Με αφορμή τις εργατικές κινητοποιήσεις της ΔΕΘ και με φόντο τις (συντελεσθείσες αλλά και επικείμενες) κυβερνητικές παρεμβάσεις στα εργασιακά, η «Εποχή» συνομιλεί με τον Καθηγητή Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Άρι Καζάκο
Τη συνέντευξη πήρε ο Τάσος Γιαννόπουλος
Το αρχικό επιχείρημα ότι ο βάσιμος λόγος απόλυσης σήμαινε «ηλεκτρονικό φακέλωμα των εργαζομένων» εγκαταλείφθηκε. Τελικά, σε τι αποσκοπούσε η θέσπιση του βάσιμου λόγου και γιατί ακυρώθηκε τόσο βιαστικά από τη νέα κυβέρνηση;
Εάν το ενδιαφέρον του υπουργού Εργασίας ήταν ειλικρινές, σε περίπτωση που θεωρούσε υπαρκτό τον κίνδυνο «φακελώματος», θα μπορούσε απλά να ανακαλέσει ή να διορθώσει την προηγούμενη εγκύκλιο (ή να εκδώσει νέα) και όχι να την καταργήσει. Ωστόσο, το επιχείρημα περί φακελώματος είναι αβάσιμο και προσχηματικό, δεδομένου ότι στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, με βάση την (καταργηθείσα, πλέον) εγκύκλιο της Έφης Αχτσιόγλου, δεν θα αναγραφόταν ο συγκεκριμένος λόγος απόλυσης και, το σημαντικότερο, οι εργοδότες δεν έχουν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει αρχείο τέτοιων δεδομένων στο οποίο θα είχε πρόσβαση ο εργοδότης. Ο βάσιμος λόγος δεν θα αναφερόταν στο έγγραφο της καταγγελίας, αλλά θα αξιοποιείτο μόνο εάν ο εργαζόμενος προσέφευγε στην επιθεώρηση εργασίας ή στη δικαιοσύνη. Ως προς την αναγκαιότητα της ρύθμισης για το βάσιμο λόγο, αξίζει να θυμίσουμε ότι στο εργατικό δίκαιο, όπως είναι διαμορφωμένο ήδη από την περίοδο 1920 – 1955, ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει στο έγγραφο της καταγγελίας την απόλυση. Έτσι, ανέκυπτε πάντοτε το ζήτημα του λόγου της απόλυσης (αν αναλογιστούμε και τις σχετικές προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Χάρτη), τον οποίο ο εργοδότης θα μπορούσε να επικαλεστεί στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της (πιθανά) καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός του. Η νομοθέτηση του βάσιμου λόγου ήρθε να καλύψει μια τεράστια έλλειψη, γιατί εισήγαγε αναγκαστικά στις απολύσεις τον έλεγχο του λόγου που δικαιολογεί μια απόλυση, έλεγχος που είχε αδυνατίσει εξαιρετικά από τη στάση της νομολογίας των δικαστηρίων, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Ο βάσιμος λόγος, που χωρίς αυτόν η απόλυση ήταν άκυρη, αποκατέστησε τη φυσική τάξη, αφού καμία ενέργεια που γίνεται στον κόσμο δεν γίνεται εν κενώ. Ο εργοδότης (θα έπρεπε να) καλείται να αποδείξει την ύπαρξη προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας μίας σύμβασης εργασίας και μεταξύ αυτών την ύπαρξη βάσιμου λόγου. Επρόκειτο για ένα σημαντικό βήμα, το οποίο ακυρώθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, οι βουλευτές της οποίας, σημειωτέον, είχαν ψηφίσει τη ρύθμιση στη Βουλή.
Η Άννα Στρατινάκη, γ.γ. του υπουργείου Εργασίας, ισχυρίστηκε ότι η κατάργηση του «βάσιμου λόγου απόλυσης» έγινε, καθώς θα ετίθετο σε κίνδυνο η καταβολή αποζημίωσης.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει καμία σχέση με το ισχύον δίκαιο. Το επιχείρημα που προβλήθηκε και στην αιτιολογική έκθεση του καταργητικού νόμου, είναι ότι η καταργηθείσα ρύθμιση ήταν ανεπιτυχής και προκάλεσε «σύγχυση και στρέβλωση τελικά του πνεύματος και του γράμματος του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ως προς τα ξεχωριστά και διακριτά προστατευόμενα δικαιώματα των εργαζομένων που θεσπίζονται με αυτό», αφού η επαρκής αποζημίωση του άρθρου αυτού αποτελεί βασικό στοιχείο του ισχύοντος από το 1920 δικαίου. Το επιχείρημα στηρίζεται σε μια προφανή στρέβλωση ή, έστω, παρανόηση του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 24. Η αποζημίωση του ελληνικού δικαίου (ν. 2112/1920) διαφέρει ουσιωδώς ως προς τη φύση της από την αποζημίωση του άρθρου 24. Η πρώτη αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία, «εν ευρεία εννοία αντάλλαγμα» για την παρασχεθείσα επί σειρά ετών εργασία, ένα είδος αποθησαυρισμένου μισθού. Αντίθετα, η δεύτερη αποτελεί μια ειδική κύρωση για την απόλυση που γίνεται χωρίς βάσιμο λόγο. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το άρθρο 24 διασφαλίζει το δικαίωμα των εργαζομένων σε «επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση», για την οποία μάλιστα η διάταξη διασφαλίζει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο, προφανώς για την αναζήτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Στο προσκήνιο αυτές τις ημέρες ήρθαν και οι εργολαβικοί εργαζόμενοι, που διαμαρτύρονται για την κατάργηση της «συνευθύνης» εργολάβου και αναθέτοντος το έργο. Τι άλλες θεσμικές παρεμβάσεις θα έπρεπε να έχουν γίνει, για να περιοριστεί το φαινόμενο της εργολαβοποίησης;
Είναι τεράστιο το θέμα που συνδέεται με την κατάχρηση του outsourcing (κυρίως) και του offsourcing, μέσω των οποίων υπονομεύονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και δημιουργείται προσωπικό δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι θα ήταν σκόπιμη νομοθετική παρέμβαση για τον ποσοστιαίο περιορισμό των «εργολαβιών», π.χ. στο 10% του τακτικού προσωπικού μιας επιχείρησης. Κάποια αντίστοιχα μέτρα επιδιώχθηκε να ενταχθούν στο κοινό πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας. Στη χώρα μας, ο επιχειρηματίας που χρησιμοποιεί εργολάβους, απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη και οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε απόλυτο κενό, όταν είναι αφερέγγυοι οι εργολάβοι και υπεργολάβοι. Ο νυν υπουργός Εργασίας ισχυρίστηκε ότι η ρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνησης για την κοινή και αλληλέγγυα ευθύνη του επιχειρηματία και του εργολάβου του, καθώς και του υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων, είχε προκαλέσει σύγχυση στην αγορά εργασίας. Απαντώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, διότι η «συνευθύνη» δεν είχε καν προλάβει να εφαρμοστεί. Άλλωστε, η εν λόγω νομοθετική παρέμβαση απλά επέκτεινε τη ρύθμιση του Αστικού Κώδικα για τη συνευθύνη του αναθέτοντος στα οικοδομικά έργα, που ισχύει εδώ και περίπου 80 χρόνια, χωρίς ποτέ κανείς να ισχυριστεί ότι δημιούργησε σύγχυση στην αγορά.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, επίκειται ακόμη η νομοθέτηση της αναστολής ισχύος των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) σε μια σειρά περιπτώσεις. Πώς θα επιχειρηθεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση αυτή και ποιες θα είναι οι συνέπειες;
Για την ακρίβεια δεν πρόκειται για αναστολή, αλλά για δύο ενδεχομένως σενάρια, τα οποία μπορεί και να συνυπάρξουν: α) τη θεσμοθέτηση ρήτρας εξαίρεσης από τις κλαδικές ΣΣΕ επιχειρήσεων που θα (δηλώσουν ότι) αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας και β) την παροχή δυνατότητας για ύπαρξη τοπικών κλαδικών συμβάσεων που θα αποκλίνουν από τις εθνικές κλαδικές ΣΣΕ, κάτι που παραπέμπει ευθέως στη διαμόρφωση ειδικών οικονομικών ζωνών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το παραπάνω έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές άλλων χωρών (βλέπε Γερμανία), όπου για ανάλογες ρήτρες εξαίρεσης από τις κλαδικές συμβάσεις, η ευχέρεια ανήκει στα μέρη των κλαδικών συμβάσεων (εργατικά συνδικάτα και εργοδοτικές οργανώσεις) και όχι στην εκάστοτε επιχείρηση. Στη Γερμανία, οι εξαιρέσεις έγιναν με φειδώ. Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να παραχωρήσει δικαίωμα εξαίρεσης από τις κλαδικές συμβάσεις στις ίδιες τις επιχειρήσεις, αυτό θα οδηγήσει σε κατάλυση της κανονιστικής εμβέλειας των κλαδικών συμβάσεων, ουσιαστικά σε κατάσταση παράλυσης. Μην ξεχνάμε ότι τέτοιου είδους νομοθετικές μεταβολές περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αιτημάτων του ΣΕΒ και του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ).
Για παράδειγμα;
Καταρχάς, θυμίζω ότι η κυβέρνηση έσπευσε να φέρει στη Βουλή τις καταργητικές ρυθμίσεις δύο ημέρες μετά από την (επανα)κατάθεση των σχετικών αιτημάτων από τον ΣΕΒ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι προτάσεις του για την αναγκαστική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, που οδηγεί σε ακύρωση της αμοιβής και της προσαύξησής της για παροχή υπερωριακής εργασίας, για μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, όταν αυτή γίνεται με υπαιτιότητα του εργαζόμενου (μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του), καθώς και για περαιτέρω μείωση της αποζημίωσης απόλυσης εργαζομένων με υψηλές αποδοχές και μεγάλο χρόνο απασχόλησης. Σημειώνω ότι η αποζημίωση απόλυσης υποπενταπλασιάστηκε κατά την περίοδο των μνημονίων. Ακόμη το ΚΕΦΙΜ προτείνει ο εθνικός κατώτατος μισθός να διαμορφώνεται βάσει «αντικειμενικών κριτηρίων» (εθνική ανταγωνιστικότητα, μεσοσταθμικός πληθωρισμός της νομισματικής ένωσης κ.α.) και όχι από τα συνδικάτα, εργατικά και εργοδοτικά. Προκρίνει δε τη διαφοροποίηση του κατώτατου μισθού σε περιφέρειες της χώρας με έντονα διαφορετικά χαρακτηριστικά (τοπικό επίπεδο ανεργίας, βαθμός ανάπτυξης, εποχικότητα απασχόλησης κτλ), καθώς και «βάσει ηλικίας και επαγγελματικής εμπειρίας του εργαζομένου». Το ΚΕΦΙΜ προτείνει, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της συνδικαλιστικής άδειας, την παύση της χρηματοδότησης των συνδικάτων μέσω ΟΑΕΔ (βέβαια, είναι ψευδές ότι χρηματοδοτούνται από τον ΟΑΕΔ, πρόκειται στην ουσία για εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών -οι εργοδότες καταβάλλουν ποσοστό ως στοιχείο του εν ευρεία εννοία μισθού, όπως συμβαίνει και με τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές. Επομένως, στην πραγματικότητα η χρηματοδότηση των συνδικάτων γίνεται από τους ίδιους τους εργαζομένους, από τους εν ευρεία εννοία μισθούς τους). Άλλο αίτημα του ΚΕΦΙΜ είναι η θεσμοθέτηση της απόλυσης συνδικαλιστών για «σπουδαίο λόγο», πράγμα που θα οδηγήσει σε κατάλυση των ισχυόντων περιορισμών με βάση τον συνδικαλιστικό νόμο. Βέβαια, η νομολογία των δικαστηρίων έχει «ανοίξει» τον κλειστό αριθμό λόγων απόλυσης του συνδικαλιστικού νόμου με εργαλείο την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος… Τέλος, το ΚΕΦΙΜ προτείνει να απαγορευθεί στα εργατικά κέντρα να κηρύσσουν απεργίες.
Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται ανάκαμψη της απασχόλησης. Ωστόσο, μεγάλο ποσοστό αντιστοιχεί σε κακοπληρωμένες θέσεις μερικής απασχόλησης και πολλές απλήρωτες υπερωρίες. Τι θα μπορούσε να γίνει θεσμικά για τον περιορισμό του φαινομένου;
Ονομάζουν το φαινόμενο ευελιξία, αλλά πρόκειται για επισφάλεια, η οποία γιγαντώθηκε κατά τη μνημονιακή περίοδο και πρέπει περιοριστεί με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, όπως είναι, για παράδειγμα, η θεσμοθέτηση «πλαφόν» στον αριθμό των εργαζόμενων τους οποίους μία επιχείρηση θα μπορεί να απασχολεί με μορφές μερικής απασχόλησης. Βέβαια, οι εργοδότες επικαλούνται την ελευθερία των συμβάσεων και του επιχειρείν. Αντίστοιχα ήταν τα επιχειρήματα των καπιταλιστών, όταν στις αρχές του 19ου αιώνα η Βουλή των Λόρδων στην Αγγλία συζητούσε το νομοσχέδιο για τον περιορισμό της παιδικής εργασίας. Τότε ορισμένοι Λόρδοι είχαν αντιταχθεί λέγοντας ότι «θίγονται τα ιερά και τα όσια της ελευθερίας των συμβάσεων». Βέβαια δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε η παρούσα κυβέρνηση να κινηθεί προς την κατεύθυνση του περιορισμού της επισφαλούς εργασίας. Είναι δεδομένο ότι στις επισφαλείς σχέσεις εργασίας υποκρύπτεται πολύ συχνά εργασία μεγαλύτερη από τη δηλούμενη. Εργαλειοποιούνται οι επισφαλείς εργασιακές σχέσεις για την απόκρυψη πλήθους εργοδοτικών παρανομιών. Τέτοιες εργασιακές σχέσεις, π.χ. μερικής απασχόλησης, μπορούν και πρέπει να απαγορευθούν ή να αντιμετωπιστούν με τη θέσπιση τεκμηρίων υπέρ της πλήρους απασχόλησης. Η προσαύξηση κατά 10% του κόστους για την επιπλέον εργασία όσων απασχολούνται με καθεστώς μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης (σ.σ.: την εξήγγειλε ο υπουργός εργασίας) θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα, αν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν υφίσταντο τα σοβαρά πλήγματα που εξαπολύει η σημερινή κυβέρνηση.
Πώς βλέπετε την παρέμβαση που έχει προαναγγείλει ο κ. Βρούτσης στον συνδικαλιστικό νόμο με τη δημιουργία Μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά και την καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας;
Όσον αφορά το μητρώο, αυτό θα ήταν πηγή μεγάλων κινδύνων για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των εργαζομένων, καθώς, αν ένα τέτοιου είδους αρχείο διαρρεύσει, αυτομάτως θα μετατραπεί σε μαύρη λίστα σε βάρος των εργαζομένων – συνδικαλιστών. Αυτός ο κίνδυνος θα μπορούσε, ενδεχομένως, να μετριαστεί, αλλά όχι να αποκλειστεί με την ανάθεση των σχετικών αρχείων στις ίδιες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Για την εκτίμηση των κινδύνων αρκεί να αναλογιστούμε τα τεράστια προβλήματα που δημιουργεί παγκοσμίως το hacking. Καλό είναι να ακούσουμε και τις προτάσεις που έχουν καταθέσει τα ίδια τα συνδικάτα για τη διαφάνεια των διαδικασιών τους, τον έλεγχο των εισερχομένων σε ένα συνέδριο κλπ. Γιατί υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις και σε σχέση με τη σκοπιμότητα δημιουργίας του μητρώου. Ως προς το ζήτημα της απεργίας θυμίζω ότι από την προηγούμενη κυβέρνηση και υπό την πίεση και υπαγόρευση της τρόικας θεσμοθετήθηκε η αυξημένη απαρτία (50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών) για τη λήψη έγκυρης απόφασης για απεργία. Τώρα, έχουμε σχέδια για επί τα χείρω παρέμβαση, σε μια περίοδο μάλιστα που δεν υπάρχουν οι προηγούμενοι καταναγκασμοί. Σημειώνω με έμφαση ότι η άλλη πρόταση για συμμετοχή στην ψηφοφορία για κήρυξη απεργίας όλων των εργαζομένων ηλεκτρονικά οδηγεί σε πλήρη ανατροπή του δικαίου της απεργίας. Και μάλιστα, σε μία χώρα που ανήκει σε αυτές με τις λιγότερες «χαμένες» ώρες εργασίας από απεργία (σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι πολέμιοι των εργατικών δικαιωμάτων), ενώ είναι κοινός τόπος και ο αστυνομικού χαρακτήρα έλεγχος των δικαστηρίων, τα οποία σε ποσοστό πάνω από 90% των αποφάσεών τους κρίνουν παράνομες τις απεργίες που κηρύσσονται. Τα ζητήματα που σχετίζονται με την κήρυξη μιας απεργίας, όπως το ποια θα είναι η απαιτούμενη απαρτία, θα πρέπει να τα ρυθμίζει η ίδια η συνδικαλιστική οργάνωση, ενώ η επέμβαση του νομοθέτη θα έπρεπε να θεωρείται αναγκαία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (για παράδειγμα για την προστασία της δημοκρατικής αρχής επιβλήθηκε η απλή αναλογική ως υποχρεωτικό εκλογικό σύστημα με τον νόμο 1264/1982. Αν καθιερωθεί η συμμετοχή, ακόμα και με ηλεκτρονική ψηφοφορία, του 50% ή του 51% του συνόλου των εργαζομένων (και όχι μόνο των μελών του σωματείου):
α) θα συμβεί το αδιανόητο, να ψηφίζει δηλαδή κάποιος που δεν είναι μέλος σε μια συνδικαλιστική οργάνωση και
β) θα οδηγηθούμε, λόγω της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, στην αλλοίωση της διαδικασίας σχηματισμού βούλησης, που είναι συνυφασμένη με τη φυσική παρουσία των μελών ενός σωματείου, με τις ζυμώσεις που αυτή συνεπάγεται και με τη ζωντανή διαδικασία διαμόρφωσης συλλογικής βούλησης, διαδικασία η οποία δεν μπορεί να συντελεστεί με ηλεκτρονικά μέσα και από απόσταση.