Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος Ακροάματος: Απεργία στις 24/09/2019

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος Ακροάματος: Απεργία στις 24/09/2019

To αναπτυξιακό νομοσχέδιο που έφερε η κυβέρνηση, έχει την υπογραφή του ΣΕΒ και σηματοδοτεί την ταχύτατη επιστροφή στην εποχή των μνημονίων.

Διαλύει το θεσμικό πλαίσιο των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να περιορίσει, να εποπτεύσει και να χειραγωγήσει τη λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος.

Μετά από 10 χρόνια κρίσης και τρία μνημόνια που σαν οδοστρωτήρας πέρασαν πάνω από τις ζωές μας και μας ανάγκασαν να πληρώσουμε την κρίση τους, έρχονται τώρα να μας χρεώσουν εκ’  νέου την «ανάπτυξή» τους.

Το νομοσχέδιο καταργεί ότι είχε απομείνει από τις κλαδικές Σ.Σ.Ε. και την επεκτασιμότητα τους και επιχειρεί  την ουσιαστική κατάργηση της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ, αλλά και βάζει το «μακρύ χέρι του κράτους» στην οργάνωση και εσωτερική λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος.

Μετά την υποβάθμιση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, την κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης και της συνευθύνης σε εργολαβικές αναθέσεις από τον αναθέτοντα, αποτελεί  απαράδεκτη κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά των συνδικάτων η θεσμοθέτηση των ηλεκτρονικών μητρώων και οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες κυρίως κατά τη λήψη αποφάσεων για την  κήρυξη απεργιών.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΟΘΑ στη συνεδρίασή του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 αποφάσισε ομόφωνα την κήρυξη 24ωρης Απεργίας την Τρίτη 24/9/2019, ενάντια στο νέο πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης. 

 

Συμμετοχή στην συγκέντρωση του Ε.Κ.Α. και των συνδικάτων την ημέρα της Απεργίας στην Πλατεία Κλαυθμώνος στις 11:00.

 

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ Π.Ο.Θ.Α.

 

Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Για τα εργασιακά το πολυνομοσχέδιο προβλέπει.

 

Κλαδικές συμβάσεις:

Το νομοσχέδιο ανοίγει την πόρτα για «εξαιρέσεις κατά την εφαρμογή των όρων των συλλογικών συμβάσεων»  με  την υπερίσχυση των τοπικών ή επιχειρησιακών συμβάσεων σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που επικαλούνται οικονομικά προβλήματα. Αρκεί δηλαδή ένας λογιστής να πιστοποιήσει ότι μια επιχείρηση έχει οικονομικό πρόβλημα ώστε να εξαιρείται από την υποχρέωση εφαρμογής της κλαδικής ΣΣΕ.

Επίσης έχει προστεθεί διάταξη σύμφωνα με την οποία οι τοπικές συμβάσεις υπερισχύουν της Εθνικής κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης!  Σημειώνεται δε πως η εξειδίκευση των κριτηρίων των εξαιρέσεων θα γίνεται με υπουργική απόφαση.

 

Δεύτερη διάταξη αφορά στη συρροή συλλογικών ρυθμίσεων, η οποία προβλέπει ότι η επιχειρησιακή σύμβαση υπερισχύει πλέον της κλαδικής, ακόμα και εάν έχει χειρότερους όρους, «κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης». Πρακτικά οι διατάξεις αυτές σημαίνουν ότι τίθενται υπό αίρεση οι αυξήσεις που πήραν χιλιάδες εργαζόμενοι μέσα από την υπογραφή των κλαδικών συμβάσεων που κηρύχτηκαν υποχρεωτικές από τον Αύγουστο 2018 και μετά!

Ακόμα και σε αυτή την κουτσουρεμένη δυνατότητα κήρυξης υποχρεωτικότητας των κλαδικών ΣΣΕ (και αφού ήδη το νομοσχέδιο δίνει το δικαίωμα εξαίρεσης από όποια επιχείρηση «δηλώσει» ότι είναι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση) προστίθεται ως όρος να υπάρχει τεκμηρίωση των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα για το αν θα επεκταθεί η όχι μια σύμβαση!!.

Τέλος, την ενίσχυση  ξανά των  ενώσεων προσώπων δίνοντάς τους τη δυνατότητα να υπογράψουν συμβάσεις οι οποίες μάλιστα υπερισχύουν της κλαδικής. Να θυμίσουμε ότι πάνω από 2000 τέτοιες ενώσεις στήθηκαν από τους εργοδότες για να εξασφαλίσουν ότι οι μισθοί δεν θα υπερβαίνουν το ύψος του εθνικού κατώτατου μισθού.

 

Σε ότι αφορά τη Διαιτησία και τον ΟΜΕΔ:

Η κυβέρνηση νομοθετεί σε αντίθεση με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στέλνοντας ένα αυταρχικό μήνυμα. Καταργείται ουσιαστικά για τον ιδιωτικό τομέα το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία του ΟΜΕΔ. Είναι φανερό ότι η διάταξη αυτή αποτελεί ταφόπλακα του δικαιώματος στη Διαιτησία.

 

Σε ό,τι αφορά τα ηλεκτρονικά μητρώα συνδικάτων και τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες:

Βάζουν χέρι και παρεμβαίνουν σε ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας των συνδικάτων, υπονομεύουν την αυτονομία, ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του συνδικαλιστικού κινήματος. Προωθούν το ηλεκτρονικό φακέλωμα των συνδικάτων και των εργαζομένων. Αποτελούν την αφετηρία, ώστε να δίνουν εφεξής στους εργοδότες σημαντικές πληροφορίες και δεδομένα για τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους και τα σωματεία τους! Ευνοούν ακόμα περισσότερο την κρατική εξάρτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων από το κράτος. Τέλος, με την ηλεκτρονική ψηφοφορία για την κήρυξη της Απεργίας, είναι «ηλίου φαεινότερο» ότι πρόθεση του εργοδοτικο-κυβερνητικού μετώπου είναι ο ασφυκτικός περιορισμός της συλλογικής δράσης και των αγωνιστικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων.

 

Σε ότι αφορά τις ατομικές εργασιακές σχέσεις:

Ανοίγει τεράστια κερκόπορτα και στο θέμα της βλαπτικής μεταβολής λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων. Η σχετική διάταξη του αναπτυξιακού νομοσχεδίου αναφέρει ότι «θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου πέραν των δύο (2) μηνών από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης». Με άλλα λόγια καταργείται πλαγίως η θετική διάταξη η οποία κατοχύρωνε στην πράξη ότι «ο εργαζόμενος, σε περίπτωση που δεν του καταβάλλονται οι δεδουλευμένες αποδοχές του, θα μπορεί να θεωρήσει ότι η ενέργεια αυτή ισοδυναμεί με καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ισοδυναμεί δηλαδή με απόλυση, και να διεκδικήσει τη νόμιμη αποζημίωση». Κοινώς, ο χρόνος αφηνόταν ελαστικός και ήταν επιλογή του εργαζόμενου να αποφασίσει αν θα λύσει τη σύμβασή του διεκδικώντας την αποζημίωση. Τώρα, ο εργαζόμενος οδηγείται αναγκαστικά σε απόλυση μετά από δύο μήνες και θα πρέπει στη συνέχεια να διεκδικήσει δικαστικά την αποζημίωση– γεγονός που γεννά υποψίες για «παράθυρο» υπέρ μαζικών απολύσεων με πρόσχημα τη μη καταβολή δεδουλευμένων.!!

 

Ακόμα και αυτές οι διατάξεις που ο Υπουργός Εργασίας εμφανίζει ως φιλεργατικές, μόνο ως τέτοιες δε θα λειτουργήσουν.

Για την αδήλωτη εργασία

Μειώνει την έκπτωση του προστίμου στις 2.000 ευρώ αλλά ταυτόχρονα καταργεί την υποχρέωση καταβολής τριών μηνών ενσήμων αναδρομικά στον εργαζόμενο, κάτι που και την αδικία σε βάρος του αδήλωτου εργαζομένου συντηρεί και ευνοεί ακόμα παραπέρα τον παραβάτη εργοδότη.

Έτσι  το νομοσχέδιο κλέβει τρεις μήνες ένσημα από κάθε εργαζόμενο που εντοπίζεται αδήλωτος ενώ μεταφέρει τις συνέπειες της εργοδοτικής ασυνέπειας στους εργαζόμενους, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την απώλεια ασφαλιστικού χρόνου και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

 

Στη μερική απασχόληση

Θεωρείται πλέον και ο εργαζόμενος συνυπεύθυνος για την μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη, με αποτέλεσμα να μηντου ξαναγνωρίζονται τα ένσημα!

Υπονομεύει την πληρωμή της υπερωριακής απασχόλησης βάζοντας  πλαφόν 12% (δήθεν για καταπολέμηση της μερικής απασχόλησης),  οι εργοδότες θα συνεχίσουν να δηλώνουν λιγότερες ώρες εργασίας, καθώς δε θα λειτουργήσει αποτρεπτικά η προσαύξηση 12%, από τη στιγμή που  έχει υποβαθμιστεί η δράση των ελεγκτικών μηχανισμών του ΣΕΠΕ. Επιπλέον  η Κυβέρνηση θα εφαρμόσει το «Λευκό Μητρώο Επιχειρήσεων» δηλαδή επιχειρήσεις που έχουν ελεγχτεί και βρεθεί σύννομες δεν θα ελέγχονται ξανά.

 

Ορίζει τον Υπουργό Εργασίας ως “ανώτατο άρχοντα”, για να παρεμβαίνει όποτε αυτός νομίζει στα συνδικαλιστικά μας  δικαιώματα. Δηλαδή ο  Γ. Βρούτσης ο γνωστός υπουργός Εργασίας με τις γνωστές αντεργατικές περγαμηνές από την προηγούμενη θητεία του θα υπερβαίνει των καταστατικών των σωματείων, τις συλλογικές αποφάσεις τους για αγωνιστικές κινητοποιήσεις, για απεργίες. Θα μας φακελώνει όπως νομίζει, θα δίνει τα στοιχεία των συνδικάτων όταν θέλει, θα απαγορεύει με εμπόδια την συλλογική δράση και τη λήψη αγωνιστικών αποφάσεων, θα μετατρέπει εν ολίγοις τα καταστατικά των σωματείων σε “κουρελόχαρτα”.

Ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας δέχεται συντριπτικά πλήγματα και στην ουσία καταργείται η δυνατότητα των εργαζομένων να διεκδικούν συλλογικά καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας. Επιπλέον αφαιρει από τον εργαζόμενο όλα τα εργαλεία ελέγχου του εργοδότη.

 

Πρόκειται για μια ξεκάθαρα εκδικητική για τους εργαζόμενους πολιτική.