Ενώ η θριαμβολογία για το «τέλος του μνημονίου» δεν έχει ακόμα κοπάσει, το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο της σημερινής κυβέρνησης, καθ’ ο μέρος ρυθμίζει εργασιακά θέματα, όπως οι Συλλογικές Συμβάσεις, το Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Εργοδοτών, η καθυστέρηση δεδουλευμένων αποδοχών, η μερική απασχόληση, η καταγραφή της εργασίας και της απασχόλησης, έρχεται να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συμπορευτεί το Δίκαιο με το «αόρατο χέρι της αγοράς» και το πώς ο θεμελιακός για το Εργατικό Δίκαιο κανόνας της προστασίας του εργαζομένου μπορεί να μετατραπεί σε εξαίρεση σε συνθήκες ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού.
Ακόμα και οι ρυθμίσεις για την καταγγελία λόγω καθυστέρησης των δεδουλευμένων αποδοχών ή τη μερική απασχόληση, παρά τη διακηρυκτική και μόνο φιλεργατική τους στόχευση, φαίνεται πως στην πράξη επιδιώκουν τον ακριβώς αντίθετο σκοπό.
Ειδικότερα, η πρόβλεψη του πολυνομοσχεδίου για τη θεώρηση της καθυστέρησης των δεδουλευμένων αποδοχών πέραν των δύο μηνών ως μονομερούς βλαπτικής μεταβολής φαίνεται να κυοφορεί τον πραγματικό και νομικό κίνδυνο μεθόδευσης προσχηματικών απολύσεων με όχημα την καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων, ενώ ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει τη στάση που θα κρατήσουν τα ελληνικά δικαστήρια στο πλαίσιο ελέγχου συνταγματικότητας της οικείας διάταξης με ορατό τον κίνδυνο απώλειας ακόμα και της αποζημίωσης απόλυσης στις περιπτώσεις αυτές.
Σε κάθε περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνεται, η «αξιόλογη χρονικά καθυστέρηση» είναι «αόριστη νομικά έννοια» η ερμηνεία της οποίας εξαρτάται από τη δικαστική και όχι από τη νομοθετική εξουσία.
Εν συνεχεία, η ρύθμιση για τη μερική απασχόληση και ειδικότερα η πρόβλεψη προσαύξησης 12% επί της συμφωνημένης αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα απασχόλησης δεν φαίνεται ικανή να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Αντιθέτως, αναμένεται να λειτουργήσει στην πράξη ως μέσο ενθάρρυνσης της μερικής απασχόλησης που de facto έχει υποκαταστήσει την πλήρη απασχόληση μετατρέποντάς την από κανόνα σε εξαίρεση.
Η συλλογική αυτονομία ως κορωνίδα του αστικοδημοκρατικού νομικού πολιτισμού και θεσμική έκφραση ομογενοποίησης της εργατικής τάξης σε ένα μέσο επίπεδο κοινωνικής αναπαραγωγής δέχθηκε στην Ελλάδα των μνημονίων λόγω του ατυχούς ιστορικού της ρόλου ως αδύναμου κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας της ευρωζώνης, υπό την επίφαση της δημοσιονομικής κρίσης και της έξωθεν επιβαλλόμενης πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, καίρια χειρουργικής φύσεως χτυπήματα με προφανή σκοπό τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη συλλογική στην ατομική διαπραγμάτευση, όπου κυριαρχεί ως γνωστόν η παντοδυναμία του εργοδότη, κατά τρόπο που να κλονίζεται τελικά όχι μόνο το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων αλλά και ο ίδιος ο βιοπορισμός τους.
Στο πλαίσιο αυτό, το έδαφος για την ολική κυριαρχία του δικαίου της «ανάγκης» και της «εξαίρεσης» στο πεδίο της συλλογικής αυτονομίας είχε ήδη προλειανθεί μετά και την αποτυχία επαναφοράς του Νόμου 1876/1990 για τη συλλογική διαπραγμάτευση, η οποία συνέπεσε με την ιστορική αποτυχία της ελληνικής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές κατά τον Ιούλιο 2015. Η μάλλον κολοβή επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών ΣΣΕ και της αρχής της ευνοίας κατά τον Αύγουστο 2018 λόγω της λήξης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής ναρκοθετείται οριστικά με τις ρυθμίσεις του επίμαχου πολυνομοσχεδίου.
Κατ’ αρχήν, η φαινομενικά ουδέτερη ρύθμιση για την υποχρέωση εγγραφής των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών στο ηλεκτρονικό Μητρώο ΕΡΓΑΝΗ, ανεξάρτητα από τις δικαιολογημένες περί «ηλεκτρονικού φακελώματος» αιτιάσεις, φαίνεται να συνδέεται ακατάλυτα στην πράξη με την επέκταση της κλαδικής ΣΣΕ, αφού αυτή προϋποθέτει ότι η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Σε κάθε περίπτωση, οι προβλέψεις για το ηλεκτρονικό μητρώο και το δικαίωμα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας δημιουργούν άμεσο κίνδυνο εργοδοτικών επεμβάσεων στην εσωτερική αυτονομία και δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή παρουσιάζεται ως πρώτης τάξεως «εργαλείο» στα χέρια των εργοδοτών για την περαιτέρω υπονόμευση του θεσμού της επεκτασιμότητας. Υπενθυμίζουμε ότι και με το προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας κατά την επαναφορά των κλαδικών ΣΣΕ, αναγνωριζόταν οιονεί δικαίωμα veto στην εργοδοτική πλευρά μέσω της άρνησης χορήγησης του μητρώου μελών της εργοδοτικής οργάνωσης, προκειμένου να διακριβωθεί η προϋπόθεση του 51%.
Περαιτέρω, το πλέον καίριο χτύπημα στον θεσμό της συλλογικής αυτονομίας συνδέεται με την περίφημη ρήτρα εξαίρεσης (ή διαφορετικά ρήτρα διαφυγής, ανοιχτότητας) για τις επιχειρήσεις εκείνες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα ή βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή οικονομικής εξυγίανσης και την περαιτέρω γραφειοκρατικοποίηση της διαδικασίας.
Οι επιχειρήσεις αυτές «δύνανται» να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της κλαδικής ΣΣΕ κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Πολύ περισσότερο, η ίδια ρύθμιση προβλέπει κυριαρχικό δικαίωμα του υπουργού Εργασίας να «εξειδικεύει» τις «περιπτώσεις» των επιχειρήσεων που εξαιρούνται από την κλαδική ΣΣΕ.
Καθίσταται σαφές ότι η γενικόλογη διατύπωση της διάταξης αναφορικά με τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και κυρίως το κυριαρχικό δικαίωμα καθορισμού της περιπτωσιολογίας των επιχειρήσεων αυτών από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας αφήνουν ανοιχτή την «κερκόπορτα» μετατροπής της «εξαίρεσης» σε «κανόνα» με ορατό τον κίνδυνο της παράλυσης του θεσμού της επεκτασιμότητας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον «κλαδικό μισθό».
Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα Μεσολάβησης-Διαιτησίας του ΟΜΕΔ ως επικουρικός μηχανισμός συμπλήρωσης της συλλογικής αυτονομίας και διασφάλισης της ύπαρξης συλλογικών ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε παρά να βρεθεί επίσης στο στόχαστρο του πολυνομοσχεδίου. Υπενθυμίζουμε ότι το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία είχε δυσχερανθεί ήδη με ρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνησης, αφού προβλέφθηκε ως προϋπόθεση η προηγούμενη αποδοχή της μεσολαβητικής πρότασης από το μέρος εκείνο που προσφεύγει.
Εν προκειμένω, η ρύθμιση του πολυνομοσχεδίου μετατρέπει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία από κανόνα σε περίπτωση αποτυχίας της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε εξαίρεση, αφού το δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας και μόνο όταν η επίλυση της συλλογικής διαφοράς επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου συμφέροντος. Προφανώς, η υποχρέωση συμμόρφωσης που υπέχει η κυβέρνηση έναντι της απόφασης 2307/2014 Ολ.ΣτΕ είναι εξίσου αδιάφορη με το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση η επίλυση μιας συλλογικής διαφοράς ανάγεται σε λόγους γενικότερου συμφέροντος.
* Δικηγόροι, Εργατολόγοι
πηγή : efsyn.gr