Εργασιακές σχέσεις και δημοκρατία
Οι δύο πιο χαρακτηριστικές νομοθετικές καταργήσεις της κυβέρνησης αφορούν το δίκαιο της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας (βάσιμος λόγος απόλυσης) και την κοινή και αλληλέγγυα ευθύνη του επιχειρηματία, που αναθέτει έργο σε εργολάβο, του εργολάβου, όπως και του υπεργολάβου του, για τις απαιτήσεις των εργαζομένων εργολάβου και υπεργολάβου.
Σε ό,τι αφορά την κατάργηση του άρθρου 9 του ν. 4554/2018 για την κοινή και αλληλέγγυα ευθύνη του επιχειρηματία και του εργολάβου του, καθώς και του υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων εργολάβου και υπεργολάβου: Η ρύθμιση διασφάλιζε ότι οι εργαζόμενοι του εργολάβου και του υπεργολάβου θα μπορούσαν να απαιτήσουν π.χ. τους μισθούς τους από τον επιχειρηματία/αναθέτοντα ή και τον εργολάβο επί υπεργολαβιών, όταν στις εργολαβίες και τις υπεργολαβίες η «ελευθερία» των συμβάσεων των εργοδοτών τούς άφηνε έρμαιο της αφερεγγυότητας του άμεσου εργοδότη τους, ενός ανεξέλεγκτου και συχνά ψευδεπίγραφου offsourcing και outsourcing.
Βέβαια στις εργολαβίες και τις υπεργολαβίες, γενικά, η κατάσταση της εργασίας θυμίζει συχνά τον «νόμο δυτικά του Ρίο Πέκος»1, αλλά αυτό είναι ένα μείζον ζήτημα που χρειάζεται ειδική αναλυτική πραγμάτευση.
Το επιχείρημα που προβλήθηκε στην αιτιολογική έκθεση του καταργητικού νόμου είναι ότι η καταργηθείσα ρύθμιση για τον βάσιμο λόγο απόλυσης ήταν ανεπιτυχής και προκάλεσε «σύγχυση και στρέβλωση τελικά του πνεύματος και του γράμματος του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ως προς τα ξεχωριστά και διακριτά προστατευόμενα δικαιώματα των εργαζομένων που θεσπίζονται με αυτό», αφού η επαρκής αποζημίωση του άρθρου αυτού αποτελεί βασικό στοιχείο του ισχύοντος από το 1920 δικαίου.
Το επιχείρημα στηρίζεται σε μια προφανή στρέβλωση ή, έστω, παρανόηση του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 24. Η αποζημίωση του ελληνικού δικαίου (ν. 2112/1920) διαφέρει ουσιωδώς ως προς τη φύση της από την αποζημίωση του άρθρου 24. Η πρώτη αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία, «εν ευρεία εννοία αντάλλαγμα» για την παρασχεθείσα επί σειρά ετών εργασία, ένα είδος αποθησαυρισμένου μισθού.
Αντίθετα η δεύτερη αποτελεί μια ειδική κύρωση για την απόλυση που γίνεται χωρίς βάσιμο λόγο. Από την άλλη πλευρά το ίδιο το άρθρο 24 διασφαλίζει το δικαίωμα των εργαζομένων σε «επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση», για την οποία μάλιστα η διάταξη διασφαλίζει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο, προφανώς για την αναζήτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στο συνταγματικά επιβαλλόμενο σύστημα των αντικειμενικών λόγων που εγκαθίδρυσε η νομολογία των δικαστηρίων, μια απόλυση δεν είναι καταχρηστική μόνον όταν την υπαγορεύουν επιλήψιμα κίνητρα του εργοδότη, αλλά και όταν δεν δικαιολογείται με τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων, όπως είναι η συμπεριφορά ή το πρόσωπο του εργαζομένου ή οικονομικοτεχνικοί λόγοι.
Αρα μια απόλυση για την οποία δεν αποδεικνύεται ότι στηρίχθηκε στη συνδρομή τέτοιων λόγων είναι αδικαιολόγητη και άρα καταχρηστική. Είναι ακριβώς αυτό το σύστημα προστασίας του ισχύοντος με βάση τη νομολογία δικαίου που επικύρωσε και τυποποίησε η καταργηθείσα ρύθμιση.
Προβλήθηκε ακόμη από στελέχη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας ότι η αναφορά του βάσιμου λόγου απόλυσης θα ήταν στίγμα για τον εργαζόμενο που θα δυσχέραινε ουσιωδώς την εύρεση νέας εργασίας.
Το επιχείρημα είναι σαθρό στη βάση του. Η καταργηθείσα ρύθμιση δεν επέβαλλε την αναφορά του βάσιμου λόγου στο έγγραφο της καταγγελίας (απόλυσης). Μόνο σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αμφισβητούσε την ύπαρξη βάσιμου λόγου και προσέφευγε στο ΣΕΠΕ και κυρίως στο αρμόδιο δικαστήριο ο εργοδότης έφερε το βάρος επίκλησης και απόδειξης ότι συνέτρεξε πράγματι βάσιμος λόγος απόλυσης.
Είναι φανερό ότι αν ο εργαζόμενος θεωρούσε ότι συνέτρεχε όντως βάσιμος λόγος για την απόλυσή του, δεν θα τον αμφισβητούσε δικαστικά ή εξωδικαστικά και επομένως δεν θα προκαλούσε τη δημοσιοποίησή του. Θα συνέβαινε δηλαδή ό,τι συμβαίνει και σήμερα για το ίδιο ζήτημα στο πλαίσιο του ελέγχου καταχρηστικότητας. Ο εργαζόμενος δεν προκαλεί τη δημοσιοποίηση ενός υπαρκτού βάσιμου λόγου απόλυσης, που θα του υψώσει εμπόδια στην εύρεση νέας εργασίας.
Κατά της ρύθμισης για την κοινή και αλληλέγγυα ευθύνη του επιχειρηματία και των εργολάβων-υπεργολάβων προβλήθηκε από τον υπουργό Εργασίας το επιχείρημα ότι αυτή προκάλεσε «εκτεταμένη σύγχυση και δυσκολίες εφαρμογής» στην αγορά, πράγμα που είχε συνέπεια αφ’ ενός «την άμβλυνση της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων» και αφ’ ετέρου τη «διάχυση της ευθύνης του εργοδότη προς αντισυμβαλλομένους του». Πρόκειται για ψέμα χοντρό και κατασκευασμένο.
Πρώτα πρώτα γιατί δεν προσκομίζεται καμιά απόδειξη που να στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό, αφού μάλιστα η αγορά δεν πρόλαβε καν να εφαρμόσει το μέτρο. Και δεύτερον, γιατί τυχόν πληρωμή από αντισυμβαλλόμενο του εργοδότη π.χ. των μισθών των εργαζομένων του τελευταίου θα είχε ως κλειδί διόρθωσης στις μεταξύ τους σχέσεις τον συμψηφισμό με το τίμημα της εργολαβίας. Από την άλλη πλευρά το ήδη καταργημένο άρθρο 9 του ν. 4554/2018 δεν ήταν μια «παρθένα» ρύθμιση.
Ο νομοθέτης του 2018 δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διευρύνει και να επεκτείνει τη ρύθμιση του Αστικού Κώδικα για τα οικοδομικά έργα, που ισχύει εδώ και περίπου 80 χρόνια (άρθρο 702 ΑΚ). Η ρύθμιση αυτή του Αστικού Κώδικα δεν δημιούργησε ποτέ σύγχυση στην αγορά κατά τα 80 χρόνια εφαρμογής της, όπως αναληθώς ανέφερε για το ομόρροπο άρθρο 9 ο υπουργός Εργασίας κ. Βρούτσης, αιτιολογώντας την αναχρονιστική νομοθετική του πρωτοβουλία. Αλήθεια, πώς του γλίτωσε του κ. Βρούτση το άρθρο 702 του Αστικού Κώδικα;
Αν «η ανάγνωση του κόσμου περνάει μέσα από την ανάγνωση των εργασιακών σχέσεων, που μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους…» (Πιέτρο Ινγκράο), ο κόσμος που διαμορφώνεται ήδη στη χώρα από τις πρώτες ημέρες της νέας διακυβέρνησης κάθε άλλο παρά φωτεινός είναι.
Το μέλλον προδιαγράφεται ακόμη πιο ζοφερό αν η νέα κυβέρνηση ικανοποιήσει και τα υπόλοιπα αιτήματα του ΣΕΒ και υλοποιήσει τα πρόσφατα πορίσματα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ).
Από την άλλη πλευρά η κατάργηση δικαιωμάτων των εργαζομένων, άρα και αντίστοιχων υποχρεώσεων των εργοδοτών, από την παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποτελεί, εξ αντικειμένου, μια ακόμη ομολογία πίστης της Νέας Δημοκρατίας στις δυναστικές και καταστροφικές μνημονιακές πολιτικές.
Συγχωρήστε μου τον ρομαντισμό, αλλά πιστεύω ότι δεν θα ήταν άσκοπο να θυμηθούμε και να θυμίσουμε στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, δεμένο στο άρμα ενός αρπακτικού καπιταλισμού υπό τον, διάτρητο πλέον, ιδεολογικό μανδύα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ότι η δημοκρατία που μας παρέδωσε ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιό» του είναι δημοκρατία γιατί υπηρετεί τα συμφέροντα των πολλών.
1. Η έκφραση «ο νόμος δυτικά του Πέκος» σε εποχές Φαρ Ουέστ περιγράφει καταστάσεις όπου συμβαίνει μάλλον το αντίθετο του νόμου, δηλαδή «αυτοδικία, και συνεπώς αυταρχισμός, δίκαιο του ισχυροτέρου, κοινωνικός δαρβινισμός, νόμος της ζούγκλας με κάποια ωστόσο τραγελαφική επίφαση νομιμότητας» (από το: slang.gr)
*Καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών