Πλησιάζουμε στην καταληκτική ημερομηνία ρύθμισης των ασφαλιστικών οφειλών και κρίνεται σκόπιμο να επισημανθούν θέματα που αφορούν σε οφειλές καταλογισμένες ή μη, παραγεγραμμένες ή μη, ώστε να μπορέσουμε να οδηγηθούμε με γνώση στην επιλογή της καλύτερης ρύθμισης και κυρίως στη δυνατότητα εξυπηρέτησης αυτής μέσα από τη διαδικασία συνταξιοδότησης.
Η καθημερινότητα μας έφερε μπροστά στα εξής πραγματικά περιστατικά:
Έχει διαμορφωθεί η αντίληψη από εσφαλμένη γνώση ότι, οι οφειλές μας προς τα ταμεία για τις οποίες έχει παρέλθει η εικοσαετία, έχουν παραγραφεί.
Με αφορμή την επιθυμία ρύθμισης των οφειλών, κάποιος εισέρχεται στην εφαρμογή του ΕΦΚΑ/ΚΕΑΟ και διαπιστώνει με έκπληξη ότι υπάρχουν καταλογισμένες οφειλές παρελθόντων ετών για τις οποίες μάλιστα έχει συνταχθεί «ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών» την οποία ενδεχομένως ουδέποτε έχει λάβει.
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις κάποιος ασφαλισμένος έχει ήδη ζητήσει με υπεύθυνη δήλωσή του προς τον ασφαλιστικό του φορέα να μην συνυπολογίσει το συγκεκριμένο οφειλόμενο χρονικό διάστημα στη σύνταξη του, δηλαδή έχει υποβάλει σχετική παραίτηση από αυτό θεωρώντας ότι για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θα διαγραφεί και η οφειλή του.
Από την Κοινωνικοασφαλιστική Νομοθεσία και την πρακτική προκύπτει ότι η πεποίθηση αυτή είναι λανθασμένη.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 95 του Ν 4387/2016 (σχετ. Εγκ ΕΦΚΑ 39/2017) ορίζεται ότι, οι απαιτήσεις των ασφαλιστικών φορέων που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές που δεν καταβλήθηκαν υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή η υπηρεσία. Από τη βεβαίωση δε στο ΚΕΑΟ αρχίζει μια νέα εικοσαετής προθεσμία για την είσπραξη αυτών και τη λήψη γενικά μέτρων σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ.
Το δικαίωμα αυτό του ΕΦΚΑ για καταλογισμό, βεβαίωση και είσπραξη δεν περιορίζεται και δεν εξαρτάται από το αν ο οφειλόμενος χρόνος ασφάλισης ληφθεί υπόψη κατά τη διαδικασία συνταξιοδότησης είτε για να θεμελιώσει είτε για να προσαυξήσει τη σύνταξή μας. Σχετικές δε εγκύκλιοι του ΕΦΚΑ, όπως για παράδειγμα το Γενικό Έγγραφο Σ22/7/12-6-19 περί μη συνυπολογισμού χρόνου ασφάλισης στον οποίο υπάρχουν οφειλές, δίνουν απλά οδηγίες για τη διαχείριση συνταξιοδοτικών θεμάτων όπου εμπλέκονται χρόνοι ασφάλισης από διαφορετικούς φορείς που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ σε συνδυασμό με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του καταλογισμού του οφειλόμενου χρόνου εάν αυτός δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή.
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, σκοπός είναι να γίνουν σαφή τα εξής:
Α) Χρόνος που δεν έχει παραγραφεί και ο οποίος δεν αξιοποιήθηκε για την συνταξιοδότησή μας λόγω παραίτησης από αυτόν, δεν θα συνυπολογιστεί στο ποσό της σύνταξης, δεν θα συσχετιστεί και δεν θα παρακρατείται από το ποσό της σύνταξης, θα παραμείνει όμως σαν οφειλή και το Δημόσιο θα μπορεί να κινήσει τη διαδικασία για τον καταλογισμό και την είσπραξή του.
Β) Χρόνος οφειλόμενων εισφορών για τις οποίες δεν υπάρχει παραγραφή, εφόσον ο υποψήφιος συνταξιούχος ρυθμίσει αυτόν, θα συμβάλλει στη διαμόρφωση του ποσού της σύνταξης και θα μπορέσει να εξοφληθεί μέσα από διαδικασία συνταξιοδότησης.
Γ) Χρόνος οφειλόμενων εισφορών οι οποίες έχουν υποπέσει σε παραγραφή λόγω μη καταλογισμού και μη βεβαίωσης τους εντός των νομίμων προθεσμιών (20 ετία) δεν υπολογίζονται στη σύνταξη και δεν οφείλονται.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια αναφορά στα ανώτατα προβλεπόμενα όρια οφειλών ανά φορέα που μπορούν να παρακρατηθούν από τη σύνταξη στα οποία συμπεριλαμβάνεται κύρια οφειλή και προσαυξήσεις.
Ασφαλισμένοι ΟΑΕΕ: Ανώτατο όριο 20.000 ευρώ
Ασφαλισμένοι ΕΤΑΑ: Ανώτατο όριο 15.000 ευρώ
Ασφαλισμένοι ΟΓΑ: Ανώτατο όριο 6.000 ευρώ
Στις προαναφερόμενες οφειλές συμπεριλαμβάνονται και οφειλές από εξαγορά πλασματικών χρόνων και προαιρετικής ασφάλισης, οι οποίες όμως δεν μπορούν να ενταχθούν και να ρυθμιστούν με βάση τις διατάξεις του Ν.4611/2019.
Τέλος επισημαίνεται, ότι όποιος συνταξιοδοτηθεί από τον ΟΓΑ με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης, για παράδειγμα με χρόνο ασφάλισης στον ΟΑΕΕ στον οποίο οφείλει 15.000 ευρώ, το υπόλοιπο που μπορεί να παρακρατηθεί από τη σύνταξη ανέρχεται μόνο στο ποσό των 6.000 ενώ πρέπει να απεξοφλήσει εφάπαξ το επιπλέον π.χ. (15.000-6.000 = 9.000). Το ποσό των εννέα χιλιάδων πρέπει να καταβληθεί εφάπαξ
Μαργαρίτα Κάρδαρη
Πτυχιούχος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δικηγόρος με εξειδίκευση στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο.
Νομική σύμβουλος σε επιχειρήσεις ιδιωτικού τομέα σε θέματα εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου.
Πηγή: taxheaven.gr/