Αρις Καζάκος*
Η κυβέρνηση επιδιώκει να μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα ακόμη μικρότερου εργασιακού κόστους, υιοθετώντας την άρρητη παραδοχή (και του δεύτερου Μνημονίου) ότι ο ορίζοντας ανταγωνισμού μέσα στον οποίο κινούμαστε περιλαμβάνει ασιατικές χώρες, καθώς και χώρες των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής, χώρες με άλλα λόγια χαμηλού εργασιακού κόστους.
Ενας πρώτος σχολιασμός με βάση όσα δημοσιεύτηκαν στον Τύπο για τη ρήτρα εξαίρεσης επιχειρήσεων από τις κλαδικές ΣΣΕ και για τις τοπικές κλαδικές ΣΣΕ που, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, θα αποκλίνουν (επί τα χείρω για τους εργαζομένους) από την εθνική κλαδική ΣΣΕ.
Ας σημειωθεί καταρχάς ότι οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) έχουν έναν ρόλο-κλειδί για τη λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας. Με τις κλαδικές ΣΣΕ τίθενται ελάχιστοι όροι εργασίας, μισθολογικοί και μη, για όλους τους εργαζομένους του καλυπτόμενου οικονομικού κλάδου, που μόνο να βελτιωθούν μπορούν (υπέρ των εργαζομένων) με επιχειρησιακές ΣΣΕ.
Αυτοί οι όροι εργασίας βελτιώνουν τους ελάχιστους όρους προστασίας των εργαζομένων που τίθενται με τις εθνικές γενικές ΣΣΕ της ΓΣΕΕ, π.χ. τους κατώτατους μισθούς. Με την έννοια αυτή οι κλαδικές ΣΣΕ έχουν μια σπουδαία, προστατευτική για τους εργαζομένους λειτουργία και συγχρόνως μια οιονεί καρτελική ενέργεια, που εξαιρεί από το πεδίο του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων του κλάδου τους κλαδικούς όρους εργασίας.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους όχι μειώνοντας κλαδικούς μισθούς ή τους λοιπούς όρους εργασίας αλλά μέσω της βελτίωσης των προϊόντων τους κ.ο.κ. Οι ρήτρες σε κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που επιτρέπουν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των κλαδικών ΣΣΕ, είναι γνωστές σε άλλα δίκαια, π.χ. στο γερμανικό.
Πρέπει ωστόσο εδώ να γίνουν οι εξής δύο παρατηρήσεις:
1. Στο γερμανικό δίκαιο, η ευχέρεια εξαίρεσης επιχειρήσεων με σοβαρά οικονομικά προβλήματα που απειλούν την υπόστασή τους από το πεδίο εφαρμογής κλαδικών ΣΣΕ δεν δίνεται στις ίδιες τις επιχειρήσεις, αλλά παρέχεται από τα ίδια τα μέρη των κλαδικών ΣΣΕ σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν την εξουσία να καταλύουν τη συλλογική αυτονομία των μερών των κλαδικών ΣΣΕ, μειώνοντας την κανονιστική τους εμβέλεια. Η εμπειρία εφαρμογής των ρητρών αυτών στη Γερμανία δείχνει ότι τα μέρη των κλαδικών ΣΣΕ παρέχουν τη δυνατότητα αυτή σε επιχειρήσεις μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πράγμα απολύτως λογικό, αφού διαφορετικά η εμβέλεια, αυτή η ίδια η υπόσταση και η καρτελική λειτουργία των κλαδικών ΣΣΕ θα τελούσαν υπό την αίρεση της απόρριψής τους από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
2. Η εισαγωγή ρητρών εξαίρεσης επιχειρήσεων από κλαδικές ΣΣΕ ή και τοπικών κλαδικών ΣΣΕ που θα αποκλίνουν από τις εθνικές κλαδικές στο ελληνικό δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι απολύτως ασύμβατη με τα δεδομένα της εργασίας και της οικονομίας για έναν πολύ απλό λόγο: Η κοινωνικο-οικονομική καταστροφή των μνημονίων έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε πλήθος επιχειρήσεων, τα περισσότερα από αυτά εξαιτίας της κατάρρευσης της εσωτερικής ζήτησης, που ήταν καρπός κυρίως της μνημονιακής αποσύνθεσης των ΣΣΕ.
Επομένως, η νομοθέτηση της ρήτρας εξαίρεσης θα έδινε τη δυνατότητα εξόδου από τις κλαδικές ΣΣΕ σε πλήθος επιχειρήσεων σε διάφορους οικονομικούς κλάδους, πράγμα που θα ανέτρεπε την καθολικότητα της ισχύος των κλαδικών ΣΣΕ και την καρτελική τους λειτουργία, δημιουργώντας το έδαφος για έναν «βρόμικο» ανταγωνισμό των επιχειρήσεων με θύμα τον μισθό και τη βιοποριστική λειτουργία του. Αλλωστε οι βελτιωμένοι κλαδικοί μισθοί σήμερα (σε σύγκριση με τους μισθούς της μνημονιακής περιόδου) αποτελούν μια σημαντική δεξαμενή από την οποία αρδεύονται οι επιχειρήσεις, έχουν με άλλα λόγια αυτές οι ΣΣΕ μια γενικότερη κοινωνικο-οικονομική λειτουργία που στηρίζει αποφασιστικά την οικονομία.
Αρκεί να σημειώσουμε εδώ ότι, με βάση τα στατιστικά στοιχεία, το ΑΕΠ της χώρας προέρχεται κατά τα 2/3, περίπου, από την εσωτερική ζήτηση. Μια μείωση μισθών που θα προκαλούσε η ενεργοποίηση ρήτρας εξαίρεσης από τις κλαδικές ΣΣΕ ή η απόκλιση (προς τα κάτω) τοπικών κλαδικών ΣΣΕ από αυτές θα ήταν χτύπημα όχι μόνο για τους εργαζόμενους αλλά και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, που είδαν τον τζίρο τους να καταρρέει από τη συντριβή των εισοδημάτων κατά τη μνημονιακή περίοδο.
Η πολιτική στόχευση της κυβέρνησης, ένας χτυπητός αναχρονισμός πλέον σήμερα με βάση τη διεθνή αλλά και την ελληνική εμπειρία, είναι σαφής: Επιδιώκει να μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα ακόμη μικρότερου εργασιακού κόστους, υιοθετώντας την άρρητη παραδοχή (και του δεύτερου Μνημονίου) ότι ο ορίζοντας ανταγωνισμού μέσα στον οποίο κινούμαστε περιλαμβάνει ασιατικές χώρες, καθώς και χώρες των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής, χώρες με άλλα λόγια χαμηλού εργασιακού κόστους. Μια τέτοια πολιτική όχι μόνο δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη αλλά είναι, εξ ορισμού, καταστροφική για την κοινωνία και την οικονομία.
Αυτό μαρτυρά η νωπή εμπειρία της χώρας από τα ομόρροπα μέτρα των μνημονίων, που ούτε οι επιχειρήσεις ούτε η κοινωνία άντεξαν. Ακόμη όμως και αν, υποθετικά μιλώντας, ερχόταν μια τέτοια ανάπτυξη, στην πραγματικότητα βελτίωση των ποσοτικών δεικτών (ΑΕΠ και κατά κεφαλήν εισόδημα), τα αποτελέσματά της θα έμεναν αόρατα για την οικονομία, στο σύνολό της, και την κοινωνία. Μια τέτοια ανάπτυξη από μόνη της μπορεί, όπως μαρτυρά η διεθνής εμπειρία, να οδηγεί σε αύξηση της φτώχειας και περαιτέρω υπονόμευση του κοινωνικού κράτους.
Γιατί για να διοχετευτεί η ανάπτυξη στην οικονομία και γενικότερα στην κοινωνία, πρέπει να λειτουργούν δύο βασικοί μηχανισμοί: ο πρωτογενής μηχανισμός διανομής του παραγόμενου προϊόντος (συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που πλήττονται ωστόσο καίρια με τα μέτρα που σχεδιάζει η κυβέρνηση) και ο μηχανισμός αναδιανομής (φορολογικό σύστημα, που όμως προορίζεται, και πάλι από την κυβέρνηση, να αναδιανείμει υπέρ των κατόχων του πλούτου).
Για την πρόθεση της κυβέρνησης να νομοθετήσει ρήτρα εξαίρεσης των επιχειρήσεων από το πεδίο εφαρμογής των κλαδικών ΣΣΕ ή τοπικές κλαδικές που θα αποκλίνουν από αυτές ισχύει η σκωπτική παρατήρηση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, που διατυπώθηκε ως κριτική σε σειρά μνημονιακών μέτρων σε βάρος της εργασίας, τα οποία επιβλήθηκαν με την επίκληση βέλτιστων πρακτικών άλλων χωρών:
«Αυτό που αποτελεί βέλτιστη πρακτική στο Λονδίνο, η κίνηση των αυτοκινήτων στην αριστερή πλευρά των δρόμων, δεν είναι βέλτιστη πρακτική στη Νέα Υόρκη» (ή την Αθήνα κ.ο.κ.).
Δεδομένου ότι οι κλαδικές ΣΣΕ έχουν υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα με τη μνημονιακή νομοθεσία και άρχισαν να «ξαναζούν» κατά τη μετα-μνημονιακή περίοδο της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η υιοθέτηση σήμερα τέτοιων ρητρών θα αποτελούσε ισχυρότατο πλήγμα στη λειτουργία των ΣΣΕ συνολικά αλλά και για τα ζωτικά συμφέροντα της κοινωνίας, όπως και της ίδιας της οικονομίας.
Η κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα λειτουργούσε ως δημιουργός γνήσιας ανομίας. Η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της Νέας Δημοκρατίας την οδηγεί σε μια ανανεωμένη ομολογία πίστης στις μνημονιακές πολιτικές, όμως αυτή τη φορά σε μια μετα-μνημονιακή κατάσταση επιτροπείας της χώρας, χωρίς τις φρικαλεότητες, τους ακραίους και βάναυσους καταναγκασμούς που της επέβαλαν οι δανειστές της.
* Ο Άρις Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ