφάλισης, ενώ του αναλογεί μηνιαία σύνταξη 4.700 ευρώ μεικτά, με τους συντελεστές αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016, θα λάβει μηνιαία σύνταξη ύψους 3.700 ευρώ μεικτά, δηλαδή 79% των εισφορών ή 0,79 ευρώ για κάθε ένα ευρώ που κατέβαλε κι αυτό συμβαίνει γιατί ο μισθωτός καταβάλλει 20% εισφορά.

– Επομένως θα έχουμε σοβαρή απώλεια εσόδων…

Μια μείωση των εισφορών κατά 25% (από 20% σε 15%) αποτελεί μια απώλεια για τα ασφαλιστικά ταμεία ύψους 3 δισ. ευρώ και περίπου 600 εκατ. ευρώ (εντός πενταετίας, 1% για κάθε έτος) για καθεμία ποσοστιαία μονάδα που θα μειώνονται οι εισφορές, προκαλώντας ένα αρνητικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Κατά συνέπεια, για να επιτευχθεί η αναλογικότητα εισφορών – παροχών στον μισθωτό του ιδιωτικού τομέα και ιδιαίτερα των υψηλότερων μισθολογικών στρωμάτων καθώς και το ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, θα πρέπει, σύμφωνα με τους σχετικούς αναλογιστικούς υπολογισμούς, να αυξηθούν οι συντελεστές αναπλήρωσης και ιδιαίτερα των ασφαλισμένων με αρκετά έτη ασφάλισης και υψηλότερα από τον μέσο μηνιαίο μισθό εισοδήματα.

Κατά συνέπεια, προκειμένου να επιτευχθεί η «δίδυμη αποκατάσταση» της αναλογικότητας εισφορών – παροχών των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα καθώς και το ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, απαιτείται τόσο η διαφοροποίηση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών, όσο και του επιπέδου των συντελεστών αναπλήρωσης μεταξύ των δύο αυτών επαγγελματικών κατηγοριών.

ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ – ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ